Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Κ. Βάρναλης: Οι σκλάβοι και ο φιλόσοφος




Κώστας  Βάρναλης
1983/1884–1974

Ποιος θα μας σώσει;

§1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις



  • Ο Κ. Βάρναλης είναι ο δεύτερος χρονολογικά ποιητής μετά τον Σολωμό που δημιουργεί κατ’ εξοχήν φιλοσοφική ποίηση. Τούτο σημαίνει ότι «πρώτα συλλαμβάνει ο νους και μετά αισθάνεται η καρδιά» (Σολωμός). Τι συλλαμβάνει ο νους; Ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και εξατομικευμένες εμπειρίες, τις οποίες μορφοποιεί σε ποιητική γραφή με  εκπληκτική οξυδέρκεια, μοναδική επινοητικότητα, παραδειγματική δεικτικότητα αλλά και λεπτή δηκτικότητα. Τι αισθάνεται η καρδιά; συναισθηματικές ευαισθησίες απέναντι σε έναν κοινωνικό κόσμο που αδικείται, συνθλίβεται, συντρίβεται, αλλά όχι λιγότερο και αυταπατάται.

  • Ο Βάρναλης λογίζεται ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός ποιητής με υψηλή φιλοσοφική παιδεία και ανεπτυγμένη ποιητική λεπταισθησία. Ο συνδυασμός αυτών των δύο γνωρισμάτων τού επιτρέπει να χρησιμοποιεί το ρεαλιστικό στοιχείο, χωρίς να εκπίπτει σε πεζολόγο ποιητή ή να εμπλέκεται σε αξεδιάλυτες αντιφάσεις μεταφυσικού και ρεαλιστικού στοιχείου, όπως συμβαίνει με τον ομότεχνό του και υπερτιμημένο ποιητικά Γ. Ρίτσο. Για τον τελευταίο, ας πούμε, υπάρχει μόνο ο ήρωας λαός, αυτός «που δεν βολεύεται παρά μόνο στον ήλιο …»· και διόλου ο συμβιβασμένος λαός. Όλα βαίνουν αισιόδοξα … Για τον Βάρναλη, απεναντίας, ο λαός είναι μεν, από άποψη ιδεατής αρχής, έννοιας ή δυνάμει, η δημιουργική πνοή, αλλά στη ρεαλιστική του όψη είναι και το «θύμα και το ψώνιο» ή «ο μοιραίος μέσα στην σκότεινη ταβέρνα», δηλαδή αυτός που είναι τόσο εξαθλιωμένος και γι’ αυτό σε τέτοιο βαθμό αλλοτριωμένος, ώστε να αναπαράγει το απάνθρωπο Είναι των κυρίαρχων τάξεων. Στη συνέχεια παραθέτουμε ορισμένα ποιητικά κείμενα του Βάρναλη άκρως καιρικά και επίκαιρα.

§2
Ποιητικά κείμενα

                                                    Ι
Δούλος  Τρίδουλος
                
Δούλευε δωδεκάωρο με χαρά του,
     για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του
                                                    συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή,
     και γι’ αυτόν να δουλεύουνε πολλοί.

                                         Μα γέρασε και σώμα και ψυχή
                                         κ’ έμεινε δούλος, όπως στην αρχή.
                                        Δεν κελαηδάει πουλί, νερό κι αγέρας
                                        κι απάνου σ’ όλα Θάνατος Πατέρας.

                                       Πώς γίνεται ο ραγιάς αφεντικό,
                                       δεν το μαθε. Κι αν του το λέγαν άλλοι,
                                       θα μπορούσε να κάνει φονικό
                                       για μιαν Ελλάδα θρήσκα και Μεγάλη!


Σχόλιο: Εδώ παρουσιάζεται το (φιλοσοφικά ιδωμένο) υποκείμενο–λαός να είναι ο άλλος του εαυτού του, με την αρνητική έννοια της αποξενωμένης συνείδησης και όχι με την εγελιανή της εύρεσης του εαυτού μέσα στον άλλο. Επιχειρεί να ανταλλάξει την κοινωνική σκλαβιά του με  τη σκλαβιά της υπερεργασίας, τρέφοντας αυταπάτες ότι έτσι θα αποτινάξει τη μοίρα της σκλαβιάς εν γένει. Ο λαός έτσι γίνεται φορέας της κυρίαρχης ιδεολογίας.

ΙΙ
Το τραγούδι των σκλάβων

Ποιος θα μας σώσει, Ανατολή για Δύση,
                                Ποιος Έλληνας ή βάρβαρος θεός;
                                Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει;
                                για πίσω θα γυρίζει ο παλιός;


(ο φιλόσοφος ξαναλέει τη στροφή αλλαγμένη)

                                Δε θα μας σώσει Ανατολή για Δύση
                                μηδ’  Έλληνας ή βάρβαροι θεοί.
                                Μπροστά καινούργιος κόσμος θα βαδίσει,
                                άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.

Σχόλιο: Το (φιλοσοφικά ιδωμένο) υποκείμενο-λαός έχει σκύψει προ πολλού μοιρολατρικά το κεφάλι, συμβιβάζεται με τις αλυσίδες του και περιμένει από κάποιον άλλο, από κάποιον «από μηχανής θεό», ας πούμε από «σωτήρες», ολετήρες κυβερνήτες, τη σωτηρία του. Το μόνο που μπορούν οι τελευταίοι να του προσφέρουν είναι διπλές και τρίδιπλες αλυσίδες. Μέσα στο γενικό πνεύμα του χάους, της απόγνωσης, της τρέλας παρεμβαίνει, με κίνδυνο της ζωής του, ο φιλόσοφος (ας θυμηθούμε π.χ. τον «ειρωνευτή» Σωκράτη) και παρωδεί με το δεύτερο τετράστιχο το τραγούδι των δούλων που απεικονίζεται στην πρώτη στροφή. Η παρωδία τούτη ωστόσο απελευθερώνει συγχρόνως και νοήματα προς την ελευθερία.