Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

A. Schopenhauer: Η βούληση ως αρχή του κόσμου


                                  Arthur Schopenhauer
1788-1860

Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση

§ 1

Το κύριο έργο του Σοπενχάουερ με τίτλο: Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση παρουσιάζει, για πρώτη φορά στην ιστορία του φιλοσοφικού πολιτισμού της Ευρώπης, με θαυμαστή διαύγεια ύφους και τολμηρή σκέψη, την ιδέα μιας ανορθολογικής αρχής του κόσμου. Με δεδομένο ότι ο ανορθολογισμός καθημερινά στη σημερινή πολιτεία  αποτελεί μαρτυρία ότι αυτή βρίσκεται εκτός εαυτού, θα μπορούσε εύκολα να σκεφτεί κανείς πως η κατά Σοπενχάουερ ιδέα του φιλοσοφικού ανορθολογισμού είναι πανταχού παρούσα και αποτελεί το δημόσιο πάθος πολιτικών ή άλλων  δικτατορίσκων. Εάν η εν λόγω ιδέα πραγματικά επισφράγιζε ένα κοινωνικό ή πολιτικό μόρφωμα, ας πούμε, το «δημοκρατικό» μας  κράτος, τότε αυτή και μόνο αυτή θα απέτρεπε την κάθε «πεφωτισμένη» δεσποτεία από το να παραφέρεται· θα την υπονόμευε και τελικά θα κατέστρεφε την αυταρχία της.  Ένα τέτοιο παράδειγμα, μεταξύ άλλων πολλών κα διαφορετικών εκάστοτε, υποδηλώνει ότι οι ιδέες του συγκεκριμένου έργου του Σοπενχάουερ βρίσκονται ακριβώς στην αντίθετη άκρη από καθημερινές μορφές ανορθολογισμού και φιλοδοξούν να τελούν σε διαρκή αντιπαράθεση με καθιερωμένες αρχές, είδωλα, ιδεοσχήματα ή φιλοσοφικά συστήματα Λογικής.  Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το ως άνω έργο του φιλοσόφου κυκλοφόρησε το 1818, την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο με την Επιστήμη της Λογικής  του Χέγκελ.   Μπορεί βέβαια η Επιστήμη της Λογικής να διεκδικούσε μια δια-Λογική επαλήθευση της αλήθειας (του όλου), όχι λιγότερο όμως και ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση πρόβαλλε την αξίωση της μελλοντικής φιλοσοφίας. Αμφότερες αυτές οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις, όσο διαφορετικές κι αν είναι, διανοίγουν μοναδικούς δρόμους ενάντια στον εκφυλισμό του Είναι μας μέσα στον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς, εάν ήθελε να συζεύξει τις βασικές αρχές αυτών των δύο φιλοσόφων, να μιλήσει για: Λόγος και Βούληση.  
    
§ 2

Σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, ο κόσμος παρουσιάζεται με δύο, δομικά διαφορετικούς, τρόπους: ως παράσταση και ως βούληση. Οι δυο αυτές έννοιες – όροι ανάγουν την αντιστοιχία τους στους καντιανούς όρους: φαινόμενο και πράγμα καθεαυτό. Το φαινόμενο είναι η βάση, το έρεισμα, πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη της παράστασης του κόσμου. Η ουσία όμως αυτής της παράστασης και αυτού του φαινομένου δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τη βούληση. Η τελευταία είναι η ακαταμάχητη  ισχύς κάθε απόπειρας να γνωρίσουμε τον κόσμο δια της παράστασης. Η γνώση, που μας παρέχουν οι παραστάσεις, δεν είναι σε θέση να φωτίζει τις ενδότερες δυνάμεις που κρύβουν τα πράγματα· είναι μια εξωτερική, λιγότερο ή περισσότερο πληροφοριακή γνώση και απηχεί μια φαινομενική, τυπική όψη της αλήθειας. Για την εγκυρότητα της παράστασης ως στοχαστικής και γνωσιακής ικανότητας οι περισσότεροι φιλόσοφοι κατά ένα τέτοιο περίπου τρόπο αποφαίνονται. Απεναντίας, η βούληση είναι η πανίσχυρη εκείνη δύναμη που δεν υποκύπτει σε κανένα φαινόμενο ή φαινομενικό Είναι και κυβερνά τα πάντα. Επίσης δεν είναι αντικείμενο λογικής ή νοησιαρχικής σύλληψης ούτε υπόκειται σε όρους ή συνθήκες. Η βούληση που διατρέχει τη σύμπασα φύση ζωογονεί και αναζωογονεί τον κόσμο. Το ζητούμενο είναι, κατά πόσο ο άνθρωπος συλλαμβάνει αυτή τη βούληση και την κάνει όπλο του στη ζωή. Μια τέτοια βούληση δεν ταυτίζεται με τις διάφορες βουλητικές πράξεις των ατόμων. Εάν συνέβαινε αυτό, η βούληση θα ήταν καπρίτσιο και όχι ο τιτάνας θεός του ανθρώπου. Η βουλητική πράξη βέβαια συνιστά μια κάποια έκφανση της καθολικής βούλησης, αλλά παραμένει στα καθορισμένα, τα δεσμευτικά όρια της αρχής της ατομικότητας. Αντίθετα, η βούληση καθεαυτήν είναι η ίδια η ελευθερία.