Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Hegel: η πολιτική κοινωνία του πλούτου και των αναγκών


                      
                           Γκέοργκ Χέγκελ
                                1770–1831

                                        §1                                      
                Το σύστημα των αναγκών
                                                  
1. Στο παρακάτω κείμενο ο Χέγκελ συζητεί για τις ανάγκες των ανθρώπων μέσα στην πολιτική κοινωνία: η ικανοποίηση των αναγκών τους είναι δυνατή μόνο εντός των κοινωνικών του σχέσεων και στο πλαίσιο του γενικού πλούτου, που συγκροτεί και συνέχει την κοινωνία. Έτσι ανάμεσα στις ανάγκες του ατόμου και στα αγαθά που ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες λαμβάνει χώρα μια μεσολάβηση, μια αναγκαία διευθέτηση. Για να ικανοποιήσει εν τέλει τις ανάγκες του ένα άτομο χρειάζεται να πείσει τους ιδιοκτήτες, τους κατόχους των αγαθών, να του δώσουν ό,τι χρειάζεται.   
                
2. «Η μερικότητα των προσώπων περικλείει αρχικά μέσα της τις ανάγκες τους. Η δυνατότητα της ικανοποίησης αυτών των αναγκών εξαρτάται από την κοινωνική δομή· αυτή είναι ο γενικός πλούτος, από τον οποίο όλοι αντλούν την ικανοποίησή τους. Η άμεση  κατοχή εξωτερικών αντικειμένων ως μέσων για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών συμβαίνει ελάχιστα ή καθόλου στην κατάσταση των πραγμάτων, όπου αυτός ο τρόπος ικανοποίησης με μεσολάβηση είναι ρεαλιστικά πραγματοποιημένος· τα αντικείμενα είναι ιδιοκτησία. Η απόκτησή τους είναι δυνατή μόνο με τη μεσολάβηση, από τη μια πλευρά, της βούλησης των κατόχων, που ως μερική στοχεύει στην ικανοποίηση των πολλαπλώς καθορισμένων αναγκών· από την άλλη πλευρά εξαρτάται από την ακατάπαυστη παραγωγή νέων μέσων ανταλλαγής μέσω προσωπικής εργασίας. Αυτή η μεσολάβηση, δυνάμει της οποίας η εργασία όλων διευκολύνει την ικανοποίηση των αναγκών, συνιστά τον γενικό πλούτο» (W8, §524).
                              
                                                        §2
                                     Ερμηνεία – σχολιασμός

1. Εφόσον η πολιτική κοινωνία, ως αστική κοινωνία, απαρτίζεται από ιδιωτικά πρόσωπα, δηλαδή από αστούς, το πρώτο μέλημα αυτών των προσώπων είναι η ικανοποίηση του ατομικών τους αναγκών. Έτσι το καθολικό, η κοινωνία εν προκειμένω, δείχνεται να είναι μέσο για την ικανοποίηση των ιδιωτικών αναγκών των επί μέρους ατόμων. Συμβαίνει όμως το κάθε ξεχωριστό άτομο να ικανοποιεί τις ανάγκες του μέσω της εργασίας του, η οποία βρίσκεται σε ενδοσυνάφεια με την εργασία και τις ανάγκες των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Αυτό συνιστά, για τον Χέγκελ, το σύστημα αναγκών που διέπει τη δομή της κοινωνίας και το οποίο λειτουργεί ως προϋπόθεση για την προσωπική ευημερία των ανθρώπων. Απ’ αυτή την άποψη, η εν λόγω ευημερία έρχεται στο Είναι με το να υψώνεται στη μορφή της καθολικότητας, με το να αφήνει την τελευταία να εμφανίζεται μέσα στη μερικότητα.

2.  Ο γενικός πλούτος (das allgemeine Vermögen), στο επίπεδο των αναγκών, είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικός πλούτος,  ο οποίος παράγεται μέσω της εργασίας όλων ως εργασίας σκεπτόμενων ανθρώπων. Το στοιχείο της σκέψης στην προσωπική εργασία είναι αυτό που με τη μορφή της βούλησης για κάλυψη αναγκών και για ιδιοκτησία, αλλά και με άλλες μορφές –τα ζώα, όπως ρητά αποσαφηνίζει αλλού ο Χέγκελ, δεν έχουν ιδιοκτησία, γιατί δεν σκέπτονται– διέπει τη συνεννόηση των ανθρώπων ως ατομικών παραγωγών, δηλαδή ως προσώπων με ατομικά συμφέροντα, και έτσι συγκροτεί τον συνεκτικό παράγοντα, τη συμφιλιωτική δύναμη του γενικού πλούτου ως κοινωνικού πλούτου. Σε άλλο σημείο γράφει σχετικά ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος:

3. «Στο επίπεδο των αναγκών, ο άνθρωπος είναι αυτό που αποκαλούμε άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ένα έλλογο ον· και με αυτό το δεδομένο έχει ανάγκες. Εδώ λοιπόν εντοπίζεται ακολούθως αυτό το όλο. Το Ανθρώπινο είναι έτσι εδώ το κυρίαρχο στοιχείο. Όλα τα ζώα έχουν περιορισμένες ανάγκες. Ο άνθρωπος μπορεί να ζει υπό όλα τα κλίματα, όχι όμως και το ζώο. Το τελευταίο διαθέτει έναν περιορισμένο κύκλο φυσικών προϊόντων που χρειάζεται για την τροφή του. Στον άνθρωπο, αυτό είναι ήδη η καθολικότητά του, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται ακόμη και στο πιο χαμηλό επίπεδο. Τότε ο άνθρωπος είναι σκεπτόμενο ον» ((Die Philosophie des Rechts, σ. 184).