Κυριακή 6 Μαΐου 2018

G. Hegel: πνεύμα και διαλεκτική




Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831

Διαλεκτική και ελευθερία σκέψης

§1

     Ι. Για να ανοιχτεί κανείς στον κόσμο της ελεύθερης σκέψης χρειάζεται πρώτα να προσδιορίζει: τι είναι σκέψη; Τι είναι λοιπόν σκέψη για τον Χέγκελ; Είναι η «Γνώση του καθολικού (Wissen des Allgemeinen)»[1]. Μια τέτοια Γνώση όμως δεν συμβαίνει ερήμην του ανθρώπου, αλλά μόνο στο δικό του πεδίο και από τον ίδιο: η Γνώση δηλαδή παραπέμπει στο ίδιο το Είναι του ανθρώπου ως συνείδηση (Bewußtsein), ως ενεργό, ατομικό, ζωντανό Εγώ που τελεί σε εσωτερικά διαλεκτική σχέση με την ιστορική του ύπαρξη, με την ιστορικότητα δηλαδή του Dasein του: αντικειμενικά είναι ο Εαυτός και το άλλως-Είναι του Εαυτού· ήτοι το αντι-κείμενο (Gegen-stand), το Πραγματικό  που κείτεται απέναντι στον Εαυτό και συνδέεται μαζί του –λιγότερο ή περισσότερο– έλλογα, δηλαδή με βάση τα ενδότερα κοινά νοήματα και δια-νοήματα.


     ΙΙ. Υποκειμενικά είναι ο Εαυτός που εξελίσσεται ιστορικο-Λογικά: αποκτά επίγνωση της συγκεκριμένης του ιστορικότητας, την εσωτερικεύει, την καθιστά δηλαδή περιεχόμενο σκέψης ή πνευματικό του περιεχόμενο, και έτσι εισέρχεται μέσα στην Ιστορία ως Bewußt-Sein [=συνειδητό-Είναι]: ως σκεπτόμενο πνεύμα. Σκεπτόμενο πνεύμα σημαίνει ο άνθρωπος, ως νοούσα συνείδηση, που δεν χρησιμοποιεί τον λογισμό του, τον Λόγο, χρησιμοθηρικά ή εργαλειακά, παρά ως μια μεταστοχαστική διεργασία επί του ιστορικού συμβάντος: ξανασκέπτομαι τον εαυτό μου και το άλλο του Εαυτού με βάση μια ιστορικά διαμορφωμένη γνώση. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως η εν λόγω μεταστοχαστική διεργασία εκτυλίσσεται ως μια αρχέγονη, πρωτότυπη διεργασία γνώσης, κατά την οποία συγκροτούνται έννοιες ως πτυχές ενός και του αυτού καθολικού Λόγου.

§2

     Ι. Ιδωμένη υπό το βλέμμα της εγελιανής διαλεκτικής, η πιο πάνω Γνώση είναι  η μορφή: η στάση ή σχέση ζωής, η συμπεριφορά του πνεύματος, ενώ το περιεχόμενο είναι όλη η ως άνω ιστορικο-λογική κίνηση του πνεύματος που το κάνει να είναι σκεπτόμενο ή αυτοσυνείδητο πνεύμα, δηλαδή να είναι ο αυτοπροσδιοριζόμενος άνθρωπος ως τέτοιο πνεύμα. Με αυτό το νόημα, μας λέει ο γερμανός φιλόσοφος, ο άνθρωπος προορίζεται να είναι σκεπτόμενο ον και έτσι να διαφοροποιείται από το ζώο[2]. Η σκέψη, στη συνάφεια τούτη, είναι η ρίζα της φύσης του ανθρώπου[3], που του επιτρέπει να εγκαθίσταται στο θρόνο της ιστορίας όχι ως μια απλώς φυσική [=όχι ακόμα πνευματική] αμεσότητα ή, όπως λέει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ως φυσική συνείδηση , αλλά ως το πνεύμα ή το Είναι, που γνωσιο-οντο-λογικά μέλλει να ολοκληρώνει τον κύκλο του, δηλαδή την προαναφερθείσα καθολική κίνηση [=τη Γνώση του καθολικού], ως μεταστοχαστική επιστροφή εντός εαυτού.
    
     ΙΙ. Και η φιλοσοφία πώς νοείται εδώ; Ως η ικανότητα της σκέψης να σκέπτεται τον εαυτό της, δηλαδή να είναι η εν λόγω καθολική κίνηση ως σκεπτόμενη ή ως πνευματική εξέλιξη ή ανάπτυξη. Υπ’ αυτή την έννοια Είναι:

«Η φιλοσοφία, σύμφωνα με τη φύση της, είναι κάτι το εσωτερικό, που διεαυτό [=κατά την αυθύπαρκτη ουσία του] δεν προορίζεται για τον όχλο ούτε προσφέρει κάποια προπαρασκευαστική δυνατότητα γι’ αυτόν. Είναι φιλοσοφία μόνο επειδή είναι ευθέως αντί-θετη προς την απλή νόηση [=τη διάνοια σε αντίθεση με το διαλεκτικό Λόγο] και πολύ περισσότερο, ως εκ τούτου, στον υγιή κοινό νου, υπό τον οποίο νοείται ο τοπικός και χρονικός περιορισμός μιας κατηγορίας ανθρώπων. Αναλογικά προς αυτόν τον κοινό νου, ο κόσμος της φιλοσοφίας, καθεαυτόν και διεαυτόν,  είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος»[4].

§3

Η φιλοσοφία, ως τέτοια ικανότητα και καθολική κίνηση, πέρα από τον τοπικό και χρονικό περιορισμό του κοινού νου, δεν παύει να είναι ριζικός και αείζωος μεταστοχασμός. Ακριβώς επειδή είναι ένας τέτοιος μεταστοχασμός, μέσα στην κινητική της καθολικότητα, συμπεριλαμβάνει και την υλικότητα της νόησης. Τούτο υποδηλώνει πως ο Χέγκελ δεν αντιπαραθέτει το υλικό στο πνευματικό, αλλά τα συλλαμβάνει στη διαλεκτική τους ανέλιξη ή στη διαλεκτική πορεία προς τα μέσα, προς το βάθος της σκέψης ή της μνημονευθείσας μορφής ή της καθολικής ιδέας, και προς τα έξω, προς το αντι-κειμενικό: περιδινούμενος κύκλος κατ’ αίσθηση εμπειρίας και θεωρητικής σκέψης. Αλλά μέσα στην ένταση της εξωτερικότητας η σκέψη είναι ανάπτυξη όχι με τη μορφή του διασκορπισμού, της διασποράς ή της διάλυσης, παρά με εκείνη της  συνεκτικής κίνησης του όλου. Πώς κατανοείται όμως τούτη η συνεκτικότητα; Κατανοείται ως η σκέψη ή η φιλοσοφία, ως σκεπτόμενη ανάπτυξη, που μέσα στην εξωτερικότητα ασκεί την ελευθερία της: δηλαδή δεν είναι μια απλή παράσταση του αντι-κειμένου ή απλοϊκή, αφελής γνώμη ή γνώση, αλλά η καθολική-δια-νοηματική Εν-ότητα του Εαυτού και του αντι-κειμένου.  Η ελευθερία της σκέψης, κατ’ αυτή την έννοια, είναι η συνείδηση ελευθερίας ως καθολική διαλεκτική κίνηση, που διατρέχει τη σκέψη –προς τα μέσα και προς τα έξω– και της επιτρέπει να αναγνωρίζει  

«το Είναι –που μπορεί να είναι και ο εαυτός της– ως την ουσία των πραγμάτων, ως την απόλυτη ολότητα και την εμμενή ουσία όλων· επομένως, να το συλλαμβάνει ως σκέψη, ακόμη κι αν επρόκειτο να είναι ένα εξωτερικό Είναι»[5].  






[1] Die Vernunft in der Geschichte, σ. 56.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π., σ. 57.
[4] Werke 2, σ. 182.
[5] Werke 18, σ. 116