Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Hegel: τι είναι η διαλεκτική αντίφαση;




Γκέοργκ Χέγκελ
1770–1831


Από την τυπική στη διαλεκτική αντίφαση

§1

Πώς συλλαμβάνει ο Χέγκελ την αντίφαση (Widerspruch); Από την άποψη της μορφής ή από τη σκοπιά των νοητικών κατηγοριών, τη συλλαμβάνει ως ένα Λογικό στοιχείο ή έναν Λογικό προσδιορισμό που ενυπάρχει μέσα στον διαλεκτικό Λόγο και τον καθιστά ικανό να εκτυλίσσεται με τέτοια νοηματική ακρίβεια, ώστε να μπορεί να διακρίνει πως ένα πράγμα είναι αυτό που είναι, επειδή έχει προσδιορισθεί και εξακολουθεί να προσδιορίζεται εκάστοτε [=μέσα στο χρόνο] από το μερικώς ή ολικώς αντίθετό του. Επομένως, αυτό το πράγμα τείνει να είναι το ενιαίο όλο του αρνητικού και του θετικού στοιχείου ή προσδιορισμού μέσα στην αυθυπαρξία του καθενός.  

Η αυθυπαρξία δηλ. του θετικού  στοιχείου ή προσδιορισμού συνιστά ένα όλο για το πράγμα, δυνάμει της αυθυπαρξίας του αρνητικού: η αυθυπαρξία του ενός και η αυθυπαρξία του άλλου συγκροτούν ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς ή ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα. Μέσα σε τούτη την ταυτότητα ή την ενότητα είναι τεθειμένη η αντίφαση και προκαλεί ή συνθέτει την αντιθετική κίνηση των διαφορετικών πλευρών της ταυτότητας ή ενότητας. Π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό συγκροτούν την ενότητα μέσα στη διαφορετικότητά τους ή στην ταυτότητα της ενότητας και της διαφοράς, ακριβώς επειδή το ένα αντιφάσκει στο άλλο, επειδή το καθένα για τον εαυτό του –δηλαδή ως αυθύπαρκτο– συνιστά την αντιθετική κίνηση του εαυτού και του άλλου.

§2

 Ως προκύπτει, η αντιθετική ή αντιφατική τούτη κίνηση, από την άποψη του περιεχομένου, δηλαδή από τη σκοπιά αυτοπροσδιορισμού της ως μορφής, δεν λογίζεται ως μια αποκλειστική κίνηση της μιας πλευράς, που, για να έλθει η ίδια στο Είναι, θα πρέπει να καταργήσει την άλλη, αλλά ως ένα αυτοκινούμενο Όλο ή ως μια αυτοκινούμενη ολότητα και εν ταυτώ καθολικότητα, η οποία ολοκληρώνεται ως καταφατική αλήθεια, στο μέτρο που έχει γίνει το θεμέλιο, πράγμα που σημαίνει πως είναι η λύση ή διάλυση της αντίφασης. Η αντίφαση, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι το στοιχείο που μένει εσαεί μέσα στη διαλεκτική κίνηση, αλλά ένα σήμα πως το λέγειν και το πράττειν του ανθρώπου χρειάζεται να οδεύει στο θεμέλιό του, κυριολεκτικά να το αναζητά· διαφορετικά είναι ανυπόστατο. Για παράδειγμα, πότε ένα εγχείρημα ή ενέργημα χαρακτηρίζεται ανυπόστατο; Όταν δεν βρίσκει το θεμέλιό του. Πότε οι εκάστοτε πολιτικές, όσο μεγαλόστομα κι αν αυτοδιαφημίζονται ως οι πιο «σοφές», πνίγονται μέσα στις αξεδιάλυτες, άλυτες αντιφάσεις τους; Όταν στερούνται το θεμέλιο. Η στέρηση τούτη μαρτυρεί απουσία διαλεκτικού, ήτοι εσωτερικά ενοποιητικού Λόγου. Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως ο Χέγκελ ακολούθησε κατά πόδας τον Ηράκλειτο και ως προς την αντίφαση – παρότι ο Έλληνας σοφός δεν κατονόμασε με συγκεκριμένο όρο την αντίφαση– και αποφάνθηκε πως η αντίφαση, πρωτίστως με το νόημα της αντίθεσης ή εναντιότητας, είναι εγγενές στοιχείο τόσο της σκέψης όσο και της πραγματικότητας. Επομένως, η απουσία ή παρουσία του διαλεκτικού Λόγου δείχνει πόσο εισχωρεί ή δεν εισχωρεί κανείς στην ουσία του πραγματικού κόσμου και πόσο αληθινά  ανακτά αυτή την ουσία ως την άλλη πλευρά της σκέψης του. 

§3

Γράφει σχετικά ο Χέγκελ, σε ένα από τα πολλά κείμενά του, για την αντίφαση:

«Αυτός ο σκεπτικισμός, που με την καθαρή σαφή του μορφή εμφανίζεται στον Παρμενίδη του Πλάτωνος, μπορεί ωστόσο ενδόμυχα να βρίσκεται σε κάθε αυθεντικό φιλοσοφικό σύστημα, διότι αποτελεί την ελεύθερη πλευρά κάθε φιλοσοφίας· αν σε οποιαδήποτε πρόταση, που εκφράζει μια έλλογη γνώση, το ανακλώμενο στοιχείο αυτής οι έννοιες που περιέχονται σ’ αυτήν απομονώνεται και εξετάζεται ο τρόπος που συνδέονται, τότε πρέπει να δειχθεί ότι αυτές οι έννοιες συγχρόνως [από κοινού] είναι ανηρημένες ή είναι συνενωμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιφάσκουν με τον εαυτό τους, διαφορετικά δεν θα ήταν έλλογη πρόταση παρά μια πρόταση στην τάξη της διάνοιας. Η Ηθική του Σπινόζα αρχίζει με τον ορισμό: “υπό την αιτία του εαυτού κατανοώ εκείνο, του οποίου η ουσία περικλείει μέσα της την ύπαρξη, ή εκείνο, του οποίου η φύση μπορεί να συλληφθεί μόνο ως υπάρχουσα”. Τώρα όμως η έννοια της ουσίας ή της φύσης μπορεί να τεθεί μόνο στο βαθμό που γίνεται αφαίρεση από την ύπαρξη· το ένα αποκλείει το άλλο· το ένα τότε μόνο μπορεί να προσδιοριστεί, όταν υπάρχει αντί-θεση με το άλλο· εάν αμφότερα τίθενται συνδεδεμένα ως ένα, τότε η σύνδεσή τους περιέχει μια αντίφαση, με αποτέλεσμα αμφότερα να υφίστανται άρνηση. Ή πάλι, όταν ο Σπινόζα σε μια άλλη πρόταση αναφέρει: “ο θεός είναι η εμμενής, όχι η παροδική αιτία του κόσμου[1], έχει αρνηθεί την έννοια αιτίας και αποτελέσματος· διότι, με το να θέτει την αιτία ως εμμενή, την θέτει ως ένα με το αποτέλεσμα, ενώ η αιτία είναι μόνο αιτία, στο βαθμό που αντι-τίθεται στο αποτέλεσμα· εξίσου κυρίαρχη [επί των πεπερασμένων εννοιών] είναι η αντινομία του Ενός και των Πολλών· η ενότητα τίθεται ως ταυτόσημη με τα πολλά, η υπόσταση ως ταυτόσημη με τα κατηγορήματά της. Κάθε τέτοια πρόταση του Λόγου επιτρέπει να διαλύονται σε δυο αυστηρά αντιφατικούς ισχυρισμούς π.χ. ο θεός είναι η αιτία και ο θεός δεν είναι η αιτία· είναι Ένα και δεν είναι Ένα, είναι Πολλά και όχι Πολλά· έχει μια Ουσία, η οποία εκπίπτει και πάλι, επειδή η Ουσία μπορεί να συλληφθεί κατανοητικά μόνο σε αντίθεση με τη μορφή, η μορφή του λοιπόν πρέπει να τίθεται ως ταυτόσημη με την Ουσία του κ.ο.κ.. Έτσι έρχεται στο προσκήνιο η αρχή του Σκεπτικισμού: παντ λόγ λόγος σος ντίκειται καθ’ όλη της την ισχύ.
Όθεν, η επονομαζόμενη πρόταση/αρχή της αντίφασης έχει τόσο λίγο μορφική μόνο, δηλ. της τάξης της τυπικής Λογικής, αλήθεια για τον Λόγο, ώστε απεναντίας κάθε πρόταση του Λόγου να πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των εννοιών, να περιέχει μια αθέτησή της· το να λέμε ότι μια πρόταση είναι απλώς μορφική, σημαίνει για τον Λόγο ότι είναι τεθειμένη μόνο για λογαριασμό του εαυτού της, χωρίς να καταφάσκει εξίσου την αντιφατικά αντί-θετή της· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ψευδής. Το να αναγνωρίζουμε την πρόταση/αρχή της αντίφασης ως μορφική, σημαίνει ταυτόχρονα ότι τη γνωρίζουμε ως ψευδή. Δεδομένου ότι κάθε αυθεντική φιλοσοφία έχει αυτή την αρνητική πλευρά ή αναιρεί αιωνίως την πρόταση/αρχή της αντίφασης, όποιος έχει διάθεση, μπορεί άμεσα να εξάρει αυτή την αρνητική πλευρά και να παρουσιάσει για τον εαυτό του έναν Σκεπτικισμό από κάθε τέτοια φιλοσοφία» (W2, 229-230).







[1] Ηθική Ι, πρόταση 18.