Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Γερμανικός Ιδεαλισμός: από τη φιλοσοφία του Fichte (1)




Johann Gottlieb Fichte
1762–1814

Η ελευθερία του Εγώ:
σχετικές και απόλυτες πτυχές

§1

     Ι. Ο Γιόχαν Γκότλιπ Φίχτε ανήκει στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του επονομαζόμενου Γερμανικού Ιδεαλισμού. Τι είναι ο Γερμανικός Ιδεαλισμός; Είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα, από τα πιο σημαντικά στην ιστορία της φιλοσοφίας,  που συνέβαλε τα μέγιστα στη συγκρότηση της αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας της νεωτερικής εποχής. Ανάγει τα φιλοσοφικά του θεμέλια στον Καντ και περιλαμβάνει στους κόλπους του, μαζί με τον Φίχτε, τον Σέλλινγκ (Schelling) και τον Χέγκελ (Hegel). Καθένας απ΄ αυτούς τους φιλοσόφους είναι ένας Ολύμπιος Δίας, με καθοριστικές επιδράσεις στην μετέπειτα εξέλιξη της φιλοσοφίας, πρωτίστως δε των Ευρωπαϊκών φιλοσοφικών κινημάτων. Με τον Χέγκελ, ειδικότερα, ο Γερμανικός Ιδεαλισμός  φτάνει στο αποκορύφωμα, ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της συνολικής ανάπτυξης της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας, μετά από αυτό το φιλοσοφικό κίνημα, δεν μπόρεσε να φτάσει στις κορυφές της συστηματοποίησης της σκέψης της, εφάμιλλης με εκείνη του Γερμανικού Ιδεαλισμού.


     ΙΙ. Το εν λόγω κίνημα ανέδειξε ως κεντρική έννοια της σκέψης, αλλά και ως προϋπόθεση για την αυτο-κατάφαση του ανθρώπου, ήτοι της συνείδησης και της αυτοσυνείδησής του, το Απόλυτο. Η εν λόγω έννοια ανήκει στις πιο πολυσυζητημένες έννοιες, στο πλαίσιο της ιστορίας της φιλοσοφικής σκέψης, αλλά και στις πιο αξιοτίμητες. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις ημέρες μας, η εν λόγω έννοια, πότε με τη μια ή την άλλη μετωνυμία και πότε με το αυτό όνομα, απασχολεί τη φιλοσοφία, ακόμη κι αν ορισμένες φιλοσοφικές κατευθύνσεις δεν ομολογούν «πίστη» στο Απόλυτο. Η εν λόγω έννοια αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη της σκέψης των εκπροσώπων του Γερμανικού Ιδεαλισμού αλλά και για την κατανόηση της φιλοσοφίας τους από τον αναγνώστη. Το ζητούμενο εκάστοτε του πνεύματος του Γερμανικού Ιδεαλισμού είναι η σχέση Εγώ, υποκειμένου ή συνείδησης με το Απόλυτο, οι διάφορες μορφές και ερμηνευτικές εκδοχές αυτής της σχέσης, όπως επίσης η ενότητά τους και το είδος της ενότητας· σχέση και ενότητα ανθρώπινου υποκειμένου με το θεό ως το Απόλυτο, με το απόλυτο πνεύμα, με την υπόσταση κ.λπ. Η έννοια αυτή έχει μια αποκλειστικά θρησκευτική θεολογική καλύτερασημασία στον μεσαιωνικό κόσμο και εκλαμβάνεται ως κάτι που ανήκει στη σφαίρα του Επέκεινα, στο πλαίσιο πάντα της εξωτερικής διάκρισης που κυριαρχεί τότε ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο.

     ΙΙΙ. Ο Φίχτε, εκκινώντας από την Καντιανή κριτική του Λόγου, αναπτύσσει μια υπερβατολογική μεταφυσική, που έχει ως κεντρική φιλοσοφική βάση την επιστήμη της γνώσεως, την επονομαζόμενη επιστημολογία (Wissenschaftslehre). Η τελευταία τούτη νοείται ως η ενότητα της πρακτικής και της θεωρητικής φιλοσοφίας. Η απόλυτη αρχή που παράγει κάθε κατηγορία γνώσης είναι το Εγώ. Το τελευταίο, στις διάφορες συνδηλώσεις του μέσα στη  φιχτιανή φιλοσοφία, συγκροτεί την ενεργό αυτοσυνειδησία, την απόλυτη υποκειμενικότηταˑ η έννοια του Απόλυτου εισάγεται τώρα με αυτή τη μορφή, για να δειχθεί ότι παράγει όλα τα περιεχόμενα του σύμπαντος κόσμου, καθότι είναι ταυτισμένη με το θεό: Ολότητα υποκειμένου-αντικειμένου. Κατ’ αυτό το πνεύμα, το Εγώ Φίχτε δεν είναι ένα διασπαραγμένο Εγώ,  ματαιωμένο, εγωιστικό, ασήμαντο καθεαυτό και διεαυτό, Απεναντίας ενδημεί μέσα στον κόσμο και συνδέεται άρρηκτα με το αντι-κείμενο, με το μη-Εγώˑ το τελευταίο δεν το εκμηδενίζει, αλλά με σκέψη και δράση το καθιστά Ένα με τον εαυτό του, το ανεβάζει στο επίπεδο του Εαυτού.   

§2

     Ι. Στο πεδίο της φιλοσοφικής θεώρησης της Ιστορίας, συλλαμβάνει την τελευταία ως διαδικασία ή διεργασία πολιτισμικής εξέλιξης. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο έργο του: Die Grundzüge des gegenwärtigen Zeitalters (Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής), ο σκοπός της επίγειας ζωής της ανθρωπότητας έγκειται σε τούτο: η τελευταία διευθετεί όλες τις σχέσεις αυτής της ζωής της με ελευθερία και με οδηγό προς αυτή την ελευθερία το Λόγο. Τούτο σημαίνει ότι το ανθρώπινο γένος μπορεί να ευτυχήσει μόνο με την ελεύθερη κυριαρχία του Λόγου, υπό το νόημα της απόλυτης ενότητάς του με την ελευθερία.

     ΙΙ. Με βάση λοιπόν αυτή την αρχή, ο Φίχτε προχωρεί στον φιλοσοφικό καταμερισμό της ιστορίας σε πέντε εποχές. Υπό την οπτική Λόγου και Ελευθερίας, η πρώτη εποχή είναι εκείνη της ενστικτώδους κυριαρχίας του Λόγου, χωρίς ανεπτυγμένη αυτοσυνείδηση και ελευθερία. Πρόκειται για την κατάσταση της αθωότητας του ανθρώπινου γένους, κατά τοπρότυπο του μύθου του παραδείσου. Η δεύτερη είναι εκείνη της αυθεντίας των  θεωρητικών δογμάτων, που απαλλοτριώνουν το ένστικτο του Λόγου, καθώς αδυνατούν να πείσουν τους ανθρώπους και  ζητούν απ’ αυτούς τυφλή πίστη και υπακοή· εδώ έχουμε την κατάσταση της αρχόμενης αμαρτίας.
    
     ΙΙΙ. Η τρίτη χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η ελευθερία βρίσκεται στην αρχική της φάση, την μη-αυτοσυνείδητη, και στρέφεται ενάντια στην ως άνω κυριαρχία του Λόγου και τα προστάγματά του. Από τη μια χειραφετείται από τον εξαναγκασμό του δογματισμού, αλλά από την άλλη επαναστατεί κυριολεκτικά ενάντια στον ίδιο το Λόγο, μην έχοντας ακόμη φτάσει στην επίγνωση πως ο Λόγος, ενάντια στον οποίο ξεσηκώνεται, και η ίδια συνθέτουν μια ενότητα ή ταυτότητα· κάτι δηλαδή που αντιστοιχεί στις επόμενες εποχές. Κατ’ αυτήν την εποχή κυριαρχεί απόλυτη αδιαφορία απέναντι στην αλήθεια και ολική ακολασία. Πρόκειται για την κατάσταση της ολοκληρωμένης  
αμαρτωλότητας (Zeitalter der vollendeten  Sündhaftigkeit).

     ΙV. Με τούτη την εποχή ο Φίχτε έχει κατά νου τον Διαφωτισμό. Στην ίδια δε τοποθετούσε και το δικό του παρόν. Ο Διαφωτισμός προσέφερε, από τη μια μεριά, σημαντικές υπηρεσίες, καθώς απαξίωσε οποιαδήποτε εξωτερική αυθεντία, αλλά δεν απέτρεψε την επικράτηση ενός μονοδιάστατου, δεσποτικού Εγώ, με κινητήρια δύναμή του τον εγωισμό και την αυθαιρεσία. Με τούτη την ερμηνεία συμπορεύεται ορισμένως και ο Χέγκελ, όπως θα δούμε, όταν συζητήσουμε τη συμβολή του στην ανάπτυξη του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Γενικώς μπορούμε να πούμε στο παρόν σημείο ότι από τη μια πλευρά, κατά τον Χέγκελ, ο Διαφωτισμός απελευθέρωσε τη δυναμική του Λόγου από τη δεσποτεία της θρησκείας, από την άλλη όμως έφτασε στην απολυτοποίηση του Λόγου, ήτοι σε μια εν είδει θρησκείας δεσποτείας του. Κατά την τέταρτη εποχή αρχίζει να αναδύεται ο αυτοσυνείδητος Λόγος και η επιστήμη του, ενώ κατά την πέμπτη συντελείται η απόλυτη ταύτιση Λόγου και Ελευθερίας, η απόλυτη δικαίωση.  

     V. Και το γνωσι-οντο-λογικό ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: σε ποια εποχή κατατάσσεται το σύγχρονο Ελλαδικό βασίλειο της μετριοκρατίας το βασίλειο που καλύπτει αυτή τη μετριοκρατία με την επιβολή μιας επιθετικής εξωτερικής αυθεντίας μαζί με την πλήρη εξαχρείωση των συνειδήσεων, τη συνένοχη αδιαφορία και την απέραντη ακολασία; Προφανώς στην τρίτη, πλην όμως χωρίς κάποια θαμπή έστω προσδοκία μετάβασης στην τέταρτη και πέμπτη εποχή, αφού η απόλυτη ανορθολογικότητα των ακαλλιέργητων μειοψηφικών μετριοτήτων του επιστημονικού, πολιτισμικού και κοινωνικο-πολιτικού στερεώματος, με παιδεία επιπέδου αφισοκολλητών ή μελών επαρχιακού Δημοτικού Συμβουλίου, έχει εξορίσει τη στοιχειώδη ελευθερία του Λόγου, που μόνο αυτή/αυτός μπορεί να ξεθεμελιώσει την πρωτοκαθεδρία της βαρβαρότητας.