Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Ηράκλειτος: αναζητώντας τον εαυτό μας



 

Ηράκλειτος ο Εφέσιος

540 ‒ ⁓480 π.Χ.

 

Η διαλεκτική της ζήτησης και της εύρεσης του εαυτού μας


[Ερμηνεία και κατανόηση του απ. Β 101]

 

διζησμην μεωυτν

[=αναζήτησα τον εαυτό μου]

      §1. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει, αυτός απάντησε: «Ζήτησα να βρω τον εαυτό μου». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να  ερευνούμε τον εαυτό μας; Κάτι παρόμοιο δείχνει να μας λέει και το Δελφικό ρητό: γνώθι σαυτόν. Ωστόσο ο Ηράκλειτος θέλει να μας πει κάτι βαθύετρο, που υπερβαίνει την ηθική και θρησκευτική διόραση του Δελφικού ρητού. Πριν απ’ όλα συνυφαίνεται με τον λόγο του στοχαστή και δεν είναι κάποια μαντική ή αποφθεγματική ρήση ενός θεού. Τούτο υποδηλώνει πιο συγκεκριμένα ότι ο φιλόσοφος δεν αναζητεί μια οποιαδήποτε εξωτερική γνώση που του διαφεύγει, διότι έχει ήδη φτάσει στη Γνώση ως τέτοια, αλλά εκείνη την κατανοητική σκέψη, που αναδύεται από αυτή τη Γνώση, ήτοι την εκδίπλωση αυτής της Γνώσης ως μια διαδικασία ή διεργασία σύλληψης του Εαυτού του ανθρώπου με τη σκέψη.

      §2. Τούτη η διεργασία αποτελεί έργο του ίδιου του ανθρώπου ως αναζητητή της αλήθειας. Και ένας τέτοιος αναζητητής είναι πρωτίστως ο ίδιος ο φιλόσοφος, που βρίσκεται μέσα στη Γνώση. Ακριβώς επειδή βρίσκεται εντός της σφαίρας της Γνώσης και πραγματώνει την κατανοητική σκέψη έμπρακτα, δηλ. με τη στάση της ζωής του, μπορεί να στρέφει την έρευνά του στην ουσία του εαυτού του ως συνυφασμένου με την ουσία του ανθρώπου. Τη στρέφει, με άλλα λόγια, στο ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος ως Εαυτός; Και με βάση τη γνωσιακή διείσδυση σ’ αυτή την ουσία υπάρχει ως ο ενεργός Εαυτός της σκέψης και του Λόγου. Μια τέτοια αναζήτηση δεν είναι μιας ορισμένης ισχύος και διάρκειας. Αν ίσχυε τούτο, τότε ο άνθρωπος θα ήταν καταδικασμένος να πνίγεται μέσα στην αγνωσία, να ακινητοποιείται, να απονεκρώνεται ως ψυχή και πνεύμα και τελικά να αυτοκαταστρέφεται. Η εν λόγω αναζήτηση είναι συνεχής και σχετίζεται θεμελιακά με τη συνέχεια του κόσμου εν γίγνεσθαι.

      §3. Από τις απαρχές ακόμη του φιλοσοφικού στοχασμού της ελληνικής αρχαιότητας μέχρι τις μεγάλες στιγμές της αττικής φιλοσοφίας και από εκεί ως τους καιρούς μας η έρευνα του Εαυτού και η Γνώση του προβάλλεται ως η θεραπεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το «ερεύνησα τον εαυτό μου» ο φιλόσοφος το κατανοεί ως μια στροφή προς τα ένδον για να σκεφτεί τον μετασχηματισμό της ουσίας του Εαυτού. Μέσα από τη στροφή αυτή μπορεί κανείς να διανοίγεται στο Καθολικό και να μην χάνεται μέσα στο Ιδιωτικό. Τούτη η στροφή ωστόσο δεν γίνεται ερήμην του εξωτερικού κόσμου ή και ενάντια σ’ αυτόν. Ο φιλόσοφος είναι φιλόσοφος και όχι ένα καθεύδον άτομο του σωρού, γιατί ψάχνει να βρει τον δρόμο προς τον εαυτό του εντός του συμπαντικού γίγνεσθαι και να διανύσει αντίστοιχα αυτόν τον δρόμο ως εκείνον που ιδιάζει στην ουσία του ανθρώπου και με τον οποίο γι’ αυτό το λόγο πρέπει να εξοικειώνονται και οι άλλοι.           

     §4. Αν η διαδρομή της αναζήτησης, της έρευνας του Εαυτού  μας παραπέμπει στη μέθοδο, με την οποία εργάζεται η σκέψη, ο απώτερος σκοπός αυτής της διαδρομής δεν είναι διόλου η διά-και-ανά-γνωση του ψυχισμού του ατόμου, της ατομικότητάς του στην αποκοπή της ή την απομόνωσή της από τον υπόλοιπο κόσμο. Απεναντίας αποβλέπει στη Γνώση του ανθρώπινου Είναι, που διατελεί σε μια αδιάκοπη αλλαγή. Επομένως, ο φιλόσοφος θέλει να πετύχει την ανθρώπινη αλλαγή και προς τούτο βλέπει μία μόνο δυνατότητα: την απαλλαγή του λογισμού από τη δολιότητα και τη στεγνότητα του υπολογισμού. Με σημερινούς όρους, η δολιότητα αυτή συναντάται στην υπολογιστική σκέψη ατόμων, ομάδων ή θεσμισμένων συνόλων που θεωρητικά επαγγέλλονται τη μετ-ουσίωση του ανθρώπου ως ενδοκοσμικού όντος, αλλά στην πράξη ορέγονται την εδραίωση της δικής τους εξ-ουσίας [=απάνθρωπης «ουσίας»]: η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα.

   §5. Σε αντίθεση με αυτές τις φενακισμένες συνειδήσεις, ο Ηράκλειτος με το ερεύνησα τον εαυτό μου μας παρωθεί ή καλύτερα μας υποκινεί να ερευνάμε μέσα μας τη γνώση και το μέτρο. Ενόσω παρακολουθούμε και ακολουθούμε αυτόν τον «υποκινητή», μπορούμε να διεκδικούμε μορφές ζωής, που δεν θα παραπαίουν στα μετανεωτερικά απόβλητα αλλά πίσω από την απατηλή σχέση του Ηθικού και του Πολιτικού θα αναζητούν τις αρχές  μιας αυθεντικής σχέσης ήθους και πολιτικής. Ο Ηράκλειτος τις απεικονίζει ως εξής:

·         Προσωποποίηση του ήθους: ο άνθρωπος, ως εμ-πρόσωπο και αυτο-διερευνώμενο ον, φέρει ο ίδιος την ευθύνη των επιλογών του μέσα στον περίκοσμο της μαζικής συμπεριφοράς.

·     Εναρμόνιση ήθους και «ξυνού λόγου»: Ανάλογα με την ενόραση και μετοχή στον «ξυνόν λόγον», ο άνθρωπος αποκτά γνώση του κόσμου και του τρόπου λειτουργίας του τελευταίου. Αυτή η γνώση του επιτρέπει να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, τη δημόσια-πολιτική του στάση, την ευτυχία ή τη δυστυχία του.

·   Ο «ξυνός  λόγος [=κοινός λόγος]» ως μέτρο της Ηθικής και της Πολιτικής: όσα συνυφαίνονται με την θεωρία και την πράξη του ανθρώπου –κοινωνική τάξη, νόμοι της πολιτείας, κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά κ.λπ.– τελούν σε ομο-λογία με τα περιεχόμενα του Λόγου.

·      Ελευθερία της βούλησης και αυτονομία σκέψης: ηθικό χρέος και ανώτερη-ανεξάρτητη σκέψη  διέπουν την περι-ουσία των αρίστων σε σοφία και αρετή.

·          Η περι-ουσία των αρίστων ως οντολογική προσήλωση στο ποιόν: καταδίκη της υπεροψίας, γνώση και διάγνωση των ορίων του ανθρώπου, πνευματική εγρήγορση και κριτική σκέψη, δικαιοσύνη και ευαισθησία στη χρήση ή κατανομή του πλούτου, ισοπολιτεία και δυναμική συνύπαρξη των εναντίων, υπεύθυνος χειρισμός των δημοσίων πραγμάτων, καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και της αμάθειας του πλήθους, προσανατολισμός του στο ορθό και αληθινό, υπεράσπιση των νόμων της πόλεως. 

·        Η πολιτική ζωή ως χειραφέτηση: η ένταξη του ανθρώπου σε μια ζωή της δυνατότητας και της δύναμης.

·    Ζωή της δυνατότητας ως το αείζωον πυρ που καθιστά τη σκέψη πύρινη· και ζωή της δύναμης ως μεταστοιχείωση της σκέψης σε κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου.