Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Hegel: Διαλεκτική Διαμεσολάβησης και Αμεσότητας


Η έννοια της Διαμεσολάβησης

 

1. Η διαμεσολάβηση συνυφαίνεται με το όλο της εγελιανής φιλοσοφίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η εν λόγω φιλοσοφία να μην είναι τίποτε άλλο παρά φιλοσοφία της ολικής, της απόλυτης διαμεσολάβησης. Εκεί όπου είναι παρούσα η διαμεσολάβηση είναι παρούσα και η αμεσότητα:

 

«Η αντίθεση ανάμεσα σε μια αυθύπαρκτη αμεσότητα του περιεχομένου ή της Γνώσης και σε μια απεναντίας εξίσου αυθύπαρκτη διαμεσολάβηση, η οποία είναι δήθεν ασυμβίβαστη με την αμεσότητα, πρέπει κατ’ αρχήν να τεθεί κατά μέρος, επειδή είναι μια απλή προϋπόθεση και μια αυθαίρετη διαβεβαίωση»[1] .

 

Ο εγελιανός λόγος, κατά ταύτα, διαμεσολαβεί την ίδια τη διαμεσολάβηση με το άμεσο, καθώς συνδυάζει το διαφοροποιητικό έργο της νόησης με την αμεσότητα της εποπτείας και της ενόρασης. Είναι ολική, απόλυτη, επομένως, καθώς είναι ευθέως ανάλογη με μια διεργασία συμφιλίωσης των πιο διαφορετικών όρων: του ίδιου του εαυτού της, της διαμεσολάβησης, και του Άλλου της, της αμεσότητας. Η αλήθεια της είναι η ίδια η διεργασία του διαλεκτικού Λόγου, που την κάνει να έρχεται στο Είναι και να εκτυλίσσεται ενοποιητικά, συμφιλιωτικά: ο Χέγκελ απορρίπτει, από τη μια πλευρά, τη μονομερή κατάφαση της διαμεσολάβησης ως μιας καθαρής ενέργειας, που δεν θα επέστρεφε αφ’ εαυτής σε ένα Είναι, σε μια αποδεδειγμένη αμεσότητα, καθώς μια διαμεσολάβηση μόνο με τον εαυτό είναι μια διαμεσολάβηση που δεν είναι, άρα είναι κάτι το κατ’ αίσθηση και όχι κατά Λόγο άμεσο. Από την άλλη πλευρά απορρίπτει την μονομερή κατάφαση του άμεσου, που ενορατικά αυτοπροσδιορίζεται, επιστρέφει στην ταυτότητά του, χωρίς τη διαφοροποιητική εργασία της διάνοιας.

2. Ο Χέγκελ ξαναπαίρνει από τον Καντ τη δυαδικότητα της διάνοιας (Verstand) και του Λόγου (vernunft), αλλά αντιστρέφει το νόημά τους. Στον Καντ, η διάνοια και η αισθητότητα αποτελούν τη μοναδική ικανότητα γνώσης, ενώ ο Λόγος, στη βούλησή του για μεταφυσική Γνώση, καταλήγει στην ψευδαίσθηση· στον Χέγκελ, απεναντίας, η διάνοια, που μπορεί να διακρίνεται για μονομερείς απόψεις[2], καθώς βασίζεται σε άκαμπτες και οριστικές κατηγορίες, υπερβαίνεται από τον Λόγο, που μόνο αυτός συλλαμβάνει την ολότητα μέσα από την παρακολούθηση της εσωτερικής ανάπτυξης των διαφορετικών πτυχών:

 

«Υπό την έννοια του Διαλεκτικού Λόγου ο Χέγκελ καταλαβαίνει την ικανότητα και τη δυνατότητα της σκέψης να συλλαμβάνει υπό τη μορφή εννοιολογικής ενότητας έναν δεσμό, μια συνάφεια διαφορετικών στοιχείων, πτυχών, στιγμών, εννοιών διαμεσολαβημένων μεταξύ τους αλλά και με το Όλο στη βάση του ποιοτικού τους προσδιορισμού»[3].

 

Δυνάμει αυτής της εργασίας του Λόγου δεν υπάρχει άμεσο, που να μην είναι διαμεσολαβημένο. Το άμεσο στον απόλυτο χαρακτήρα του είναι το «καθαρό Είναι, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό»[4] . Καθαρό Είναι σημαίνει πως το Είναι δεν έχει κανέναν άλλο προσδιορισμό, που να το διαφοροποιεί εντός και εκτός εαυτού, πέραν της αμεσότητάς του. Στη συνάφεια τούτη, Είναι και καθαρό Είναι, υποδηλώνουν την έννοια, την αφηρημένη, κενή από κάθε περιεχόμενο αυτο-έννοια, της οποίας όλοι οι προσδιορισμοί έχουν την χαρακτήρα της αμεσότητας. Σε τούτο το αρχικό στάδιο, στο ξεκίνημα, η έννοια είναι καθεαυτήν, που μέσα από την αυτο-διαμεσολάβησή της, από την αυτο-διαφοροποιούμενη ανάπτυξη της, γίνεται διεαυτήν, κάτι όπως συμβαίνει με την αυτο-διαφοροποιούμενη ανάπτυξη του ανθρώπου:

 

«Το παιδί είναι ήδη έλλογο, αλλά ο Λόγος σ’ αυτό είναι ακόμη καθεαυτόν, ενώ στον άνθρωπο/άνδρα είναι τεθειμένος ο Λόγος»[5].  

 

3. Στην περίπτωση του ανθρώπου, κατά το ως άνω απόσπασμα, αυτός δείχνει να έχει δυο φύσεις, όπως μας λέει ο Χέγκελ σε άλλο κείμενό του: η μια είναι η υλική, η βιολογική, και η άλλη η πνευματική.  Έτσι καθίσταται δυνατό, στη σφαίρα της διαμεσολάβησης να ανήκει και η αναφορά σε ένα Άλλο Είναι:

 

«η διαμεσολάβηση συνίσταται στο να αφήνουμε έναν πρώτο όρο να περνάει σε έναν δεύτερο»[6].

 

Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια ανάπτυξη ως διεργασία αυτο-διαμεσολάβησης, η οποία προχωρεί, όλο και πιο συγκεκριμένα, στην αυτοσυμφιλύωση. Έτσι στο επίπεδο της κατά Λόγο ανάπτυξης της έννοιας η εφαρμογή αυτής της Λογικής πορείας έχει ως εξής: στη σφαίρα της διδασκαλίας του Είναι, το Είναι μπορεί να υφίσταται μόνο ως γίγνεσθαι, το οποίο είναι το τεθειμένο-Είναι αυτού που κάνει το Είναι, δηλ. την έννοια καθεαυτήν, να είναι συγκεκριμένο /η και αληθινό/ή. Οι διάφορες φάσεις αυτού του γίγνεσθαι είναι εξωτερικές και μάλιστα εξωτερικές οι μεν προς τις δε· π.χ. ποσότητα, ποιότητα, μέγεθος κ.λπ. Στη σφαίρα της ουσίας είναι η ανασκόπηση (Reflexion) που κάνει τις διάφορες φάσεις της να εμφανίζονται η μια μέσα στην άλλη. Στη σφαίρα της έννοιας,  αλληλοτίθενται μέχρι την αυτο-δημιουργία της συνεκτικής τους ολότητας.  Εδώ η Ιδέα έχει φτάσει στην πλήρη διαμεσολάβηση με τον εαυτό της και έχει γίνει διαμεσολαβημένη αμεσότητα, τουτέστι ολοκληρώνεται με το να έχει άμεση παρουσία στον εαυτό της. Παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως άμεσο, εμφανίζεται να είναι δημιουργός του Είναι της  φύσης. Τούτο το Είναι διαμεσολαβείται με τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στο πνεύμα και πέραν οποιασδήποτε εξωτερικής αμοιβαιότητας, μη συμφιλίωσης. Τούτο το πνεύμα είναι εκείνο που διαμεσολαβείται πλήρως με τον εαυτό του μέσα στην απόλυτη Γνώση. Αυτή την πορεία αυτοπραγμάτωσης του πνεύματος ο Χέγκελ μας την παρουσιάζει στη Φαινομενολογία του πνεύματος.

4. Ο φιλόσοφος ασκεί κριτική σε εκείνη τη διαμεσολάβηση που αφηρημένα παγιώνεται στον εαυτό της, έξω από την περιοχή του άμεσου. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για την κριτική του Χέγκελ στην άπειρη πρόοδο, στο κίβδηλο άπειρο της διάνοιας, η οποία θέλει πάντοτε να προχωρεί πέρα από τον εαυτό της και τους περιορισμένους καθορισμούς της. Η διαμεσολάβηση, κατά ταύτα, προσδιορίζεται πάντοτε σε σχέση με το άμεσο και πιο συγκεκριμένα ο μεν πρώτος όρος ενσαρκώνει την κίνηση, ενώ ο δεύτερος την ακινησία: ο πρώτος αναζωογονεί και δίνει ορμή και ζωή στον δεύτερο, για να τον συλλέξει στο Είναι και συγχρόνως ο πρώτος όρος να επιβεβαιώνει τον εαυτό του εδώ μέσα. Από την άλλη πλευρά ασκεί κριτική σε εκείνη την άμεση γνώση, Jacobi κ.λπ., που στοχεύει σε μια ταυτολογική διαφορά, κατά την οποία το περιεχόμενο αυτοδιαμεσολαβείται ερήμην της μορφής του. Το περιεχόμενο έτσι δεν μπορεί να παρουσιάζεται στο πνεύμα υπό μια ακατέργαστη, ανεπεξέργαστη παρουσία, καθώς το ίδιο είναι δραστηριότητα του εαυτού, απόλυτη δραστηριότητα. Τούτο σημαίνει ότι κάθε περιεχόμενο είναι εκείνο του πνεύματος, το οποίο (πνεύμα) συνιστά διαμεσολάβηση με τον εαυτό [του], είναι δηλαδή απόλυτη διαμεσολάβηση. Όταν λοιπόν το πνεύμα, με την ολοκλήρωση της Φαινομενο-Λογικής του πορείας, καταλήγει να γίνεται άμεση Γνώση ή να επιστρέφει σε τούτη ως απόλυτη Γνώση δεν σημαίνει ότι έχει αποποιηθεί τη διαμεσολάβησή του από τον πνευματικό πολιτισμό και έχει επιστρέψει στη φυσική του αθωότητα, αλλά πως επιστρέφει στην αρχή ενός πολιτισμού, πως εγκαινιάζει έναν πνευματικό πολιτισμό, που μπορεί να αποκατασταθεί μέσα από την κατανόηση και καθίδρυση όλου εκείνου του πλούτου της φύσης, που έχει διασώσει το πνεύμα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια νέα αρχή, που μπορεί να λαμβάνεται ως διαμεσολαβημένη αμεσότητα σε σχέση με την αναδειχθείσα συνάφεια, αλλά δεν παύει συνάμα να είναι και διαμεσολαβητική, ήτοι η απόλυτη υποκειμενικότητα, που αυτοδιαφοροποιείται εσωτερικά για να αποβεί στο τέλος αυτο-αναφορά.

 

 



[1] W8, σ. 167.

[2] Δημ. Τζωρτζόπουλος: Hegel-η Διαλεκτική του Συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση, Αθήνα 2019, σ. 261.

[3] Ό.π.

[4][4] Επιστήη της Λογικής-Διδασκαλία περί του Είναι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Νόηση Αθήνα, σ.141.

[5] Vorlesungen über die Logik, σ.89.

[6] W8, σ. 183.