Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

M. Heidegger: Είναι και Χρόνος (12)


 

Κεφάλαιο Τρίτο

Η κοσμικότητα του κόσμου

 

§ 14

Η ιδέα της κοσμικότητας του κόσμου εν γένει

 

1. Στο τρίτο κεφάλαιο ο Χάιντεγκερ θα αναλύσει το πρώτο δομικό στοιχείο της θεμελιώδους σύστασης του Dasein, δηλαδή το εντός-του-κόσμου-Είναι. Αυτό το πρώτο στοιχείο έχει να κάνει με τον κόσμο και την κοσμικότητα. Η τελευταία είναι ίδιον και συστατικό χαρακτηριστικό του κόσμου. Είναι αυτή που κάνει τον κόσμο να είναι κόσμος.  Η παράγραφος 14 έχει ως θέμα την εξήγηση αυτού που είναι ο κόσμος. Και αυτό που είναι ο κόσμος, ο Heidegger το ονομάζει κοσμικότητα. Έτσι αυτό που ερευνάται εδώ είναι ένα από τα στοιχεία του εντός- του-κόσμου-Είναι, δηλ. εκείνο, που ονομάζεται κόσμος. Ο κόσμος λοιπόν δεν είναι ένα γενικής φύσης αντικείμενο, αλλά στοιχείο [ή στιγμή] του ίδιου του Dasein. Το να διερωτόμαστε για την κοσμικότητα του κόσμου είναι το ίδιο με το να διερωτόμαστε για τη λειτουργία που έχει ο κόσμος μέσα στο εντός-του-κόσμου-Είναι. Το πρώτο που μας συμβαίνει τώρα είναι να περιγράψουμε τον κόσμο ως φαινόμενο, κάτι που δεν είναι εύκολο. Διότι πάντοτε συναντάμε μόνο ενδοκοσμικά φαινόμενα, χωρίς να συναντάμε τον κόσμο ως όλο. Εάν επιχειρήσουμε να συναθροίσουμε όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, π.χ. σπίτια δέντρα βουνά, κλπ., δεν θα φτάσουμε ποτέ να έχουμε ενώπιόν μας την ολότητα του φαινομένου: κόσμος.

2. Το ερώτημα τώρα είναι: ο κόσμος είναι γενικώς ένα φαινόμενο; Στη συνάφεια τούτη, προτάσσεται συνήθως μια πρόχειρη διάκριση ανάμεσα  στη σφαίρα της φύσης και τη σφαίρα του πνεύματος. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνονται αντίστοιχες απόψεις ότι η σφαίρα του πνεύματος ανάγει τις ιδρυτικές της ρίζες στη σφαίρα της φύσης, ότι κατόπιν τούτου κάθε κατάσταση πραγμάτων μπορεί να έρθει στον Λόγο μόνο με μια φυσιοκρατική γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος ανάγεται ή υποβιβάζεται σε φύση, έτσι ώστε μεταξύ κόσμου και φύσης να μην εμφιλοχωρεί καμιά διαφορά. Ο Heidegger θέτει υπό αμφισβήτηση μια τέτοια αντίληψη, καθώς εδώ δεν ενδιαφέρεται να αναζητήσει έναν διαφορετικό τρόπο του Είναι της φύσης και του κόσμου, αλλά να προχωρήσει στη φαινομενολογική έρευνα αυτού τούτου του Είναι· και για μια τέτοια έρευνα, το φαινόμενο λογίζεται ως η φανέρωση του Είναι και της δομής του. Κατά την φαινομενολογική ανάλυση του κόσμου, ο φιλόσοφος επιχειρεί να περιγράψει τα όντα με τον τρόπο που αυτά είναι [=υπάρχουν]  και όχι ως φαινόμενα ενός άλλου όντος. Το ζητούμενο, επομένως, παραμένει: πώς πρέπει να περιγράψουμε φαινομενολογικά  τον κόσμο ως ένα όλο; 

3. Πρωτίστως: φαινομενολογικά σημαίνει μια οντολογική περιγραφή των εντός του κόσμου παρευρισκομένων όντων, υπό την έννοια ότι το Είναι των όντων του κόσμου και η δομή αυτού του Είναι τους αφήνονται να φανερωθούν αφ’ εαυτών. Επομένως, μια τέτοια οντολογική περιγραφή δεν απαντά στον κόσμο ως τέτοιον, ως ένας ξένος παράγοντας· απεναντίας διαιρεί τον κόσμο σε κατηγορίες αυτού που υπάρχει. Έτσι μπορεί μια οντολογική περιγραφή να είναι ενδεής, να στερείται τις αναγκαίες προϋποθέσεις, να είναι κακή, να είναι μονοσήμαντη, όταν ισχυρίζεται ότι όλα είναι αποκλειστικά πνεύμα ή αποκλειστικά φύση. Μια άλλη μπορεί να διακρίνεται για αφθονία, για πεπληρωμένες προϋποθέσεις, για ευστοχία, για αποτελεσματικότητα, για ευρύτητα, όταν κατορθώνει να διακρίνει διάφορους τρόπους του Είναι, με βάση οντολογικές σφαίρες, και να τους αποτιμά αναλόγως, π.χ. έναν που ιδιάζει στο πνεύμα ή στη φύση και στις διάφορες υποδιαιρέσεις τους. Όσον αφορά τώρα την οντολογική ερμηνεία του κόσμου, που μας προσφέρει ο Heidegger,  τη θεμελιώδη  οντολογία του, έχει χαρακτήρα γενεαλογικό· δηλαδή διερευνά τη γενεαλογία των διαφόρων τρόπων του Είναι, υπό την έννοια ότι δεν ενδιαφέρεται να περιγράψει αυτό που υπάρχει εν όλω και τον τρόπο, με τον οποίο υπάρχει, αλλά την καταγωγική του σχέση.

4.  Μια τέτοια γενεαλογική προσέγγιση, πιο ειδικά, επιχειρεί να απαντήσει στο πόθεν προέρχεται ότι κάτι είναι αυτό και όχι άλλο και ποια ενδοσυνάφεια διέπει τις διάφορες σφαίρες του Είναι. Έτσι  καθίσταται δυνατή εκείνη η ερωτηματοθεσία, που αφήνει πίσω της την επιμέρους ερωτηματοθεσία των χωριστών βαθμίδων και υπό μια, κατά κάποιο τρόπο μεταβαθμιδωτή μορφή, μας επιτρέπει να ρωτάμε οντολογικά: τι αποτελεί τον κόσμο αυτόν καθεαυτόν, με ποιο τρόπο μας δίνεται στην ολότητά του ή ως όλο εν γένει. Η έννοια κόσμος είναι πολυσήμαντη, γι’ αυτό και ο Heidegger συνοψίζει ως ακολούθως αυτό που μπορεί να ονομάζεται κόσμος:

 

α) «Ο κόσμος χρησιμοποιείται ως οντική έννοια και σημαίνει την ολότητα των όντων, που μπορούν να παρευρίσκονται εντός του κόσμου»[1].

 

Ο κόσμος δηλαδή είναι κάτι ως περιέκτης, ως το περιέχον, και ως τέτοιος είναι μια καθαρή παράσταση και κανένα φαινόμενο.  

 

β) «Ο κόσμος λειτουργεί ως οντολογικός όρος και σημαίνει το Είναι των όντων που αναφέραμε στο α). Και μάλιστα “κόσμος” μπορεί να αποτελέσει τον τίτλο της περιοχής, που περικλείει μια πολλαπλότητα όντων· π.χ. όταν ο λόγος είναι για τον “κόσμο”, τότε κόσμος σημαίνει την περιοχή  των την περιοχή  των δυνατών/πιθανών αντικειμένων των μαθηματικών»[2].

 

Αυτοί οι κόσμοι δεν παριστάνονται αντικειμενικά, όπως στο α), αλλά συγχρόνως  δεν αποτελούν κανένα φαινόμενο· δεν ανήκουν στον κόσμο των φαινομένων.

 

γ) «Ο κόσμος μπορεί, για μια ακόμη φορά, να νοηθεί με ένα οντικό νόημα, αλλά τώρα όχι ως το ον, που ουσιαστικά δεν είναι το Dasein και αυτό που μπορεί να συναντηθεί ενδόκοσμα, παρά ως εκείνο, μέσα στο οποίο “ζει” ένα γεγονικό Dasein ως τέτοιο. Ο κόσμος εδώ έχει μια προοντολογικά υπαρξιακή σημασία. Και εδώ πάλι υπάρχουν διάφορες δυνατότητες: ο κόσμος σημαίνει τον “δημόσιο” κόσμο του εμείς ή τον “ίδιον” και άμεσο (οικιακό) περίκοσμο»[3] .

 

Ο κόσμος, «μέσα στο οποίο “ζει” ένα γεγονικό Dasein ως τέτοιο», νοείται ως τέτοιος που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη και καθορισμένη εκάστοτε κατηγορία γεγονικού Dasein. Π.χ. «ο κόσμος της μουσικής», «ο κόσμος της πολιτικής», «αυτός ζει στον κόσμο του» κ.λπ. Και τούτοι οι κόσμοι δεν μπορούν να είναι φαινόμενα, γιατί δεν τους συναντούμε τους ίδιους.

 

δ) «Ο κόσμος δηλώνει τελικά την οντολογικο-υπαρκτική έννοια της κοσμικότητας. Η ίδια η κοσμικότητα μπορεί να έχει ως μορφές της ποικίλα δομικά σύνολα ιδιαίτερων/επί μέρους “κόσμων” , καθένας όμως από τους οποίους περικλείει το a priori της κοσμικότητας εν γένει»[4].

 

Η πεμπτουσία: ο κόσμος είναι ως κοσμικότητα· μια σημασία, η οποία παριστάνει την αυθεντική γραμμή, το κύριο σημείο της διαφοροποίησης των ποικίλων κόσμων. Κοινό τους χαρακτηριστικό, που κάνει τον καθένα να είναι κόσμος, έστω διαφοροποιημένος, είναι η κοσμικότητα.

5. Αυτή η τελευταία καθιστά το Dasein μας κοσμικό. Τούτο είναι κοσμικό και όχι τα πράγματα του κόσμου, ήτοι αυτό που είναι ενδόκοσμο, που ανήκει στον κόσμο. Η κοσμικότητα είναι εκεί που υπάρχει το Dasein, η ύπαρξή μας. Χωρίς την ύπαρξη δεν υπάρχει κοσμικότητα, όπως και χωρίς κοσμικότητα δεν υπάρχει καμιά ύπαρξη. Στην παραδοσιακή οντολογία η κοσμικότητα παραβλέπεται και το Dasein εν-τοπίζεται εντός του κόσμου ως ένα ον, ας πούμε ως υποκείμενο, ή ακόμη υποβιβάζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην θεωρείται ως χαρακτηριστική περιοχή του Είναι. Όσο υποχωρεί ο κοσμικός ρόλος του Dasein, τόσο ο κόσμος ερμηνεύεται σύμφωνα με το Είναι των ενδόκοσμων όντων, σύμφωνα με τη  φύση, η οποία συγκαλύπτει την έννοια του κόσμου. Εκκινώντας κανείς από την έννοια της φύσης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο της κοσμικότητας. Απεναντίας η οντολογική σύλληψη της φύσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με βάση την έννοια του κόσμου, ήτοι με βάση την Αναλυτική του Dasein. Χωρίς τούτη την Αναλυτική, το φαινόμενο της κοσμικότητας δεν μπορεί να κατανοηθεί και εν τέλει παραβλέπεται.

 

 

 

 



[1] GA2, 87.

[2] Ό.π.

[3] Ό.π.

[4] Ό.π.