Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Πλάτων-Heidegger: Τι είναι αθεϊσμός;

 

ΠΛΑΤΩΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ

 

Φιλοσοφία και Αθεϊσμός

 

§1

Προκαταρκτικά

 

Κυριολεκτικά, ο όρος άθεος σημαίνει χωρίς θεό. Για να κατανοήσουμε τις διάφορες χρήσεις του στην πορεία της ιστορίας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα ρήμα, που να αποδίδει ακριβώς, άμεσα και μονολεκτικά αυτό τον αρνητικό όρο. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπορεί να υπονοηθούν πολλά. Κάποιος μπαίνει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει το ρήμα πιστεύω: άθεος είναι αυτός που δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεού ή θεών, αλλά μιλάει επίσης για αθεϊστική θεωρία ή διδασκαλία, που υποδηλώνει το ρήμα αρνούμαι: μια θεωρία είναι αθεϊστική, όταν αρνείται την ύπαρξη του θεού. Άλλες φορές, άθεος είναι αυτός που αρνείται να σεβαστεί τους θεούς και να εκφράσει την αφοσίωσή του σ’ αυτούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα χρειαστεί να υπονοούμε ένα παθητικό ρήμα, ο άθεος είναι τότε ένα ον εγκαταλελειμμένο από τον θεό, ένα καταραμένο άτομο ή ακόμη και αντίπαλος της θρησκείας, ένας αντιθεϊστής. Το επίθετο άθεος, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ισχύει για καθετί που στερείται θεού, αποκλείεται από το ίδιο εκείνο το στοιχείο, που ιδρύει τη θρησκευτική κοινότητα. Από το ανάλογο πλαίσιο εξαρτάται αν η αρνητική προφορά έχει μια διανοητική έννοια της δυσπιστίας ή μια κοινωνική έννοια του αποκλεισμού.

 

§2

Πλάτων

Η αντιμετώπιση του αθεϊσμού σε δυο διαφορετικά πλαίσια:

 

Ι. Πρώτον, στην Απολογία του Σωκράτη (26 b-e), ο Σωκράτης κατηγορείται ως άθεος, χωρίς να είναι πραγματικά άθεος. Γι' αυτό, ο Πλάτων διακρίνει τον σχετικό άθεο, που δέχεται τη μια και όχι την άλλη θεότητα, και τον απόλυτο άθεο (παράπαν θεος), που δεν πιστεύει στην ύπαρξη κανενός θεού. Η φιλοσοφική έννοια της πίστης χρησιμεύει για να τονίσει τη διανοητική σημασία του αθεϊσμού. Η έννοια του θείου δεν προκύπτει από τους θεούς, αλλά αντίστροφα: οι τελευταίοι δεν είναι χωρίς όρους θείοι, αλλά γίνονται θείοι, όταν πρώτα φτάσουν συντεταγμένα με την πομπή τους στον υπερουράνιο τόπο, στο νοητό τόπο των Ιδεών. Γι’ αυτόν τον τόπο μας μιλάει ο Πλάτων στον Φαίδρο (247c3 κ.εξ.):

 

 «Τον υπερουράνιο τόπο ούτε κανείς από τους ποιητές μας εδώ κάτω τον ύμνησε ως τώρα ούτε ποτέ θα τον υμνήσει επάξια. […]. Σε τούτο τον τόπο ενδημεί η ουσία που αληθινά υπάρχει, χωρίς χρώμα και σχήμα ή μορφή και χωρίς να μπορεί να την αγγίξει κανείς· ο νους μόνο, ο κυβερνήτης της ψυχής μπορεί να τη δει· και η τάξη της αληθινής γνώσης σχετίζεται με αυτή (την ουσία)».

 

Η περιοχή τούτη των Ιδεών είναι ο τόπος, όπου οι θεοί και οι ψυχές των ανθρώπων μπορούν να δουν την αληθινή ουσία, το αληθινό ον, τη γνώση, την ομορφιά και τη δικαιοσύνη. Οι θεοί λοιπόν γίνονται θείοι, όταν έρχονται σε επαφή με αυτά τα πράγματα. Ωστόσο δεν μπορούν να προσδιορίσουν ή να καθορίσουν ακριβώς το θείο. Το θείο είναι χαρακτηριστικό της Ιδέας όπως και το αθάνατο, και διέπεται από την αναγκαιότητα της διαλεκτικής, στην οποία υπάγονται και οι θεοί, όπως και καθετί άλλο που ανήκει στην περιοχή του γίγνεσθαι. Θείοι, κατ’ αυτό το πνεύμα, είναι μόνο οι φιλόσοφοι, χωρίς βέβαια να είναι θεοί (Σοφιστής 216b-c).

ΙΙ. Δεύτερον: στο δέκατο βιβλίο των Νόμων, στο μεγαλύτερο μέρος του, ο Πλάτων στρέφει το ενδιαφέρον του στην κοινωνική σημασία του αθεϊσμού. Σχολιάζει την έννοια των εγκλημάτων ασέβειας που εγγράφεται στο αθηναϊκό ποινικό δίκαιο:

 

«Σε όποιον προσβάλλει με λόγια και έργα τους θεούς, χρειάζεται να προτάξουμε μια συμβουλή σχετικά με την ποινή που πρέπει να του επιβάλλεται. Ο άνθρωπος που πιστεύει ότι υπάρχουν θεοί, με βάση τους νόμους, ποτέ δεν προβαίνει σε ασεβείς πράξεις με τη θέλησή του ούτε ξεστομίζει λόγια που αντιβαίνουν τον νόμο. Αν όμως συμβεί αυτό, θα υπάρχει μια από τις παρακάτω τρεις αιτίες: ή θα πιστεύει, όπως είπα, ότι δεν υπάρχουν θεοί ή ότι υπάρχουν χωρίς να νοιάζονται για το ανθρώπινο γένος ή τρίτον δελεάζονται και μεταπείθονται εύκολα με θυσίες και προσευχές» (Νόμοι, 885b).

 

 Εδώ συμβαίνει το παράδοξο, κατά τον Πλάτωνα, αυτοί οι άνθρωποι να χάνονται μέσα στις απολαύσεις, τη στιγμή μάλιστα που όλοι, Έλληνες και βάρβαροι, πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών. Κυρίως όμως φταίει η αμάθεια, που μεταδίδεται από υλιστικής υφής συγγράμματα και κατακυριεύει, πρωτίστως, τους νέους, που χωρίς να έχουν καθολική γνώση των πραγμάτων, δέχονται τη μη ύπαρξη των θεών, αντιπαραθέτοντας το είδος ή την ιδέα των θεών που τους επιβάλλει η φύση, η πρωτόγονη φυσική ζωή, με το είδος των θεών που υπαγορεύει ο νόμος· όσο όμως μεγαλώνουν, ωριμάζουν και μαθαίνουν, σχηματίζουν μια πιο ξεκάθαρη γνώμη για τόσο σοβαρά θέματα, ακούγοντας διάφορες γνώμες και προπάντων αυτά που λέει ο νομοθέτης.

ΙΙΙ. Αυτό λοιπόν που προτείνει ο Πλάτων στην αντιμετώπιση μιας τέτοιας ασέβειας ή αθεϊσμού είναι, από την πλευρά του νομοθέτη, να φροντίζει μεθοδικά για την εξημέρωση των ψυχών τους και όχι να τους απειλεί με τιμωρίες, με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, με θανάτους, φυλακίσεις και παρόμοια (ό.π., 890b-d). Απ’ αυτή την άποψη, ο φιλόσοφος επιχειρεί να δείξει, αφενός, ότι οι κυρώσεις πρέπει να είναι ανάλογες με το βαθμό υπαιτιότητας και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις του ποινικού δικαίου δικαιολογούνται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί ότι η ψυχή προϋπάρχει της φύσης, της ύλης και ότι επομένως είναι η σκέψη και ο νους, που νομοθετούν για την ύπαρξη της θεότητας και όχι η ύλη, δηλαδή οι πέτρες, η φωτιά κ.λπ. Σε ένα λοιπόν γενικό πλαίσιο, ο Πλάτων διακρίνει δυο είδη θεών: τους «κατά νόμον», και τους «κατά φύσιν». Αν ο Πλάτωνας μπορούσε να συλλάβει διανοητικά τον αθεϊσμό, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την Ιδέα. Ο θεός του Πλάτωνα, ο θεός των φιλοσόφων και των λογίων είναι ο απολύτως απλός που στο θρησκευτικό αίσθημα του κόσμου καταργεί κάθε χωρισμό. Αλλά οι σχέσεις των φιλοσόφων με τη θρησκεία θα είναι σχεδόν πάντα διφορούμενες.

§3

 

Χάιντεγκερ

 

Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ερμήνευαν τις παραδοσιακές πεποιθήσεις μέσω φυσικών ή ηθικών αλληγοριών. Ο Kant και ο Fichte θα ερμηνεύσουν τη θρησκευτική πίστη ως μια ηθική πίστη στην παγκόσμια κοινότητα των ελεύθερων όντων, έτσι ώστε η λέξη "θεός" να είναι λίγο περισσότερο από την αναπαράσταση αυτού του υπέρτατου Αγαθού που είναι ενυπάρχον στην πίστη. Εξ ου και η «διαμάχη για τον αθεϊσμό» την εποχή του Fichte. Όσο για τον Hegel, πέτυχε το μεγάλο κατόρθωμα να κάνει τη μυστικιστική άρνηση να μην ξεχωρίζει από την αθεϊστική άρνηση. Η διαλεκτική είναι ένας κύκλος που επιστρέφει αιώνια στην αφετηρία του.

IΓια τον Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία είναι α-θεϊσμός, στο μέτρο που δεν έχει καμιά σχέση με την πίστη και τη θρησκεία:

 

«Η φιλοσοφία στη ριζοσπαστική, αυτο-θεσμισμένη της αμφισβήτηση πρέπει, από άποψη αρχής, να είναι α-θεϊστική. Ακριβώς λόγω της θεμελιακής της τάσης δεν πρέπει να θεωρεί πως κατέχει και καθορίζει τον θεό. Όσο πιο ριζοσπαστική είναι, τόσο πιο καθορισμένα είναι σε ένα μονοπάτι μακριά από τον θεό, ήτοι ακριβώς στη ριζική πραγματοποίηση του «μακριά», έχει τη δική της δύσκολη εγγύτητα με τον θεό» (GA61,19798).

 

Αυτό δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, ότι ο αθεϊσμός μπορεί να αναχθεί σε μια απλή θεωρητική θέση που αρνείται την ύπαρξη του θεού, κάτι δηλαδή, που εξακολουθεί να είναι θεολογική θέση. Με τον αθεϊσμό ο Χάιντεγκερ προσδιορίζει πρώτα απ' όλα τη στάση που συνίσταται στο να είναι κανείς μακριά από κάθε θρησκευτικότητα, καθώς τούτη παραπέμπει στο γεγονός ότι η θρησκεία δημιουργεί δεσμούς και κάνει τους ανθρώπους να δένονται με τη θρησκεία όσο με τίποτε άλλο. Γι’ αυτό είναι υπό τη μορφή του αθεϊσμού, που η φιλοσοφία αποσπάται από αυτούς τους δεσμούς και επαναφέρει το Dasein, την ανθρώπινη ύπαρξη στην πραγματικότητα των γεγονότων.

II. Από οντολογικοϊστορική άποψη, ο αθεϊσμός είναι το πεπρωμένο της μεταφυσικής αλλά και του χριστιανισμού στη συνάντησή του με τη μεταφυσική. Η φράση του Νίτσε «Ο θεός είναι νεκρός», μακριά από το να εκφράζει έναν χυδαίο αθεϊσμό, σηματοδοτεί το σημείο ολοκλήρωσης της μεταφυσικής σε έναν μηδενισμό που είναι η αντιστροφή της πλατωνικής μεταφυσικής, καθιστώντας έτσι δυνατή την κατανόηση του χριστιανισμού ως πλατωνισμού για τον λαό. Ο Νίτσε, που αναγγέλλει τον θάνατο του θεού, λέει επίσης ότι ο θεός πέθανε από το ασφυκτικό περιβάλλον της θεολογίας.

ΙΙΙ. Κατ’ αυτή τη σχέση, η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από την απο-θεοποίηση ως μορφή αυτού που ο Χαίλντερλιν αποκαλεί «απόσυρση του θείου», του οποίου ο χριστιανισμός είναι η απόλυτη έκφραση. Όπως ο παγανισμός προϋποθέτει τη χριστιανική ερμηνεία, κάθε εκκοσμίκευση προϋποθέτει μια κληρικοποίηση, που η ίδια είναι το αποτέλεσμα ενός εξελληνισμού της Αποκάλυψης. Πιο αρχέγονο τότε από την αντίθεση θεϊσμού-αθεϊσμού είναι η οντοθεολογική συγκρότηση της μεταφυσικής. Σχολιάζει σχετικά ο Χάιντεγκερ:

 

«Ένα πέμπτο φαινόμενο της σύγχρονης εποχής είναι η απο-θεοποίηση. Αυτή η έκφραση δεν σημαίνει την απλή εξάλειψη των θεών, έναν χονδροειδή αθεϊσμό. Αποθεοποίηση είναι η διπλή διαδικασία, κατά την οποία αφενός η κοσμοεικόνα εκχριστιανίζεται, στο βαθμό που η παγκόσμια βάση θεωρείται ως το Άπειρο, το Ανυπόθετο, το Απόλυτο, και αφετέρου ο Χριστιανισμός μεθερμηνεύει τη χριστιανικότητά του ως μια κοσμοθεωρία (τη χριστιανική κοσμοθεωρία) και έτσι γίνεται σύγχρονος. Η αποθεοποίηση είναι η κατάσταση της αναποφασιστικότητας για τον θεό και τους θεούς. Ο Χριστιανισμός έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στις επιδόσεις του. Αλλά η αποθεοποίηση τόσο λίγο αποκλείει τη θρησκευτικότητα, ώστε μόνο μέσω αυτής η σχέση με τους θεούς μετατρέπεται σε θρησκευτικό βίωμα. Όταν έφτασε εκεί, οι θεοί τράπηκαν σε φυγή. Το κενό που προκύπτει αντικαθίσταται από την ιστορική και ψυχολογική εξερεύνηση του μύθου» (GA5, 76).