Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Nietzsche: "Να φιλοσοφούμε με το σφυρί"

 


Φρίντριχ Νίτσε

18441900

 

Λυκόφως των Ειδώλων:

Τι σημαίνει να φιλοσοφούμε με το σφυρί

 

§1

 Ο τελευταίος χρόνος της διαύγειας του Νίτσε, το 1888, ήταν μια περίοδος έντονης πνευματικής παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της κυοφορίας της υπόθεσης Βάγκνερ, που εμφανίστηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Νίτσε πολλαπλασίασε τις βασικές του προσπάθειες και τα σχεδιαγράμματά του για ένα σπουδαίο έργο συνθετικής παρουσίασης της φιλοσοφίας του με τον τίτλο: Η βούληση για δύναμη. Μια απόπειρα μεταστοιχείωσης όλων των αξιών. Αυτό το έργο δεν θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας (παρά τις μετέπειτα απάτες και τα ψέματα της αδερφής του). Το παράτησε στις αρχές Σεπτεμβρίου για να δημοσιεύσει τη φιλοσοφία του «in nuce  (=εν συντομία), πάρα πολλά σε έναν μικρό χώρο» (επιστολή προς τον Peter Gast, 14 Οκτωβρίου 1888) και χρησιμοποίησε «αποσπάσματα» από το υλικό που ήδη είχε επεξεργαστεί για αυτό το σπουδαίο έργο. Αυτό θα είναι το βιβλίο που την πρώτη φορά θα φέρει τον τίτλο Ένας ψυχολόγος σε ώρα αργίας, το οποίο θα ξανατιτλοδοτήσει στις 27 Σεπτεμβρίου με την ονομασία: Το Λυκόφως των Ειδώλων. Ένα άλλο μέρος αυτού χρησιμοποιείται για ένα έργο που προβλέπει υπό τον τίτλο Ανατροπή και επαναθεμελίωση όλων των αξιών, το πρώτο βιβλίο του οποίου θα ήταν ο Αντίχριστος. Όπως και τα άλλα έργα της ίδιας περιόδου, το Λυκόφως των Ειδώλων με τον δικό του τρόπο είναι μια ευσύνοπτη και τέλεια παρουσίαση της φιλοσοφίας του Νίτσε. Ανήκει στα πιο συναρπαστικά αλλά και εξόχως πολεμικά έργα της τελευταίας περιόδου της ζωής του. Είναι που με το έργο αυτό προσδιορίζει τον εαυτό του ως αυτόν που φιλοσοφεί με το σφυρί. Γι’ αυτό   προσθέτει διαζευκτικά στον προαναφερθέντα τίτλο και τον ως άνω υπότιτλο ως επεξηγηματικό μάλλον για την πεμπτουσία του εν λόγω έργου.

   §2

Το σφυρί, ως φιλοσοφικό σύμβολο, είναι το εργαλείο, με το οποίο ο Νίτσε εξετάζει όλα τα είδωλα των ανθρώπων, δηλ. εκείνη την φαντασιακή οντογένεση των ειδώλων, στην οποία πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν οι άνθρωποι:

 

«υπάρχουν πιο πολλά είδωλα παρά ρεαλιστικές πραγματικότητες στον κόσμο … Να θέτω εδώ ερωτήματα με το σφυρί  και να ακούω ως απάντηση ίσως εκείνον τον περίφημο υπόκωφο ήχο που βγαίνει μέσα από παραφουσκωμένα έντερα … δεν μπορεί παρά να ακουστεί δυνατά… Το μικρό αυτό γραφτό αποτελεί μια μεγάλη κήρυξη πολέμου· όσο δε για την ακρόαση, τώρα δεν εξετάζονται είδωλα της εποχής παρά αιώνια είδωλα, τα οποία εξετάζονται δια κρούσεως: με σφυρί, σαν με διαπασών, δεν υπάρχουν πιο παλιά, πιο πειστικά, πιο φουσκωμένα. Και πιο κούφια. Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να πιστεύουν σ’ αυτά με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Και μάλιστα –το σπουδαιότερο όλων δεν τα αποκαλούν είδωλα»[1].

 

Τα είδωλα είναι ψεύτικοι θεοί, ειδικά στο χριστιανικό λεξιλόγιο, που τους κατασκεύασαν οι άνθρωποι για να τους λατρεύουν. Στην πραγματικότητα αποτελούν μια προβολή του εαυτού τους και παραπέμπουν στην εικόνα των ονείρων τους, των επιθυμιών τους ή κάθε είδους ανεπάρκειάς τους· με μια λέξη ενσαρκώνουν την πλήρη αδυναμία των ανθρώπων. Με τα είδωλα ο φιλόσοφος θέλει να διακρίνει αυστηρά το βιβλικό (οι προφήτες) και ειδικά το ευαγγελικό μήνυμα (αντι-νομιμοποίηση του Ιησού) από τη δεισιδαιμονία και την απιστία, την αληθινή πίστη από τις ψευδαισθήσεις, είτε πρόκειται για τους ειδωλολάτρες, τους ασεβείς ή ακόμη και για τα λάθη και τις αμαρτίες των νομοταγών Φαρισαίων, που αγνοούν την αγάπη του γείτονα.

 §3

Με τον όρο: είδωλα, ο Νίτσε στρέφεται ενάντια σε όλες τις «φανταστικές έννοιες»[2] της χριστιανικής ηθικής καθώς και εναντίον όλων των «ιδεών» που είναι «σύγχρονες ιδέες», συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των «ιδεών» των άθεων και των ελεύθερων στοχαστών, ακόμη και όλων των αξιών του δυτικού πολιτισμού, από τον Σωκράτη έως τον Σοπενχάουερ. Ο τίτλος και ο υπότιτλος του έργου προσθέτουν και μια άλλη θεμελιώδη διάσταση, που υποδηλώνεται από την εικόνα του λυκόφωτος και εκείνης του σφυριού. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η καταστροφή των ειδώλων με το σφυρί, όπως έκανε ο Μωυσής με το χρυσό μοσχάρι όταν κατέβηκε από το Σινά[3], ούτε «πόλεμος» εναντίον τους, αλλά και η υπέρβαση του μηδενισμού, που αφήνουν πίσω τους τα είδωλα. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο Νίτσε δεν χρησιμοποιεί αυτό το σφυρί για να προκαλέσει μόνο τον όλεθρο, δηλ. να αναποδογυρίσει το υφιστάμενο οικοδόμημα των αξιών, αλλά και για να διαγνώσει ποια είναι η κατάσταση αυτών των ειδώλων και για μια εξαρχής επαναθεμελίωση των αξιών. Στο Λυκόφως των ειδώλων βρίσκουμε εκείνη τη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η φιλοσοφία νοείται ως μια διαγνωστική διεργασία, ως ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα διαφόρων φιλοσοφικών, ηθικολογικών ή συστηματικών θεωρήσεων. Στο πρώτο κεφάλαιο του έργου είναι συγκεντρωμένες 44 σύντομες αφοριστικές ρήσεις, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και αντιμετωπίζουν αιχμηρά πράγματα και καταστάσεις. Επωδός όλων των αιχμηρών ρήσεων είναι η καταστροφική διάσταση της ηθικής.

 §4

Με το σφυρί ακόμη υπονοεί τη σμίλη, με την οποία ο γλύπτης κατεργάζεται την πέτρα και τη μετατρέπει σε γλυπτό, σε καλλιτέχνημα. Τούτο τον υπαινιγμό για το σφυρί τον αντλεί από τη σχετική  περιγραφή του Μ. Άγγελου. Επομένως ο Νίτσε είναι ο φιλόσοφος-γλύπτης, που απελευθερώνει την ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων από την πέτρινη πραγματικότητα των ειδώλων. Μια ακόμη συμβολική σημασία για το σφυρί αντλεί από τον Λούθηρο, σύμφωνα με τον οποίο ο θεός συνθλίβει με ένα πανίσχυρο σφυρί τη φαρισαϊκή περηφάνια του αμαρτωλού, προκειμένου να τον εξωθήσει στην απελπισία και μέσα απ’ αυτή την εμπειρική κατάσταση να τον κάνει να δεχθεί τη χάρη του μέσα στην ψυχή του. Έτσι, ο θεός καταφάσκει τη ζωή, καθώς αποδυναμώνει και εκριζώνει από τον δρόμο του ανθρώπου την απόγνωση, την απελπισία. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Νίτσε, ως άλλος φιλοσοφικός «θεός», με το σφυρί φέρνει τη λύτρωση στον άνθρωπο, όχι τοποθετώντας στο κέντρο της ζωής του έναν άλλο θεό αλλά γκρεμίζοντας τα είδωλα, που συνθέτουν τη φαρισαϊκή περηφάνια των ηθικολόγων. φιλόσοφος αποκαλύπτει με το σφυρί αυτό που κρύβεται, όπως ο γιατρός χρησιμοποιεί το στηθοσκόπιο για να δει τι κρύβεται μέσα στο σώμα του ανθρώπου. Αποκαλύπτοντας έτσι αυτό που κρύβεται, είναι γιατρός, φυσιολόγος, εν συντομία, αυτός που αναζητεί γενεαλογικά την εσωτερική «ασθένεια» του ανθρώπου· αυτός που γνωρίζει πώς να αντιληφθεί ποια ασθένεια μιλά κρυφά πίσω από την εξωτερική σιωπή του σώματος. Ωστόσο, είναι πράγματι ζήτημα ακρόασης, όπως ο γιατρός ακροάται τον ασθενή, επειδή το αυτί πρέπει να αντικαταστήσει το όμμα, το όραμα, καθώς, σύμφωνα με την κλασική βιβλική φόρμουλα,

 

«οι θεοί που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ψεύτικα, μάταια κι άχρηστα είδωλα»[4].

 

§5

Αυτά τα είδωλα, επομένως, κρύβουν την κατάστασή τους και με τον ερχομό του σούρουπου, όπου τίποτα δεν μπορεί να φανεί. Αλλά, όπως πάντα σύμφωνα με τη βιβλική έκφραση, παράγουν ισχυρή αντήχηση, όταν χτυπηθούν με το σφυρί. Μέσα από τις πολλαπλές μεταφορικές υποδηλώσεις στο εν λόγω έργο ο Νίτσε επιχειρεί να δείξει πως η γενεαλογία, η τέχνη της ακρόασης, που είναι τέχνη της προ-φητείας, το «κακό αυτί»[5], πρέπει να αντικαταστήσει την παραδοσιακή φιλοσοφική μέθοδο, που έχει ως θεμελιακή της βάση τη μεταφορική όραση, όπως εποπτεία, θεωρία, ιδέα, διαφωτισμός κ.λπ. Η γενεαλογία είναι εκείνη η μεθοδολογική δυνατότητα, που επιτρέπει να ανακαλύπτουμε ό,τι καλύπτουν [=σημαίνουν] τα είδωλα, τα ιδανικά και οι ιδέες της ηθικής και του πλατωνισμού-χριστιανισμού και ακόμη πως όλα αυτά τα είδωλα αποτελούν παθολογικές προβολές της αδυναμίας των ανθρώπων και χρησιμεύουν για να αρνούνται, να εκκενώνουν την πραγματικότητα. Επομένως δεν είναι παρά ένα μηδέν, το μηδέν του μηδενισμού. Μεθερμηνεύοντας λοιπόν τον τίτλο του έργου: Λυκόφως των ειδώλων ακούμε να μας λέει ο Νίτσε πως όλα τα είδωλα και δη αυτά που περνούν για αυθεντίες, όλα τα «πιο φουσκωμένα», τα πιο άδεια, τα πιο άρρωστα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα μηδέν. Τούτο σημαίνει: ο θεός είναι νεκρός. Ως θεός είναι λάθος του ανθρώπου[6].  Στο πνεύμα ενός τέτοιου πλαισίου τον απασχολεί στο δεύτερο κεφάλαιο η περίπτωση του Σωκράτη (=Το πρόβλημα του Σωκράτη). Ο Σωκράτης είναι η πρώτη εξέχουσα φιγούρα της φιλοσοφίας, που εξετάζει κριτικά και πάλι ο Νίτσε, συνεχίζοντας την κριτική που διατύπωσε για πρώτη φορά στο έργο του: η γέννηση της τραγωδίας.

 §6

Συνολικά, το Λυκόφως των ειδώλων αποτελείται από δέκα κεφάλαια άνισης έκτασης, πέρα από τον πρόλογο και το τελικό απόσπασμα (=Το σφυρί μιλάει) από το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.  Το μεγαλύτερο κεφάλαιο είναι οι Ακροβολισμοί ενός άκαιρου, που περιλαμβάνει 51 παραγράφους , ενώ το πιο σύντομο το: Πώς ο “αληθινός κόσμος” μετατράπηκε τελικά σε μύθο.  Το έργο προσφέρει εν γένει μια γενεαλογία του ιδεαλισμού και της ηθικής, μια ψυχολογική και φυσιολογική ανάλυση όλου του δυτικού πολιτισμού. Με τον ισχυρό ειρωνικό και πολεμικό του τρόπο συνιστά μια σύνοψη όλων των σκέψεων του Νίτσε για το κεντρικό και σταθερό του θέμα: το πρόβλημα του πολιτισμού. Αυτός ο τελευταίος, από τον Σωκράτη έως και σήμερα, κατανοείται ως ηθικός, με την έννοια της χριστιανικής ηθικής. Αυτό που αμφισβητείται και παρουσιάζεται ως αδύναμο και νοσηρό, με μια λέξη: παρακμιακό, είναι αυτό που ο Νίτσε αποκαλεί ιδεαλισμό, δηλαδή τα ιδανικά του πλατωνισμού-χριστιανισμού (= τα αιώνια είδωλα). Προέκταση τούτων-εδώ είναι τα είδωλα της εποχής, δηλ. οι σύγχρονες ιδέες που για τους λεγόμενους ελεύθερους στοχαστές λογίζονται ως άθεες, αλλά στην πραγματικότητα είναι είδωλα της χριστιανικής ηθικής: η ηθική του οίκτου, η πρόοδος, η ισότητα, ο σοσιαλισμός, η επιστήμη και η αλήθεια, η αντικειμενικότητα , ο φεμινισμός κ.λπ. Ο φιλόσοφος δεν μένει στην επιφάνεια όλων αυτών των «ιδεωδών», όπως συμβαίνει κατά κόρον στις εποχές μας από τους επιτήδειους θορυβοποιούς της μαζικής κουλτούρας, ήτοι από τα πιο νοσηρά μυαλά, αλλά προχωρεί στα θεμέλιά τους, ιστορικά, ψυχολογικά, φυσιολογικά κ.λπ. και κατορθώνει να δείξει πως η ηθική δεν είναι παρά ένα σύστημα σημείων, μια συμπτωματολογία, μια κωδικοποιημένη γλώσσα ορμών και παθών, που δεν εκφράζουν καμιά αλήθεια παρά μόνο την επίμονη άρνηση της ζωής και τη μνησικακία για το σώμα και για τη βούληση για δύναμη[7].

    

 



 

 

 



[1] Kritische Studienausgabe 6 (KSA), σσ. 57-58.

[2] Ο Αντίχριστος, §15.

[3] Έξοδος XXXII, 1-35.

[4] Ιερεμίας ΧVI, 19κ.εξ.

[5] KSA, ό.π., σ. 57.

[6] Ό.π., σ. 60.

[7] Ό.π., σσ. 98κ.εξ.