Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Betorlt Brecht: Οι Ευθυγραμμιζόμενοι



               Μ π έ ρ τ ο λ τ    Μ π ρ ε χ τ
                           1898 – 1956

                    Εισαγωγικές Υποτυπώσεις

1.      Το μεταφραζόμενο εδώ ποίημα του Μπρεχτ διαβάστηκε από τον ίδιο σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας το 1935. Φέρει τον τίτλο: An die Gleichgeschalteten (=Στους ευθυγραμμιζόμενους). Ο τίτλος έλκει την καταγωγή του από την έκφραση Gleichschaltung (=ευθυγράμμιση) που χρησιμοποιούσαν επισήμως οι Ναζί, ευθύς ως ανέλαβαν την εξουσία τον Ιανουάριο του 1933.

2.      Η εφαρμογή  της Gleichschaltung στον τύπο και σε όλη τη δημόσια ζωή  της Γερμανίας υποδήλωνε τον υποτιθέμενο «επαναστατικό χαρακτήρα» της «εθνικής αναγέννησης» που επαγγελόταν το ναζιστικό καθεστώς. Υπό το πνεύμα αυτής της Gleichschaltung το καθεστώς ψήφισε τους λεγόμενους νόμους ευθυγράμμισης, δυνάμει των οποίων το κόμμα των Ναζί αναγορεύτηκε σε μοναδικό φορέα ή εκφραστή της κρατικής εξουσίας, απαγορεύοντας την ίδρυση και λειτουργία άλλων κομμάτων.

3.      Αυτό το ναζιστικό πνεύμα ευθυγράμμισης είναι χαρακτηριστικό όλων εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που κυβερνούν καθεστωτικά. Σε όλους τους χρόνους, μηδέ εξαιρουμένου και του παρόντος, βλέπουμε δημοσιογράφους, διανοούμενους, πολιτικούς, «επιστήμονες», συνδικαλιστές και παρόμοιους: «φρόνιμα και τακτικά να πηγαίνουν με εκείνον που νικά» (Βάρναλης). Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη μετάφραση του ποιήματος. Μετά τη μετάφραση ακολουθεί το γερμανικό κείμενο. 


      Στους  ευθυγραμμιζόμενους
                       Μετάφραση
           Δημήτρη  Τζωρτζόπουλου

Για να μη χάσει το ψωμί του
Σε καιρούς αυξανόμενης καταπίεσης
Αποφασίζει κάποιος, να μην λέει πια την αλήθεια
Για τα εγκλήματα του καθεστώτος γύρω από τη διατήρηση
Της εκμετάλλευσης, αλλά
Και τα ψέματα του καθεστώτος να μη διαδίδει, δηλαδή
να μην αποκαλύπτει πραγματικά τίποτα, αλλά
Και τίποτα να μην ωραιοποιεί. Αυτός που έτσι ενεργεί
Φαίνεται μόνο να επιβεβαιώνει ξανά πως είναι αποφασισμένος
Και στους καιρούς της αυξανόμενης καταπίεσης
Να μην χάνει το κύρος του, μα στην πραγματικότητα
Είναι βέβαια αποφασισμένος μόνο
Να μην χάνει το ψωμί του. Σίγουρα, αυτή του η απόφαση
 Να μην λέει καμιά αναλήθεια, τον εξυπηρετεί σε τούτο:
Από δω και πέρα να αποσιωπά την αλήθεια. Αυτό βέβαια μπορεί
Λίγο μόνο καιρό να κρατήσει. Αλλά και στον
Καιρό αυτό,
Που στη διάρκειά του περιφέρονται στα δημόσια αξιώματα και
Στων εφημερίδων τις συντάξεις
Στα επιστημονικά εργαστήρια και στων εργοστασίων τις αυλές ως Άνθρωποι που από το στόμα τους καμιά δεν βγαίνει αναλήθεια,
Αρχίζει κιόλας η βλαβερότητά τους. Όποιου τ’ αυτί
Δεν ιδρώνει μπρος στη θέα αιματηρών εγκλημάτων, τα κάνει ακριβώς Να έχουν την όψη του φυσικού. Χαρακτηρίζει
Το φοβερό ανοσιούργημα ως κάτι τόσο ανάξιο για να το προσέξουμε όσο η βροχή
Αλλά και τόσο μη-δυνάμενο να εμποδιστεί  όσο η βροχή.
Έτσι υποστηρίζει ήδη με τη σιωπή του
Τους εγκληματίες, σε λίγο όμως
Θα  παρατηρήσει πως, για να μη χάσει το ψωμί του
Πρέπει όχι μόνο την αλήθεια να αποσιωπά, αλλά
Και τα ψέματα να λέει.

Όχι δυσμενώς
Υποδέχονται οι καταπιεστές αυτόν, που είναι έτοιμος
Να μη χάσει το ψωμί του.
Αυτός δεν περιφέρεται σαν κάποιος δωροδοκημένος
Αφού κανείς τίποτα δεν του έχει δώσει, μα
Και τίποτα από κανέναν δεν έχει πάρει.
Όταν ο εγκωμιαστής,
Καθώς σηκώνεται απ’ το τραπέζι των εξουσιαστών, το στόμα του ανοίγει
Και βλέπει κανείς τα υπολείμματα απ’ το γεύμα, ακούει κανείς
Τα εγκώμιά του με αμφιβολία.
Τα εγκώμια όμως εκείνου
Που χτες ακόμα τους καθύβριζε και στο επινίκιο γλέντι
δεν ήταν προσκαλεσμένος
Περισσότερη έχουν αξία. Μα αυτός
Είναι ο φίλος των καταπιεσμένων. Τον γνωρίζουν.
Ό,τι λέει, ισχύει
Κι ό,τι δεν λέει, δεν ισχύει.
Και τώρα μας λέει πως δεν υπάρχει
Καθόλου καταπίεση.
Στην καλύτερη περίπτωση στέλνει ο φονιάς
Τον αδελφό του δολοφονημένου
Που τον έχει εξαγοράσει να επιβεβαιώσει
Πως τον αδελφό του
Τον σκότωσε ένα κεραμίδι που έπεσε από τη σκεπή. Το απλό ψέμα Προφανώς δεν βοηθάει πλέον άλλο αυτόν που θέλει
Να μη χάσει το ψωμί του. Τώρα υπάρχουνε πολλοί
Στο είδος του. Γρήγορα
Ανακατώνεται στον ανηλεή ανταγωνισμό όλων όσων
Θέλουν να μη χάσουν το ψωμί τους: δεν αρκεί πια
η θέληση να ψεύδεται.
Η ικανότητα είναι αναγκαία και η εμπάθεια γίνεται ισχυρή.
Η επιθυμία, να μη χάσει το ψωμί του αναμιγνύεται
Με την επιθυμία, μέσω ιδιαίτερης τέχνης στις πιο ασυνάρτητες
                        αερολογίες
Να προσδίνει νόημα, το ανέκφραστο
Να μπορεί να το λέγει.
Συμβαίνει τότε, αυτός στους καταπιεστές
Να χρειάζεται να απευθύνει περισσότερα υμνολόγια από κάθε άλλον, Γιατί σκιάζεται από την υποψία ότι κάποτε παλιότερα
Την καταπίεση είχε καταγγείλει. Έτσι
Οι γνώστες της αλήθειας γίνονται οι πιο άγριοι ψεύτες.
Και όλα τούτα ισχύουν μόνο
Μέχρι να περάσει κάποιος και να τους ζητήσει να λογοδοτήσουν
Για την προηγούμενη τιμιότητά τους, για την αλλοτινή τους αξιοπρέπεια
                        και τότε
Χάνουν το ψωμί τους.


         AN DIE GLEICHGESCHALTETEN

Um sein Brot nicht zu verlieren
In den Zeiten zunehmender Unterdrückung
Beschließt mancher, die Wahrheit
Über die Verbrechen des Regimes bei der Aufrechterhaltung der Ausbeutung
Nicht mehr zu sagen, aber
Auch die Lügen des Regimes nicht zu verbreiten, also
Zwar nichts zu enthüllen, aber
Auch nichts zu beschönigen. Der so Vorgehende
Scheint nur von neuem zu bekräftigen, daß er entschlossen ist
Auch in den Zeiten zunehmender Unterdrückung
Sein Gesicht nicht zu verlieren, aber in Wirklichkeit
Ist er doch nur entschlossen
Sein Brot nicht zu verlieren. Ja, dieser sein Entschluß
Keine Unwahrheit zu sagen, dient ihm dazu, von nun an
Die Wahrheit zu verschweigen. Das kann freilich
Nur eine kleine Zeit durchgeführt werden. Aber auch zu dieser Zeit
Während sie noch einhergehen in den Ämtern und Redaktionen
In den Laboratorien und auf den Fabrikhöfen als Leute
Aus deren Mund keine Unwahrheit kommt
Beginnt schon ihre Schädlichkeit. Wer mit keiner Wimper zuckt
Beim Anblick blutiger Verbrechen, verleiht ihnen nämlich
Den Anschein des Natürlichen. Er bezeichnet
Die furchtbare Untat als etwas so Unauffälliges wie Regen
Auch so unhinderbar wie Regen.
So unterstützt er schon durch sein Schweigen
Die Verbrecher, aber bald
Wird er bemerken, daß er, um sein Brot nicht zu verlieren
Nicht nur die Wahrheit verschweigen, sondern
Die Lüge sagen muß.
Nicht ungnädig
Nehmen die Unterdrücker ihn auf, der da bereit ist
Sein Brot nicht zu verlieren.
Er geht nicht einher wie ein Bestochener
Da man ihm ja nichts gegeben, sondern
Nur nichts genommen hat.
Wenn der Lobredner
Aufstehend vom Tisch der Machthaber, sein Maul aufreißt
Und man zwischen seinen Zähnen
Die Reste der Mahlzeit sieht, hört man
Seine Lobrede mit Zweifeln an.
Aber die Lobrede dessen
Der gestern noch geschmäht hat und zum Siegesmahl nicht geladen war
Ist mehr wert. Er
Ist doch der Freund der Unterdrückten. Sie kennen ihn.
Was er sagt, das ist
Und was er nicht sagt, ist nicht.
Und nun sagt er, es ist
Keine Unterdrückung.
Am besten schickt der Mörder
Den Bruder des Ermordeten
Den er gekauft hat, zu bestätigen
Daß ihm den Bruder
Ein Dachziegel erschlagen hat. Die einfache Lüge freilich
Hilft ihm, der sein Brot nicht verlieren will
Auch nicht lange weiter. Da gibt es zu viele
Seiner Art. Schnell
Gerät er in den unerbittlichen Wettkampf aller derer
Die ihr Brot nicht verlieren wollen: es genügt nicht mehr der Wille zu lügen.
Das Können ist nötig und die Leidenschaft wird verlangt.
Der Wunsch, das Brot nicht zu verlieren, mischt sich
Mit dem Wunsch, durch besondere Kunst dem ungereimtesten Gewäsch
Einen Sinn zu verleihen, das Unsagbare
Dennoch zu sagen.
Dazu kommt, daß er den Unterdrückern
Mehr Lob herbeischleppen muß als jeder andere, denn er
Steht unter dem Verdacht, früher einmal
Die Unterdrückung beleidigt zu haben. So
Werden die Kenner der Wahrheit die wildesten Lügner.
Und das alles geht nur
Bis einer daherkommt und sie doch überführt
Früherer Ehrlichkeit, einstigen Anstands, und dann
Verlieren sie ihr Brot.