Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Αριστοτέλης, Hegel & Heidegger: Περί του Είναι και της Ουσίας

Πώς σκεφτόμαστε το Είναι, την Ουσία
και εξ αυτών την ιδεολογία;

Ι. «Απ’ αυτούς που φιλοσόφησαν πρώτοι, οι περισσότεροι πίστευαν ότι οι αρχές όλων των πραγμάτων είναι μόνο αυτές που έχουν μορφή ύλης. Γιατί αυτό από το οποίο αποτελούνται όλα τα όντα, αυτό από το οποίο ως πρώτο γεννιούνται και στο οποίο ως τελευταίο αποσυντίθενται, με την ουσία του να μένει σταθερή αλλά τις ιδιότητές της να αλλάζουν, αυτό λένε ότι είναι το στοιχείο και η αρχή των όντων. Για το λόγο αυτό θεωρούν ότι τίποτα δε γεννιέται [από το μηδέν] και τίποτα δεν αφανίζεται [στο μηδέν], με βάση την αντίληψη ότι μια τέτοια φυσική ουσία πάντοτε διατηρείται· όπως ακριβώς δεν λέμε ότι ο Σωκράτης γεννιέται,  όταν απλώς γίνεται  ωραίος ή μουσικός, ούτε ότι αφανίζεται, όταν χάνει αυτές τις ιδιότητες, επειδή το υποκείμενο, δηλαδή ο ίδιος ο Σωκράτης παραμένει, έτσι συμβαίνει και με τα άλλα. Πρέπει πράγματι να υπάρχει κάποια φυσική ουσία, μία ή περισσότερες από μία, από την οποία γίνονται τα άλλα όντα, ενώ αυτή διατηρείται. Σχετικά τώρα με το πλήθος και το είδος αυτής της αρχής, δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη·  ο Θαλής όμως, ο ιδρυτής αυτού του είδους φιλοσοφίας, υποστηρίζει ότι είναι το νερό […]» (Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά Α 3, 983 b 6-21)

II. «Ένα κόμμα επιβεβαιώνεται ως το νικηφόρο κόμμα μόνο επειδή διασπάται σε δύο κόμματα· γιατί, ενεργώντας έτσι, δείχνει ότι κατέχει προς τη δική του πλευρά την αρχή, την οποία αντιμαχόταν, και έτσι έχει αναιρέσει τη μονομέρεια, με την οποία έκανε αρχικά την εμφάνισή του. Το ενδιαφέρον, το οποίο επιμεριζόταν ανάμεσα σε τούτο και το άλλο κόμμα, τώρα πέφτει ολοκληρωτικά μέσα σ’ αυτό και λησμονεί το άλλο, επειδή βρίσκει μέσα σ’ αυτό το ίδιο το κόμμα την αντίθεση, η οποία το απορροφά. Ταυτόχρονα όμως τούτη η αντίθεση έχει ανυψωθεί στο ανώτερο νικηφόρο στοιχείο, μέσα στο οποίο παρουσιάζεται υπό μια εξαγνισμένη [=αποσαφηνισμένη] μορφή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το σχίσμα που προκαλείται σε ένα κόμμα και φαίνεται να είναι μια συμφορά-κακοτυχία, αποδεικνύει μάλλον την καλοτυχία του»
 (Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, τ. ΙΙ, σ. 423).

ΙΙΙ. «Η αλήθεια του Είναι είναι η ουσία. Το Είναι είναι το άμεσο. Εφόσον η γνώση θέλει να γνωρίσει το αληθές, το τι είναι το Είναι καθεαυτό και διεαυτό, τότε αυτή δεν στέκεται στο άμεσο και στους προσδιορισμούς του, αλλά το διατρέχει πέρα για πέρα με την προϋπόθεση ότι πίσω από αυτό το Είναι υπάρχει και κάτι διαφορετικό από το ίδιο το Είναι, ότι αυτό το φόντο αποτελεί την αλήθεια του Είναι. Ετούτη η γνωριμία είναι μια διαμεσολαβημένη γνώση, επειδή αυτή δεν βρίσκεται άμεσα δίπλα και μέσα στην ουσία, αλλά ξεκινά από ένα άλλο, από το Είναι, και έχει να βαδίσει έναν προκαταρκτικό δρόμο, εκείνον που χωρεί έξω και υπέρ το Είναι ή μάλλον που εισχωρεί σ’ αυτό το ίδιο. Μόνο εφόσον η γνώση εσωτερικεύεται, εκκινώντας από το άμεσο Είναι, συμβαίνει, χάρη σε τούτη τη διαμεσολάβηση, να βρίσκει την ουσία. Η γερμανική γλώσσα έχει διατηρήσει την ουσία (Wesen) μέσα στην παθητική μετοχή “gewesen” του ρήματος “Sein· γιατί η ουσία είναι το παρελθόν-Είναι, αλλά άχρονα παρελθόν»
(Hegel: Επιστήμη της ΛογικήςΗ Διδασκαλία περί της ουσίας Εκδ. Δωδώνη, σ. 57).

IV. «Αυτό για το οποίο ρωτάμε και σκοπεύουμε να επεξεργαστούμε είναι το Είναι: είναι αυτό που ορίζει τα όντα ως όντα, αυτό βάσει του οποίου έχουμε έκαστοτε ήδη κατανοήσει τα όντα, με όποιο τρόπο και αν τα πραγματευόμαστε. Αυτό τούτο το Είναι των όντων δεν «είναι» ον. Το πρώτο φιλοσοφικό βήμα στο να κατανοήσουμε το πρόβλημα του Είναι, συνίσταται στο να μη «διηγηθούμε μύθους» –δηλαδή να μην καθορίσουμε τα όντα ως όντα ανατρέχοντας στο ότι κατάγονται από κάποιο άλλο ον, σαν να είχε το Είναι το χαρακτήρα κάποιου μπορετού όντος. Να γιατί το Είναι πρέπει να εκτεθεί με τον τρόπο που του ταιριάζει, ουσιαστικά διαφορετικό από τον τρόπο, με τον οποίο αποκαλύπτονται τα όντα. Κι αυτό που μέλλει να βρεθεί –το νόημα του Είναι– απαιτεί επίσης να εννοιολογηθεί κατά τον τρόπο που του ταιριάζει, κι όχι με έννοιες που παρέχουν στα όντα σημασιολογικό καθορισμό […]. Είναι έγκειται στο γεγονός ότι κάτι είναι και στο πως τούτο είναι, στη ρεαλιστικότητα, στην παρεύρεση, στην υπόσταση, στην αξία, στο εδωνά-είναι, στο “υπάρχει”» (M. Heidegger: Είναι και Χρόνος τ. Ι. Εκδ. Δωδώνη, σσ. 30-31).