Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Hegel: Πώς ορίζεται το Συγκεκριμένο και το Αφηρημένο;


HEGEL

Διαλεκτική Συγκεκριμένου και  Αφηρημένου

 

1. Ως αφηρημένο μπορεί να χαρακτηριστεί μια γενική έννοια ή ένας γενικός όρος που στερείται συγκεκριμένο περιεχόμενο, ήτοι δεν λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μεμονωμένων πραγμάτων, καταστάσεων, παραδειγμάτων, εννοιών κ.λπ. Ο Χέγκελ ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σκέψη για το αφηρημένο και το συγκεκριμένο: μια έννοια είναι αφηρημένη, όταν μελετάται χωρίς αναφορά σε άλλες έννοιες: είναι αποκομμένη από άλλα αισθητηριακά στοιχεία ή νοήματα, που την περικλείουν σε συγκεκριμένα όρια και την καθορίζουν. Η αφηρημένη έννοια είναι απομονωμένη στον εαυτό της χωρίς να διανοίγεται στην πολλαπλότητα των όντων και των πραγμάτων. Σε αντίθεση προς αυτό τον χαρακτήρα του αφηρημένου, μια έννοια είναι συγκεκριμένη, όταν έχει απορροφήσει, έχει προσλάβει μέσα της, τις πιο διαφορετικές στιγμές των νοημάτων, που συναντά στο πέρασμά της μέσα από την πολλαπλότητα. Μια αφηρημένη έννοια δεν είναι γενικής/καθολικής υφής, σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη, που έχει γενικό/καθολικό χαρακτήρα.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος-για την απόλυτη Γνώση


 

 ΧΕΓΚΕΛ

 

Η ΑΠΟΛΥΤΗ  ΓΝΩΣΗ

 

§ 1

Η Φαινομενολογία του πνεύματος αρχίζει με την άμεση γνώση ή την αισθητήρια βεβαιότητα και περαιώνεται με την απόλυτη Γνώση. Σύμφωνα με τις βασικές εν ισχύ ερμηνείες, η απόλυτη Γνώση εκθέτει το αποτέλεσμα του γίγνεσθαι της φιλοσοφικής επιστήμης. Αυτό το αποτέλεσμα περιλαμβάνει το πνεύμα που έχει για αντικείμενο τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για το αποτέλεσμα εκείνης της  φαινομενολογικής πορείας του πνεύματος που έχει για κύριο γνώρισμα την προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation) κάθε υποστασιακού περιεχομένου και έτσι νομιμοποιείται ως εμφάνιση, φανέρωση ή αποκάλυψη της κλειστότητας της υπόστασης. Η κατευθυντήρια δύναμη προς την αποκάλυψη τούτη δεν είναι η έκσταση ούτε ο φευγαλέος φιλοσοφικός ενθουσιασμός του ρομαντικού υποκειμένου αλλά η έννοια, η διαλεκτικά  εκδιπλωνόμενη αναγκαιότητα του ίδιου του Πράγματος[1]. Συσχετιζόμαστε, ως εκ τούτου, με μια στάση της φιλοσοφικής σκέψης που διεκδικεί την παραγωγή νοήματος, τουτέστι μάχεται να ανα-συγκροτήσει τον ουσιακό Λόγο της σκεπτόμενης συνείδησης, μέσα από την αντιπαράθεση με τον εργαλειακό Λόγο της διαφωτιστικής νεωτερικότητας,  και να αναδείξει την πραγματικότητα της απόλυτης Γνώσης ως την ελεύθερη εστία  του πνεύματος. Είναι ελεύθερη τούτη η εστία, διότι προκύπτει από τη διαλεκτική άρση της πεπερασμένης γνώσης και από την υπέρβαση κάθε αλλότριας προς το πνεύμα εμπειρίας. Ως τέτοια λοιπόν αποτελεί την τελική βαθμίδα, όπου συνείδηση και αντικείμενο, γνώση και αλήθεια ταυτίζονται απόλυτα.