Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Fr. Nietzsche: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (3)





  
Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900

     Ο Ζαρατούστρα κηρύσσει τον θάνατο του θεού
                                       
                                                       §1
                                   
                                      Πρόλογος: ομιλία 3              

Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην πιο κοντινή πόλη, που γειτονεύει με το δάσος, βρήκε πολύ λαό συναγμένο στην πλατεία: γιατί είχε διαλαληθεί ότι επρόκειτο να εμφανισθεί ένας σχοινοβάτης. Και ο Ζαρατούστρα έτσι μίλησε προς τον λαό:
            «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Τι έχετε κάνει, για να τον ξεπεράσετε;
            Όλα τα όντα μέχρι τώρα δημιούργησαν κάτι πέρα και πάνω από τον εαυτό τους: και εσείς θέλετε να είστε η άμπωτη αυτής της μεγάλης παλίρροιας και προτιμάτε ακόμη να ξαναγυρίσετε στο ζώο παρά να ξεπεράσετε τον άνθρωπο;
            Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; Ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή. Και το ίδιο ακριβώς πρόκειται να είναι ο άνθρωπος για τον υπεράνθρωπο: ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή. Έχετε κάνει τον δρόμο από το σκουλήκι στον άνθρωπο και πολλά ακόμη μέσα σας είναι σκουλήκι. Άλλοτε ήσασταν πίθηκοι, και τώρα επίσης ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι περισσότερο πίθηκος από οποιονδήποτε πίθηκο.
            Μα ακόμη και ο πιο σοφός από σας, κι αυτός είναι μόνο μια δυσαρμονία και ένα νόθο μείγμα φυτού και φαντάσματος. Αλλά σας είπα να γίνετε φαντάσματα ή φυτά;
            Ιδού, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο!
            Ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης. Η θέλησή σας ας πει: ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης! 
            Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε πιστοί στη γη και μην πιστεύετε όσους σας μιλούν για υπεργήινες προσδοκίες! Δηλητηριαστές είναι αυτοί, είτε το ξέρουν είτε όχι.
            Καταφρονητές της ζωής είναι, ετοιμοθάνατοι και δηλητηριασμένοι και οι ίδιοι·  η γη είναι βαριεστημένη απ’ αυτούς: ας εξαφανιστούν λοιπόν από προσώπου γης!
            Άλλοτε, η βλαστήμια κατά του θεού ήταν η μέγιστη βλαστήμια· ο θεός όμως πέθανε και μαζί του πέθαναν και αυτοί οι βλάστημοι. Το να βλαστημάς τη γη και να εκτιμάς περισσότερο από το νόημα της γης τα σπλάχνα του αδιαπέραστου [μυστηρίου], αυτό τώρα είναι το πιο φρικτό πράγμα.
            Άλλοτε, η ψυχή κοιτούσε με περιφρόνηση το σώμα: και τότε τίποτα δεν ήταν υψηλότερο από την περιφρόνηση αυτή: –η ψυχή ήθελε το σώμα λιπόσαρκο, βδελυρό, λιμασμένο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα ξέφευγε από αυτό και από τη γη.
            Ω, αυτή η ψυχή ήταν και η ίδια ακόμα πιο λιπόσαρκη, βδελυρή και λιμοκτονούσα: και η σκληρότητα ήταν η ηδονή αυτής της ψυχής!
            Αλλά κι εσείς ακόμη, αδελφοί μου, πείτε μου: τι κηρύσσει το σώμα σας για την ψυχή σας; Μήπως η ψυχή σας δεν είναι φτώχια, βόρβορος και  ελεεινή αυταρέσκεια;
            Στ’ αλήθεια, ένα βρόμικο ποτάμι είναι ο άνθρωπος. Κάποιος πρέπει πάντως να είναι θάλασσα, για να μπορεί να δέχεται ένα βρόμικο ποτάμι, χωρίς να λερώνεται, να μολύνεται.
             Δείτε, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο: αυτός είναι τούτη η θάλασσα· μέσα του μπορεί να καταποντισθεί η μεγάλη σας περιφρόνηση.
            Ποιο είναι το μέγιστο που μπορείτε να βιώσετε; Είναι η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Η ώρα που και η ευτυχία σας ακόμη  γίνεται αηδία, καθώς επίσης η λογική σας (Vernunft) και η αρετή σας.
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η ευτυχία μου!  Είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια. Όμως η ευτυχία μου θα’ πρεπε να δικαιώνει την ίδια την άμεση ύπαρξη (Dasein)!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η λογική μου! Επιθυμεί διακαώς τη γνώση όπως το λιοντάρι την τροφή του;  Είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η αρετή μου! Δεν με έχει κάνει  ακόμη να παραφέρομαι. Πόσο βαριεστημένος είμαι από το καλό και το κακό μου! Όλα τούτα είναι φτώχεια και βόρβορος και μια ελεεινή αυταρέσκεια!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει η δικαιοσύνη μου! Δεν βλέπω να είμαι πύρωση και κάρβουνο. Ο δίκαιος όμως είναι πύρωση και κάρβουνο!»
            Η ώρα που λέτε: «τι καλό μου κάνει ο οίκτος μου! Μήπως δεν είναι οίκτος ο σταυρός, που πάνω του καρφώνεται εκείνος που αγαπά τους ανθρώπους; Αλλά ο δικός μου οίκτος δεν είναι σταύρωση.»
            Μιλήσατε εσείς ποτέ έτσι; Φωνάξατε εσείς ποτέ έτσι; Αχ, να σας είχα ακούσει να φωνάζετε ποτέ έτσι!
            Όχι οι αμαρτίες σας – η ολιγάρκειά σας φωνάζει προς τον ουρανό, η τσιγκουνιά σας, και στις αμαρτίες σας ακόμα, φωνάζει προς τον ουρανό!
            Πού είναι λοιπόν η αστραπή,  που σας γλύφει με τη γλώσσα της; Πού είναι η παραφροσύνη, με την οποία θα έπρεπε να μπολιαστείτε;
            Δείτε, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο: αυτός είναι τούτη η αστραπή, αυτός είναι τούτη η παραφροσύνη! –
            Όταν ο Ζαρατούστρα είπε αυτά τα λόγια, φώναξε κάποιος από τον λαό: «Τώρα ακούσαμε αρκετά για τον σχοινοβάτη· ώρα είναι, να μας αφήσεις κιόλας να τον δούμε!» Κι όλος ο λαός γέλασε με τον Ζαρατούστρα. Αλλά ο σχοινοβάτης, που νόμισε ότι τα λόγια απευθύνονταν σ’ αυτόν, άρχισε το έργο του.


                                                     §2
                                Ερμηνεία – κατανόηση:
                       «η ώρα της μεγάλης περιφρόνησης»
 
1. Ο Ζαρατούστρα εμφανίζεται και μιλάει  στον λαό. Το πλήθος-λαός είναι συγκεντρωμένο/ος στην κεντρική πλατεία της πόλης για να δει την παράσταση που θα δώσει ένας σχοινοβάτης (Seiltänzer). Πρώτο σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η εικόνα της όρχησης, του χορού, που παριστά ο σχοινοβάτης–ακροβάτης με βάση και την ετυμολογία της γερμανικής λέξης: Seil-tänzer [=σχοινο-χορευτής].  Το γεγονός ότι η συνάθροιση του λαού και η παράσταση του σχοινοβάτη λαμβάνουν χώρα στην αγορά, στην πλατεία, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σημαίνει ότι η συνολική τούτη πράξη ενέχει χαρακτήρα κοινωνικής ζωής και η ως άνω όρχηση στέλνει νεύματα  ακροβασίας της κοινωνικής έκφρασης του ανθρώπου ως μάζας.

2. Ο Ζαρατούστρα απευθύνεται σε αυτή τη μάζα χωρίς ασφαλώς να βρίσκει, δηλαδή να περιμένει να βρει ανταπόκριση: μιλά διαφορετική γλώσσα. Ενώ αυτός κηρύσσει το ξεπέρασμα του ανθρώπου–μάζας, οι άνθρωποι είναι «ένα περίγελο ή μια επώδυνη ντροπή»· είναι η μάζα που τρέφεται με φτηνά θεάματα, τα οποία και αναπαράγει, αναπαράγοντας συγχρόνως την ύπαρξή της ως μαζική, αγελαία ύπαρξη. Να γιατί, μας λέει ο Νίτσε, δεν παύει να πιθηκίζει και να επιβεβαιώνει καθημερινά πως είναι φυτό: η όρχηση για τον Ζαρατούστρα – υπεράνθρωπο είναι η πιο ριψοκίνδυνη πράξη υπέρβασης του ανθρώπου–μάζας· ετούτη η μάζα όμως ενσαρκώνει τη δική της όρχηση ως ελαφριά και επιπόλαιη, ως πανηγυριώτικη, χαβαλετζήδικη συμπεριφορά, που συνιστά μαρτυρία ότι ο άνθρωπος έχει εκ-φυλισθεί σε φυτό ή φάντασμα ή σε κάτι ενδιάμεσο.

3. Η χρησιμοποιούμενη εδώ αιχμηρή Νιτσεϊκή γλώσσα απο-ιδεολογικοποιεί τη διδασκαλία του Ζαρατούστρα. Αυτή εδώ δεν ενδιαφέρεται να πείσει και να κερδίσει οπαδούς, αλλά να αποδομήσει, να καυτηριάσει, να αχρηστεύσει την υφιστάμενη συνθήκη του ανθρώπινου Είναι, που ομολογεί την κένωσή του από τον προορισμό, την προοπτική του πάνω στη γη, εν ονόματι της  αφελούς προσήλωσής του σε «υπεργήινες προσδοκίες». Όταν ο άνθρωπος δηλητηριάζεται από την προσκόλλησή του σε αδόκητες ιδεολογίες, σε αλλόφρονα δόγματα πίστης, τότε γίνεται ο ίδιος δολοφόνος του εαυτού του και κατ’ επέκταση βλάσφημος της γης, όπου ανήκει. Απέναντι σε τούτη την αξιοθρήνητη έκπτωσή του, ο υπεράνθρωπος ορθώνεται ως αξιόπιστη ρεαλιστική δυνατότητα να αναπτυχθεί το ανθρώπινο είδος.   

4. Ο παρών λόγος του Ζαρατούστρα είναι το πρώτο από τα τρία μέρη διδασκαλίας του για τον υπεράνθρωπο. Αυτό το μέρος σχετίζεται με τον υπεράνθρωπο και τη μεγάλη περιφρόνηση, που επιχειρεί να ενσταλάξει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα άλλα δυο είναι ο λόγος –του Προλόγου– 4, που σχετίζεται με την προετοιμασία του δρόμου προς τον υπεράνθρωπο, και 5, που ασχολείται με τους τελευταίους ανθρώπους που μένουν πίσω. Αμφότεροι οι λόγοι θα συζητηθούν σε προσεχείς αναρτήσεις. Η διδασκαλία του Ζαρατούστρα εδώ για το ξεπέρασμα του ανθρώπου συγκεντρώνει την προσοχή της στο υπέρ-τον-άνθρωπο, με το νόημα του ριζικού μετασχηματισμού του τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου όχι ως ατόμου ή μάζας ατόμων, αλλά ως ανθρώπινου είδους ή γένους, εν τέλει ως μιας νέας φυλής. Αυτό υποδηλώνει και ο βιολογικοός–εξελικτικός χαρακτήρας της χρησιμοποιούμενης γλώσσας.

5. Ένα τέτοιο ανα-τρεπτικό κήρυγμά του, ξέρει καλά ο Ζαρατούστρα, δεν βρίσκει ανταπόκριση μέσα στη μάζα, γιατί η υλοποίησή του δεν μπορεί να είναι έργο ή εγχείρημα  των καθημερινών ανθρώπων, αλλά των δημιουργών: εκείνων που αρνούνται να «είναι ένα βρόμικο ποτάμι» και γίνονται η θάλασσα [=η εξελικτική αλλαγή του είδους] που δέχεται μέσα της τα βρόμικα νερά χωρίς να μολύνεται. Οι δημιουργοί είναι δημιουργοί, γιατί βρίσκουν το νόημά τους πάνω στη γη και όχι στον υπερβατικό θεό ή στα κενά ιδεώδη [=στις αφηρημένες ιδέες] του καλού, του δικαίου κ.λπ. Άρα γίνονται οι μεγάλοι περιφρονητές όλων εκείνων των αξιών, ιδεών και παρόμοιων γνωρισμάτων που κρατούν τον άνθρωπο μέσα στη «φτώχεια, τον βόρβορο και την ελεεινή αυταρέσκεια», μέσα στην αδράνεια του βολέματος.

6.  Ο Ζαρατούστρα είναι αυτός ο δημιουργός–περιφρονητής και καλεί τους ανθρώπους να πραγματώσουν βιωματικά την ώρα της μεγάλης περιφρόνησης. Να πάψουν να είναι άνθρωποιπίθηκοι και να γίνουν υπεράνθρωποι μέσα από την εν έργω  περιφρόνηση της ευτυχίας [=αυτό-   ικανοποίησης εντός του περιορισμένου], της εργαλειακής λογικής [=καθήλωσης σε μια δικαιολογητική «αλήθεια» χωρίς πνοή και λαχτάρα],  της αρετής [=ακινητοποίησης στα όρια του καλού ή του κακού και παράβλεψης της εμπνευσμένης δράσης], της δικαιοσύνης [=ισοπεδωτικού εξισωτισμού], του οίκτου [=της χριστιανικής αγάπης ως υποκρισίας]. Ο υπεράνθρωπος λοιπόν είναι ο εγκόσμιος «θεός», που εισέρχεται στη ζωή μας, εάν τον θελήσουμε, ως αστραπή, ως παραφροσύνη [=βούληση για δύναμη και αιώνια επιστροφή].

7. Ο λαός εν τέλει, που παρακολουθεί την ομιλία του Ζαρατούστρα, γελάει με τον τελευταίο, αντί να γελάει με τον εαυτό του. Γελάει, γιατί μπερδεύει τον υπεράνθρωπο με τον σχοινοβάτη, όπως ακριβώς τα μπερδεύει και αυτός εδώ: πιστεύει πως είναι ο υπεράνθρωπος. Είναι ωστόσο ο διαμεσολαβητής, η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας.  Η βούληση για δύναμη, στον παρόντα λόγο, εκφράζεται ως εξής: «η θέλησή σας ας πει: ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα της γης!».  Η ανάσυρση του ανθρώπου από τον βόρβορο υλοποιείται μόνο ως ανάκτηση του δυναμικού του Είναι υπό τη μορφή του υπερανθρώπου. Ο υπεράνθρωπος είναι η συνειδητή εμμονή του ανθρώπου  στο νόημα του Είναι (του) που αποκαλύπτεται ως βούληση για δύναμη.