Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Νίτσε: μαζική «δημοκρατία» της σάρας και της μάρας





Νεωτερικότητα και «δημοκρατικο»-«σοσιαλιστική» φαυλότητα


§ 1

Όλη η φιλοσοφική προσπάθεια του Νίτσε συνοψίζεται στον αγώνα/πόλεμο [(Krieg)-με την ηρακλείτεια έννοια] για να βρει ο άνθρωπος την καλοκαιρία που ταιριάζει στη φύση του και την οποία έχει πρωτογενώς χάσει μέσα στους παντοειδείς μεταφυσικούς λαβύρινθους της ιστορίας. Είναι εκείνοι οι λαβύρινθοι που με τις πολύτροπες μάσκες τους ‒όπως ηθική, θεσμική εκπαίδευση, αξίες, πολιτικά κόμματα, αντίστοιχες κάστες, θρησκεία, επιστήμη, θεωρίες ισότητας/δικαιοσύνης κ.λπ. έχουν φέρει στην εξουσία [=με την ευρύτερη έννοια μια καθολικής υπερίσχυσης] τις πιο αισχρές μετριότητες. Πρόκειται θεμελιωδώς για τη λεγόμενη μαζική δημοκρατία με την αντίστοιχη μαζική κουλτούρα. Συνέπεια όλων αυτών είναι να παραλύσει η εγγενής ζωτικότητα ‒ήγουν η υγιής ενόρμηση/ένστικτο‒ της ανθρώπινης ύπαρξης και να γίνει «πρότυπο» κυρίαρχης ζωής ένας νωθρός, αποβλακωμένος,  παρακμιακός τύπος μαζικού ανθρώπου, που κρύβει όλη τούτη τη σακατεμένη του δομή πίσω από τα πιο σαθρά θεωρήματα, κοινωνιολογικο-πολιτικής υφής, όπως «φιλελευθερισμός», «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», ή φιλοσοφικο-ηθικής υφής, όπως διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες: Καντ κ.λπ., ή ακόμη και θρησκευτικής ή επιστημονικής υφής. Το χρώμα αυτών των πολλαπλών και ατέλειωτων μεταμφιέσεων είναι ένα: Μοντερνικότητα, Νεωτερικότητα (Νίτσε, KSA 6, σ. 350-351).   



                                         §2

Πώς μπορεί να κατανοείται, υπό ένα γενικό πνεύμα, η Νεωτερικότητα; Πρόκειται για μια άκρως αντιθετική και εξίσου αμφίσημη έννοια και πραγματικότητα.  Από τη μια πλευρά παραπέμπει στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης, συνδέεται με τη λογική της πλανητικής εποχής και εκφράζει την προβληματική της· από την άλλη εκδηλώνεται ως πρόταγμα  ή πρόγραμμα χειραφέτησης. Τούτο το πρόταγμα  ανάγει την ιστορική του αφετηρία στην περίοδο του Διαφωτισμού (16ος αι.), αλλά στην ιστορική του συνέχεια έλαβε διάφορες τροπές, χωρίς να επιτύχει κάποια μορφή αυτοβεβαιότητας ως το σήμερα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μιλάμε για μια προσπάθεια ή τάση σε περιοχές της ανθρώπινης παρουσίας –όπως πολιτική, λογοτεχνία, επιστήμη, φιλοσοφία κ.α.– για ένα πρόγραμμα ή σχέδιο παγκόσμιας χειραφέτησης, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ή δεν βρήκε εφαρμογή ποτέ. Ο Νίτσε λαμβάνει υπόψη του αυτή την αντιφατικότητα της νεωτερικότητας, γι’ αυτό και ερμηνεύει τον Διαφωτισμό, αλλά και τη Γαλλική Επανάσταση, όχι μονοσήμαντα, παρά με γενικό κριτήριο πάντα τη βούληση για δύναμη.

§3
  Ό,τι φέρνει στο προσκήνιο, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τη βούληση για δύναμη των ευγενών πνευμάτων, ο φιλόσοφος το αποτιμά θετικά ‒και τούτο πάλι όχι οριστικά, απόλυτα· π.χ. καταφάσκει μερικώς την περίπτωση του Βολταίρου, αποστρέφεται εκείνη του Ρουσσώ. Παρόμοια αποτιμά τον Ναπολέοντα ως ύψιστη ιστορικά ενσάρκωση της βούλησης για δύναμη έναντι της μαζικής συνείδησης της Γαλλικής Επανάστασης. Κριτήριο αρνητικής αποτίμησης, σε κάθε περίπτωση, είναι η καθίδρυση της εξουσίας των σακάτηδων. Ετούτη εκμηδενίζει την ανθρώπινη ατομικότητα από τη ζωτική της εστία (=μοναδικότητα, ευαισθησία, εσωτερικότητα, ελευθερία, τοπικότητα κ.λπ.), για να την ρίξει ανέστια και ανασφαλή μέσα στην αγέλη που λέγεται μαζική κοινωνία. Κατ’ αυτή τη λογική, οι απατηλές «δημοκρατικο-σοσιαλιστικές» ωραιοποιήσεις επιφυλάσσουν στην ανθρώπινη ατομικότητα απογοητεύσεις, ξεριζώματα, συντριβές, αφανισμούς. Ουδείς εγγυάται ότι το σήμερα και το αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες· ουδείς εκτός από τους εν λόγω παρίες πολιτικούς, για τους οποίους γράφει επί λέξει ο φιλόσοφος:

«Ποια από τη σημερινή σάρα και μάρα μισώ περισσότερο; Τη σάρα και μάρα των σοσιαλιστών, τους απόστολους των τσαντάλα [=τους παρίες], που με τη χαμερπή τους ύπαρξη υποσκάπτουν το ένστικτο, τη χαρά, το αίσθημα της ολιγάρκειας του εργάτη: τον κάνουν ζηλιάρη και του διδάσκουν την εκδίκηση … Η πηγή της αδικίας δεν βρίσκεται στην ανισότητα των δικαιωμάτων, παρά στη διεκδίκηση “ίσων” δικαιωμάτων» (KSA 6, σ. 244).

§4
Ένα σχόλιο: ο Νίτσε δικαιώνεται από τα έργα και τις ημέρες των νεοελλήνων πολιτικών τσαντάλα: με τις δήθεν εργατικές κραυγές για «ίσα» δικαιώματα καταλαμβάνουν ως «σοσιαλιστές» την εξουσία και από πρώην πάμφτωχοι «εργάτες», εν μια νυχτί, γίνονται ζάπλουτοι «δημοκράτες». Και όλα αυτά βέβαια στο όνομα μιας ‒ορισμένης ποσότητας‒ αγελαίας μάζας που χαίρεται να θυσιάζεται για να «ευτυχούν» οι δήμιοί της. Ριζοσπαστικοποίηση του συμπαντικού Είναι των ανθρώπων σημαίνει να κατανοούν το ίδιο τους το γίγνεσθαι ως υπέρβαση των εσωτερικών τους αντιφάσεων και να αίρουν διαλεκτικά ό,τι τις μεταποιεί σε αποξενωμένο από τον εαυτό τους και από την κοινωνία πολιτικό υποκείμενο· κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν μάχονται να αντικαταστήσουν τις εξουσιαστικές δομές μιας παραδοσιακά αστικής υποκειμενικότητας με εξουσιαστικές δομές μιας άλλης, κατ’ ευφημισμό «σοσιαλιστικής» υποκειμενικότητας, αλλά στην πράξη δεσποτικής. Απεναντίας μάχονται για να καταστήσουν εξουσία την αυθεντική «βούληση για δύναμη», με θεμέλιο την αυτοερμηνευόμενη και αυτοδιευθυνόμενη σκέψη και πράξη. Προς μια τέτοια κατεύθυνση αποβλέπει, για παράδειγμα, η προσπάθεια του Χέγκελ να καταδείξει τη δυνατότητα αυτοθεμελίωσης της νεωτερικότητας με βάση τα αυτεξούσια προτάγματά της και όχι απλώς τις χωροχρονικές της οριοθετήσεις.