Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.
Φιλοσοφία
και Μεταφυσική
1. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη
φιλοσοφία και τη μεταφυσική; Πρόκειται για ένα ερώτημα, που πότε έμμεσα και
πότε άμεσα απασχόλησε τη φιλοσοφική σκέψη από τη συστηματική της έναρξη, κυρίως
από τον Πλάτωνα, έως και σήμερα. Στην
κορυφή όλων των μορφών της Γνώσης βρίσκεται η φιλοσοφία, την οποία ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τον Πλάτωνα,
εννοεί ως φιλία της σοφίας, ήτοι ως έρευνα
της σοφίας. Η αρχή της φιλοσοφίας είναι η απορία και ο θαυμασμός, καταπώς
μας λέει ο Πλάτων στον Θεαίτητο (155d) και ο Αριστοτέλης
στο έργο του Μετά τα φυσικά (A, 2,
982b). Η φιλοσοφική απορία λοιπόν είναι η εκδήλωση της αγάπης για τη σοφία. Ποιο
περιεχόμενο δίνει ο φιλόσοφος στην έννοια της σοφίας;
Το θέμα της σοφίας τον απασχολεί ιδιαίτερα στο ως
άνω έργο του. Διεξοδικά επιχειρεί να καταδείξει πως η σοφία είναι η ύψιστη μορφή γνώσης, η οποία δεν
έρχεται απ’ έξω στον άνθρωπο αλλά είναι σύμφυτη με την οντολογική του ουσία. Ευθύς στην αρχή, ο Αριστοτέλης μας λέει: «πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει»
(Μετά
τα φυσικά Α, 1, 980a). Τουτέστι,
όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν από τη φύση τους τη Γνώση: η επιθυμία της γνώσης είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Στη συνάφεια τούτη ο
άνθρωπος έχει το πάθος να γνωρίζει και τούτο το πάθος προκύπτει από την
ικανότητά του να εκπλήσσεται και να αναρωτιέται για τα φαινόμενα του κόσμου και
για αυτόν τούτο τον κόσμο. Είναι οντολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου αυτό το
πάθος· η
διαρκής τάση του να επιθυμεί τη γνώση από τη φύση του τον διακρίνει ρητά από τα
ζώα. 2. Στο
πλαίσιο αυτής της τάσης ή αυτού του πάθους του, για να φτάσει να αποκτήσει
διερευνητική γνώση του σύμπαντος πρέπει να ακολουθήσει μια ανοδική πορεία από
την εμπειρία προς τη φιλοσοφική γνώση. Χωρίς την εμπειρία δεν μπορεί να υπάρξει
θεωρητική γνώση. Ο Αριστοτέλης λοιπόν θεωρεί αναγκαίο να αναρωτηθεί, κατ’
αρχήν, πώς εκδηλώνεται η έμφυτη επιθυμία
του ανθρώπου για τη γνώση. Σε ένα πρώτο, κατώτερο επίπεδο εκδηλώνεται με το
γεγονός ότι ο άνθρωπος νιώθει πραγματική ευχαρίστηση, όταν χρησιμοποιεί τις
αισθήσεις του και δη εκείνη της όρασης. Ένα επόμενο στάδιο, που διακρίνει τον
άνθρωπο από τα κατώτερα ζώα είναι η μνημονική του ικανότητα. Με τη χρήση της
μνήμης αποκτά εμπειρία. Η όραση ‒και γενικότερα όλο το φάσμα των
αισθήσεων‒ δεν χρησιμοποιείται μόνο υπολογιστικά, δηλ. ως μέσο για να
επιτύχουμε κάποιους άμεσους, επί μέρους πρακτικούς σκοπούς, αλλά και ως αυτοσκοπός. Με την όραση, για
παράδειγμα, μπορούμε να απολαύσουμε μια ωραία στιγμή, ένα ωραίο θέαμα κ.λπ. πέρα από κάθε ωφελιμιστική σκοπιμότητα. Τούτο σημαίνει πως η έμφυτη τάση του
ανθρώπου προς την καθαρή γνώση, προς
τη σοφία, εκδηλώνεται κατά βαθμίδες, ποιοτικά διαβαθμισμένες. Πρώτη βαθμίδα είναι η άμεση κατ’
αίσθηση γνώση. Τούτη η γνώση είναι ατελής, αλλά αποτελεί μια πρώτη βάση για την εξελικτική πορεία
της γνώσης ως την ύψιστη βαθμίδα, που είναι η καθαρή, ανιδιοτελής, φιλοσοφική
γνώση, η σοφία και η θεωρητική γενίκευση. 3. Αυτή
η βαθμιαία εκδίπλωση της γνώσης, στα Μετά τα φυσικά, είναι παρόμοια με
την κατά βαθμίδες ανάπτυξη της γνώσης στη Φαινομενολογία του πνεύματος του
Χέγκελ: από την πρώτη βαθμίδα της κατ’ αίσθηση γνώσης, δηλ. το κεφάλαιο: αισθητήρια
Βεβαιότητα, στην ύψιστη βαθμίδα γνώσης, στη φιλοσοφική γνώση, το κεφάλαιο:
η απόλυτη
Γνώση. Κατ’ αυτήν την έννοια, ο άνθρωπος τείνει αδιάλειπτα προς μια
πιο ανώτερη βαθμίδα γνώσης, με αποκορύφωμα την ανώτατη βαθμίδα: τη σοφία και την επιστήμη. Η φιλοσοφική επιστήμη
δεν ασχολείται με πρακτικούς σκοπούς παρά, ως ανώτατη βαθμίδα, μόνο με τη
θεωρητική γνώση, με τη θεωρία. Ενώ οι άλλες επιστήμες περιορίζονται σε έναν μόνο τομέα γνώσης, π.χ. τα
μαθηματικά στον τομέα των μαθηματικών αντικειμένων ή η φυσική στον τομέα των
φυσικών φαινομένων, η φιλοσοφική επιστήμη, δηλ. η μεταφυσική έχει για λειτουργία της το να καθορίσει τις πρωταρχικές αλήθειες, από τις οποίες
εκκινώντας μπορεί να συγκροτήσει και να καθιδρύσει το σύνολο της γνώσης. Έτσι ξεδιπλώνει την ικανότητα να αποκτιέται γνώση των πρώτων και αρχέγονων
πραγματικοτήτων, από τις οποίες εκπορεύεται η δυνατότητα για τη γνώση και
την οντολογική κατασκευή όλων των άλλων όντων. Εδώ έγκειται και το νόημα της σοφίας.
Πρόκειται στ’ αλήθεια για το έσχατο
νόημα, που συνδέεται με την ύψιστη ολοκλήρωση της μεταφυσικής ενατένισης
των όντων. Κατ’ αυτή τη μεταφυσική θεώρηση, η σοφία είναι η γνώση των
πρωταρχικών και πιο γενικών αρχών των όντων και η διαύγαση της φύσης αυτών των
όντων: τι κάνει ένα ον να είναι αυτό το ον και όχι οτιδήποτε άλλο· ποιοι
είναι οι σταθεροί και αμετάβλητοι νόμοι, που διέπουν τη φύση των όντων. 4. Σε μια
τέτοια τέλεια γνώση βέβαια δεν είναι σε
θέση να φτάσει ο άνθρωπος παρά μόνο ο θεός. Ο άνθρωπος όμως είναι σε θέση
να την επιδιώξει. Η φιλοσοφία έτσι, ως φιλία της σοφίας, είναι η επιδίωξη αυτής
της γνώσης: το να αποβλέπει κανείς σ’ αυτήν τη γνώση και να τείνει τελικά, κατά
κάποιο τρόπο, να εξομοιώνεται με το θεό. Τούτο δεν σημαίνει ότι η ανθρώπινη
εκζήτηση, ήτοι η φιλο-σοφία, αποβλέπει σε ένα Μετά, σε ένα Επέκεινα,
αλλά στην ευρύτερη δυνατή ανθρώπινη γνώση, στην πιο ακριβή και καθολική θεώρηση
του κόσμου. Όσο εκτυλίσσεται αυτή η φιλοσοφική διεργασία, τόσο ο άνθρωπος
γίνεται ο φιλό-σοφος νοητής, που
υπερβαίνει το αρχικό στάδιο της φιλοσοφικής απορίας και του «θαυμασμού». Ως προς τον όρο επομένως μεταφυσική
χρειάζεται να διευκρινισθεί πως δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, αλλά από
τον Ανδρόνικο αργότερα κατά την ταξινόμηση του συνολικού έργου του φιλοσόφου.
Τα Μετά
τα φυσικά έτσι παραπέμπουν στο έργο που ακολουθεί μετά το έργο του: τα Φυσικά.
Αν στα Φυσικά απαριθμεί όσα
θεωρεί πρώτα αίτια, στα Μετά τα φυσικά προχωρεί στη
διερεύνηση της ορθότητας όσων είχε ως τότε περιγράψει. Αντί για τον όρο μεταφυσική
ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη φράση: πρώτη φιλοσοφία σε συνάφεια και με άλλες
εκφράσεις, που έχουν μνημονευθεί πιο πάνω: τη σοφία ως την κατάλληλη, ως την αρμόζουσα διανοητική ικανότητα και
τη θεωρία ως την άσκηση αυτής της ικανότητας
(Μετά
τα φυσικά ΧΙΙ 7, 1072b22
κ.εξ.). Η πρώτη φιλοσοφία λοιπόν προορίζεται να εξετάζει όχι το επί
μέρους ον ως κάποιο ορισμένο είδος, αλλά τον ον στην καθολικότητά του: αυτό που ενυπάρχει σε κάθε ον, δηλ. το οντολογικό του περιεχόμενο που το κάνει
να έχει πραγματικότητα και το οποίο είναι κοινό
σε όλα τα όντα· είτε πρόκειται για ζώο, άνθρωπο, υλικό αντικείμενο
κ.λπ.