Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Πλάτων: πώς γίνεται κανείς φιλόσοφος;



 

ΠΛΑΤΩΝ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ;


1. Τοποθετώντας την φιλοσοφία στην κατηγορία των ανθρώπινων αγαθών, ο Πλάτων τη χαρακτηρίζει ως το ύψιστο Αγαθό, που δώρισαν οι θεοί στους ανθρώπους:


«Ουδέν μεγαλύτερο αγαθό ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ  στο ανθρώπινο γένος ως δώρο των θεών» (Τίμαιος, 47b).

Η θέση του Πλάτωνος σχετικά με τη φιλοσοφία δεν είναι αυτή της γνώσης, της σοφίας, αλλά της αγάπης ή της επιθυμίας, του έρωτος της σοφίας:


«Γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε τώρα να πούμε ότι οι ήδη σοφοί δεν φιλοσοφούν, είτε είναι θεοί είτε άνθρωποι» (Λύσις, 218a).

Φιλοσοφία είναι το όνομα του τρόπου ζωής αυτού που επιθυμεί να αποκτήσει τη σοφία. Από την επιθυμία αυτή ονομάστηκε: φιλό-σοφος). Υπ’ αυτή τη μορφή, η φιλοσοφία είναι η συνεκτική, διαλεκτική βάση των Πλατωνικοί διαλόγων, που με τη σειρά τους προσδιορίζουν τη φιλοσοφία ως εκείνο τον τρόπο ζωής που επιτρέπει στον εαυτό του να καθορίζεται από τη φιλοδοξία για γνώση και από την πρακτική της.

2. Στο Συμπόσιο βρίσκουμε ένα πορτρέτο του δαίμονα Έρωτα ως φιλόσοφου. Ο δαίμων είναι ένα είδος ημίθεου: ο Έρως είναι γιος της θνητής Πενίας και του θεού Πόρου, δηλαδή της φτώχειας και της αφθονίας. Αυτός, ο απόγονός τους, είναι και τα δυο, είναι ένα ενδιάμεσο ον, μεταξύ θεών και ανθρώπων, μεταξύ πλούτου και εξαθλίωσης. Ο φιλόσοφος Έρως ποτέ δεν είναι τελείως άπορος, ανέστιος, εξαθλιωμένος, όπως επίσης και εντελώς πλούσιος. Απ’ αυτή την άποψη


«είναι κάτι μεταξύ σοφίας και αμάθειας. Στην πραγματικότητα δηλαδή συμβαίνει το εξής: από τους θεούς κανείς δεν είναι φιλόσοφος ούτε θέλει να γίνει σοφός, γιατί είναι. Ούτε κανείς άλλος, αν είναι σοφός, δεν φιλοσοφεί. Ούτε πάλι οι αμαθείς και αγράμματοι είναι φιλόσοφοι ούτε θέλουν να γίνουν σοφοί· γιατί αυτό είναι ακριβώς το κακό της αμάθειας: το να μην είναι κάποιος ούτε όμορφος ούτε αγαθός ούτε σοφός και να νομίζει ότι είναι καλά έτσι που είναι. “ποιοι λοιπόν είναι αυτοί που φιλοσοφούν, Διοτίμα, είπα εγώ, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι αγράμματοι”. Αυτό δα είναι φανερό και σε ένα παιδί ακόμα, είπε, ότι είναι αυτοί που βρίσκονται μεταξύ τούτων των δύο και απ’ αυτούς είναι και ο Έρως. Γιατί η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα και ο Έρως είναι έρως κάποιου σχετικού με την ομορφιά, κατ’ ανάγκη επομένως ο Έρως είναι φιλόσοφος και ως φιλόσοφος είναι μεταξύ του σοφού και του αγράμματου» (Συμπόσιον, 204a-b).

Με τον δικό του τρόπο, συνακόλουθα, ο φιλόσοφος, ως ανθρώπινο ον, ζει από μια θεϊκή επιθυμία, την επιθυμία να γνωρίσει την πραγματικότητα στο σύνολό της. Όπως μας λέει ο Πλάτων προς το τέλος του Φαίδρου (278d) μόνο ένας θεός μπορεί να ανακηρυχθεί σοφός, γιατί μόνο αυτός μπορεί να αποκτήσει την αληθινή γνώση. Ο άνθρωπος, από την άλλη, επειδή δεν μοιράζεται την τελειότητα, θα παραμένει πάντα ένας φιλόσοφος, ένα ον «που φιλοδοξεί να αποκτήσει γνώση». Πιο συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος ζει από μια επιθυμία που ζωντανεύει ό,τι είναι θεϊκό μέσα στον άνθρωπο: τη νοημοσύνη. Αυτό είναι που διακρίνει τον φιλόσοφο από τους άλλους ανθρώπους, γιατί λίγοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να βάλουν σε τάξη τη ζωή τους με βάση τον ρυθμό της άσκησης της νοημοσύνης τους, και αυτό, κατά κάποιον τρόπο, τον υποχρεώνει να αγωνίζεται για να δαμάσει κάθε είδους γνώση και στη συνάφεια τούτη τον «καταδικάζει» σε ένα έργο που δεν τελειώνει ποτέ.

3. Ο φιλόσοφος είναι αυτός που με το έργο του μπορεί να κάνει την πολιτεία να είναι αληθινά υγιής και να πάψει να ψήνεται στον πυρετό, παραδεδομένη μονόπλευρα στον υλικό πλούτο πέραν των αναγκαίων ορίων, στη χλιδή, στην ηδονοθηρία και τελικά στη σήψη (Πολιτεία 372e-373a,d). Ο φιλόσοφος έτσι σκέφτεται την πραγματικότητα συστηματικά και σε βάθος, αλλά αντικειμενικά συμβαίνει συγχρόνως να κατανοεί μόνο εν μέρει την πραγματικότητα που σκέφτεται. Η κατανοητή πραγματικότητα είναι προσβάσιμη σε αυτόν, αλλά δεν είναι στο σύνολό της: περικλείει πάρα πολλά, αναμενόμενα ή μη συμβάντα, τροπές, επιδιώξεις, αποτυχίες ή επιτυχίες κ.λπ. για ένα μεμονωμένο άτομο και πάρα πολλά, πάνω απ' όλα, για μια ζωή περιορισμένη στο χρόνο. Η φιλοσοφία, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι ένα είδος επιστημονικού κλάδου ούτε μια ορισμένη περιοχή γνώσης ή η ύψιστη μορφή γνώσης, αλλά παραπέμπει σε μια επιθυμία, σε μια αγάπη για μάθηση, ήτοι σε εκείνη τη συγκεκριμένη φιλομάθεια, που δεν ξεχωρίζει από την ίδια τη φιλοσοφία (Πολιτεία 376b), καθώς αυτός που αγαπάει τη γνώση, την αγαπάει, επειδή του αρέσει να μαθαίνει. Και όσο μαθαίνει, τόσο γίνεται θεωρητικά επαρκής, ώστε να καταστήσει την πράξη (πολιτική, ηθική κ.λπ.) πιο πραγματοποιήσιμη. Από εδώ προκύπτει και η ανάγκη εσωτερικής προσέγγισης πολιτικής πράξης και φιλοσοφίας, ώστε να ευτυχήσουν τόσα τα καθέκαστα άτομα όσο και η πολιτική κοινότητα ως σύνολο:


«Αν δεν συμβεί, είπα εγώ, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή ν’ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία, άδολα και άξια, αυτοί που τώρα τους αποκαλούν βασιλιάδες και άρχοντες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο· κι αν όλοι αυτοί, που σήμερα πορεύονται χωριστά προς τα εδώ ή προς τα εκεί, δεν εμποδιστούν δια της βίας να το κάνουν αυτό, δεν θα έχουν τελειωμό, φίλε Γλαύκων, οι συμφορές για τις πολιτείες ούτε και για το ανθρώπινο γένος …» (Πολιτεία 473 c11-d6).

Αυτή η διάκριση ανάμεσα στους φιλοσόφους, ικανούς από τη φύση τους να κυβερνήσουν την πολιτεία και πραγματικούς ηγέτες της πόλεως, και τους μη φιλοσόφους, δηλαδή πολιτικούς και άλλες παρόμοιες κατηγορίες ανθρώπινων ατόμων, που απέχουν πόρρω από τις ηγετικές ικανότητες των αληθινών (κατά Πλάτωνα) φιλοσόφων, δηλαδή των φιλοσόφων «που χαίρονται να αντικρίζουν την αλήθεια» (ό.π., 475e4), και δεν έχουν παρά να ακολουθούν τους φιλοσόφους-ηγέτες, είναι δυνατή, γιατί οι φιλόσοφοι ποθούν τη σοφία ολόκληρη και όχι απλώς τη μια ή την άλλη όψη της. Έτσι ανέρχονται σε έναν άλλο, ανώτερο τρόπο ζωής, που τους επιτρέπει να σκέπτονται πάντα το δίκαιο και τη δικαιοσύνη  και να μην ασχολούνται με τα τιποτένια πράγματα της καθημερινότητας.

4. Οι φιλόσοφοι λοιπόν, ως εκ της φυσικής τους ιδιοσυστασίας, δεν χορταίνουν να μαθαίνουν και μάλιστα να μαθαίνουν με ερωτικό πόθο και πάθος ειδικά ό,τι εκάστοτε αποκαλύπτει κάτι για την καθεαυτότητα του όντος και την ουσία του που υπάρχει πάντοτε και δεν γνωρίζει από γένεση και φθορά. Οι αληθινοί φιλόσοφοι, επομένως, και όχι όσοι προσποιούνται τον φιλόσοφο,


«μπορούν να συλλαμβάνουν εκείνο, που πάντοτε, από κάθε άποψη, μένει απαράλλαχτα αμετάβλητο» (ό.π., 484a).

Αυτό τους ανυψώνει πάνω από κάθε είδους φιλοχρηματία και φιληδονία, έτσι ώστε να τους διέπει η φρόνηση και, σε αντίθεση με τους κοινούς θνητούς (=τους φιλήδονες, τους φιλοχρήματους, τους μικροπρεπείς, τους υπερφίαλους, τους θρασύδειλους και παρόμοιες άλλες ιδιοσυγκρασίες), να ενδιαφέρονται για τις ηδονές της ψυχής αυτής καθεαυτήν και όχι εκείνες του σώματος. Βλέπουμε λοιπόν στους Διαλόγους τη φιλοσοφία να προσδιορίζει μια επιθυμία που έρχεται να θρέψει και να διεγείρει, σε αυτόν που την κάνει αρχή της ύπαρξής του, ένα σύνολο απαιτήσεων και πρακτικών. Αυτή η επιθυμία είναι που οδηγεί ορισμένους ανθρώπους στη σοφία, η οποία πρέπει να γίνεται κατανοητή και ως αυτή η εμπειρία της σκέψης που βρίσκει την εκπλήρωσή της στη γνώση του τι είναι, στη σύλληψη των νοητών Μορφών, αλλά και ως αυτή η μεταστροφή της ψυχής που αποδεικνύει ότι είναι η προϋπόθεση της καλής και ευτυχισμένης ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις, η φιλοσοφία διακρίνεται ως προσπάθεια, μια μορφή της πεισματικής επιμονής απέναντι στις απολαύσεις της γνώσης.

5. Η ανθρώπινη φύση που έχει κλίση προς τη φιλοσοφία διακρίνεται πάντα για το ελεύθερο φρόνημα (ό.π., 486a), γιατί δεν ταιριάζει η ανελευθερία και η δειλία στην ψυχή, που προορίζεται να φέρνει μέσα της εσαεί έναν διακαή πόθο για το θεϊκό αλλά και για το ανθρώπινο στην ολότητά τους και στην πληρότητά τους. Η ανελεύθερη, μη φιλοσοφική φύση φοβάται τον θάνατο και αντικρίζει τη ζωή ως ένα σπουδαίο πράγμα, χωρίς να ενδιαφέρεται ή να μπορεί να της δώσει προς τούτο κάποιο συγκεκριμένο και ανώτερο περιεχόμενο. Για να είναι σε θέση να δώσει στη ζωή το νόημα που της αναλογεί, χρειάζεται να κάνει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που κάνει ως τώρα: δηλαδή να σκέφτεται ήρεμα, ευπρεπώς, κοσμίως, διαλεκτικά, με δικαιοσύνη, με μέτρο,  με συμμετρία και ανάλογη αρμονία. Η φιλοσοφική ψυχή ξεχωρίζει σε όλα από τη μη φιλοσοφική ψυχή: είναι προικισμένη με εκείνη τη δύναμη που της επιτρέπει να εποπτεύει πάνω στην ολότητα του χρόνου και των αληθινών όντων και να μην εξιδανικεύει τον ανθρώπινο βίο αποκόπτοντάς τον, στη θεώρησή του, από τη συνέχεια του θανάτου (ό.π., 486a κ.εξ.). Επίσης η φιλοσοφική ψυχή έχει εύκολη πρόσβαση στη μάθηση και τη γνώση, σε αντίθεση με τις εγγενείς δυσκολίες της μη φιλοσοφικής ψυχής στο να μαθαίνει γρήγορα και εύκολα. Αυτές οι δυσκολίες  καθιστούν την τελευταία ανενεργή, άδεια από γνώση και χωρίς κάποια διάθεση ή έλξη για οποιοδήποτε έργο όμορφο και καλό. Πώς θα μπορούσε να αγαπήσει το καλό και να ορέγεται τη γνώση του, όταν, πέραν των προαναφερθέντων, δεν διαθέτει ούτε στοιχειωδώς ισχυρή μνήμη, με αποτέλεσμα να μισήσει και τον εαυτό της και το έργο που προορίζεται να κάνει; Αυτή η αφιλοσόφητη, ακαλλιέργητη ψυχή, τη μόνη τάση ή προδιάθεση που διαθέτει είναι εκείνη προς την αμετρία και τη δυσαναλογία (ό.π. 486d). Απεναντίας, η φιλοσοφική ψυχή


«έχει από τη φύση της καλό μνημονικό, ευχέρεια στη μάθηση, μεγαλοπρέπεια, χάρη, αγάπη και συγγένεια με την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία, τη σωφροσύνη» (ό.π., 487a).

6. Ο Πλάτων, στην Πολιτεία, κρίνει την λεπταίσθητη φύση του ανθρώπου  και την αληθινή φιλοσοφική ψυχή με βάση τη σφαιρική της ικανότητα να διαχειριστεί τα θέματα της πολιτικής εξουσίας με σύνεση και δικαιοσύνη και ενάντια στην ασυνεννοησία και τη δυστροπία. Έτσι, η ενασχόληση με τη φιλοσοφία δεν είναι απλώς ένα μέσο ή τρόπος για να δια-μορφωθούν καλοί κυβερνήτες, αλλά ένα έργο που διαρκεί καθ’ όλο τον βίο του ανθρώπου και συνυφαίνεται με την ίδια του την πνευματική πορεία, έστω κι αν η τελευταία για το σύνολο σχεδόν των αφιλοσόφητων ανθρώπων εκλαμβάνεται ως κάτι το αλλόκοτο, ως ανεξήγητη παρέκκλιση από τον συνήθη δρόμο της ζωής, που περνάει ως ο ορθός, αλλά στην ουσία είναι ανορθολογικός. Ακριβώς επειδή για τους πολλούς, για την κοινή γνώμη, ο δρόμος της φιλοσοφικής ψυχής προς την Ιδέα των αληθινών όντων είναι κάτι το ακατανόητο, οι φιλόσοφοι θεωρούνται άχρηστοι για την πολιτεία (ό.π., 489b κ.εξ.). Υπεύθυνοι όμως για την αχρηστία τούτη των φιλοσόφων δεν είναι οι ίδιοι οι άξιοι φιλόσοφοι, αλλά εκείνοι οι κυβερνήτες της πολιτείας που δεν χρησιμοποιούν τους τελευταίους με βάση την αξία τους, αλλά τους αφήνουν στο περιθώριο κρίνοντάς τους ως μη άξιους. Οι αληθινοί φιλόσοφοι δεν έχουν λόγο να παρακαλούν τους κυβερνώμενους για να τους κυβερνήσουν· αντιθέτως, οι τελευταίοι έχουν ανάγκη να πηγαίνουν προς τους άξιους φιλοσόφους και να ζητούν να τους κυβερνήσουν, γιατί οι αληθινοί κυβερνήτες είναι τούτοι οι φιλόσοφοι και όχι οι τωρινοί άρχοντες της πολιτείας (ό.π., 489c). Τέτοιοι αληθινοί κυβερνήτες, άξιοι δηλαδή φιλόσοφοι, είναι πολύ λίγοι και αποτελούν μια χαρακτηριστική εξαίρεση μέσα στον κόσμο των πολλών κακιών, συμπεριλαμβανομένων και ουκ ολίγων διεφθαρμένων επαγγελματιών «φιλοσόφων», που λόγω κακής αγωγής είναι χειρότεροι και πιο επικίνδυνοι ακόμη και από όλες τις αφιλοσόφητες ψυχές.