Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Hegel: Η Διαλεκτική πολέμου και ειρήνης

 


                                 Γκέοργκ  Χέγκελ

1770–1831

 

Η Φαινομενολογία του πολέμου

§1

Ι. Η εποχή, που έζησε ό Χέγκελ, 1770-1831, ήταν μια πολυκύμαντη εποχή, με φοβερές δονήσεις της ιστορίας, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η Γαλλική επανάσταση. Η τελευταία αποτέλεσε μια από τις πιο συνταρακτικές παρορμήσεις για τη συγκρότηση αλλά και την εξέλιξη της σκέψης του. Στο πλαίσιο τούτης της εξέλιξης εντάσσεται και η διαμόρφωση της πολιτικής του σκέψης, δυνάμει της οποίας διατυπώνει και τη διαλεκτική του θεωρία για τον πόλεμο. Ακριβώς επειδή η εγελιανή θεωρία του πολέμου είναι διαλεκτική δεν αφήνει περιθώρια για μια  ερμηνεία, αποπροσανατολιστική για κάθε λαό και έθνος, που ανυμνεί την ειρήνη και αναθεματίζει τον πόλεμο. Σε κάθε στιγμή του χρόνου αποδεικνύεται επίκαιρη και αληθής.

ΙΙ. Οι σκέψεις του Χέγκελ για τον πόλεμο κινούνται πέραν κάθε «συμπονετικού» πασιφισμού και  υποκριτικής ειρηνοφιλίας. Φορείς, άτομα ή ομάδες, που υπερασπίζονται ή αναπαράγουν τέτοιου είδους υποκρισίες, είναι συνήθως ακατέργαστοι παράγοντες της πολιτικής ζωής, με ύψιστη αξία τους την καλοπέραση και την τρυφηλή ζωή: λουφαγμένοι μέσα στο ένα ή το άλλο χλιδάτο πολιτικό μαγαζί ή στην καρέκλα της εξουσίας ιδιοποιούνται τον πλούτο της ολότητας του έθνους για να υλοποιούν ως πολιτική του τελευταίου την εγκληματική παραίτηση από την αναγκαία ετοιμότητά του για πόλεμο. Μια τέτοια παραίτηση, που φτάνει συνήθως στα όρια της εθνικής μειοδοσίας συμβαίνει, όταν τη διακυβέρνηση αναλαμβάνουν τα φασιστοειδή μορφώματα της καθεστωτικής «αριστεράς».

ΙΙΙ. Είναι αλήθεια πως ο Χέγκελ δεν υποστηρίζει τον πόλεμο ως κρατική πολιτική ούτε υποστηρίζει τη διαρκή ειρήνη. Αντίθετα υποστηρίζει ότι η σύγκρουση είναι εγγενής μεταξύ κρατών σε μια άναρχη διεθνή σφαίρα. Έτσι, ακόμα κι αν είναι επιθυμητό, η αέναη ειρήνη είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Ο φιλόσοφος δέχεται πως υπάρχουν ορισμένες θετικές πτυχές του πολέμου, όπως το ότι είναι ένας καλός δείκτης της υγείας ενός κράτους, μιας ζωντανής πολιτείας. Ωστόσο, η παρατήρηση αυτών των θετικών χαρακτηριστικών δεν ισοδυναμεί με υπεράσπιση του πολέμου: χρησιμεύουν μόνο ως περιγραφή του τρόπου, με τον οποίο ο πόλεμος επηρεάζει τα κράτη. Επ’ αυτού ο Χέγκελ είναι ένας παραδειγματικός ρεαλιστής, που διαβάζει την ενεργό πραγματικότητα της πολιτείας από μέσα και διακρίνει την αναγκαιότητα να είναι πάντοτε ετοιμοπόλεμη, εάν θέλει να ζήσει εν ειρήνη.

ΙV. Ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, στο πλαίσιο κατανόησης του κόσμου του ανθρώπου υπό την οπτική της διαλεκτικής πραγμάτωσης του πνεύματος εντός του κόσμου, υποβάλλει σε σφοδρή κριτική τις συμβατικές αντιλήψεις ή παραστάσεις περί πολέμου. Αυτές οι αντιλήψεις ανάγουν το γενικό τους υπόβαθρο σε διάφορες θεωρίες περί φυσικού δικαίου και θεωρούν τον πόλεμο –αδιάφορο, αν είναι θεολογικο-εκκλησιαστικής ή δημοκρατικοφανούς υφής–  ως εκτροπή, ως μια κατάσταση όπου τίθεται υπό αδικαιολόγητη αμφισβήτηση η αρμονική συνεργασία ανάμεσα στα άτομα καθώς και ανάμεσα στα κράτη.

V. Απεναντίας, όπως λένε συνήθως οι αφιλοσόφητοι ωφελιμιστές, η ειρήνη εκφράζει την αρμονία και την αρμονική συνεργασία των ανθρώπων, γι’ αυτό και πρέπει να επικρατεί παντού και με κάθε τρόπο. Μεταφερόμενη δε αυτή η αίσθηση περί ειρήνης στην κοινωνία επιτρέπει σε όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς άρπαγες του ανθρώπινου μόχθου να υπερασπίζονται μέχρι θανάτου την κοινωνική «ειρήνη», την αδιαμαρτύρητη, τη δουλική υποταγή της ανθρώπινης κοινότητας στις ορέξεις της δικής τους φιλαρχίας: ό,τι ακριβώς ο Χέγκελ αποτιμά ως αποκοίμιση των λαών και ενάντια στο οποίο στρέφεται με τη θεωρία του περί πολέμου. Τα πάθη των κρατούντων, ανάλογα με τη μια ή την άλλη συμπτωματικότητα, εμφανίζονται ως εξωτερική αιτία ή αφορμή για αφηρημένα κηρύγματα περί ειρήνης ή και περί πολέμου. Όμως πάνω απ’ αυτά τα πάθη βρίσκεται η πολιτεία, με την αριστοτελική έννοια του όρου, η ηθική της ουσία έγκειται στο να είναι πάντοτε σε πολεμική ετοιμότητα για να πραγματώνει το έργο της ελευθερίας (Χέγκελ: Werke 7, σσ. 491 κ.εξ).      

§2

Ι. Το θεμελιώδες φιλοσοφικό θεώρημα, πάνω στο οποίο ο Χέγκελ στηρίζει τη φαινομενολογική του θεωρία περί πολέμου, είναι η ρήση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πατήρ πάντων …».  Ιστορικά ιδωμένος ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας, άρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, που υπερβαίνει κάθε είδους υποκειμενικό ή ατομικό ηθικό credo και η οποία μόνο με κριτήρια του Αντικειμενικού μπορεί να κατανοείται. Τι μας λέει λοιπόν αυτό το Αντικειμενικό; Ότι τα περισσότερα εκάστοτε νέα μορφώματα ζωής έχουν εγγραφεί στην ιστορία ως έμμεσα ή άμεσα αποτελέσματα πολέμου, διαμάχης, αγώνα, έριδας, σύγκρουσης και όχι ως προερχόμενα από οποιαδήποτε κοινωνική απάθεια, αδράνεια, αποτελμάτωση ή αιώνια ειρήνη.

ΙΙ. Η καταδίκη, ο αναθεματισμός του πολέμου επομένως, με βάση αφηρημένα ηθικά αξιώματα που έχουν ως κοινό παρονομαστή το Δέον-Είναι (Sollen), δηλαδή αυτό που οφείλει, που πρέπει να νομιμοποιείται σε αντίθεση με ό,τι δεν πρέπει, αιχμαλωτίζουν το άτομο μέσα στην ιδιοτέλεια του ατομικού συμφέροντος και του αφαιρούν τη δυνατότητα να σκέπτεται πολεμικά, δηλαδή μαχητικά, αποφασιστικά, καθολικά, οικουμενικά, και να οικοδομεί τη συνεργασία του με τα άλλα άτομα στη βάση υπεράσπισης του κοινού συμφέροντος· μια υπεράσπιση που όχι σπάνια απαιτεί τη θυσία  πεπερασμένων, υλικών αγαθών προκειμένου να διατηρηθεί «η κατά κοινωνικό-πολιτικό έθος υγεία των λαών» (ό.π., σ. 493).

ΙΙΙ. Λαοί που φοβήθηκαν να αγωνιστούν, να πολεμήσουν για την ύψιστη ελευθερία τους, την ελευθερία της πολιτείας ως έθνους, ως πατρίδας, καταδίκασαν τον εαυτό τους στο να υφίσταται μια εσωτερική κυριαρχία και συγχρόνως να μη μπορούν να αγωνιστούν ενάντια στην υποδούλωσή τους από άλλα κράτη: «η ελευθερία τους πέθανε από το φόβο ότι θα πεθάνει» (ό.π. σ. 492). Να γιατί και οι εθνικοί μειοδότες της εκάστοτε φασιστικής «αριστεράς» υπηρετούν δουλικά ξένες δυνάμεις και συμφέροντα, χωρίς την αφειδώλευτη στήριξη  των οποίων ούτε μια ημέρα δεν θα μπορούσαν να μείνουν στην εξουσία. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, τέτοια ανδρείκελα δεν έχουν ίχνος πατριωτισμού, νοούμενου ως κατ’ έθος πολιτικής πράξης για την ευημερία της πολιτείας.

§3

Ι. Πώς δικαιολογεί ο Χέγκελ την ως άνω «αιχμαλωσία» του λαού; Τη δικαιολογεί με βάση τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στην αστική κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) και στο κράτος/πολιτεία (Staat). Η κοινωνία αυτή, στη νεωτερική εποχή, συγκροτείται και λειτουργεί ως αστική κοινωνία, όπου κυριαρχεί μια τυπική κοινότητα ή ενότητα των ανθρώπινων ατόμων ως πολιτών, πίσω από την οποία μαίνεται αδιάκοπα ένας ακήρυκτος πόλεμος ανταγωνιστικών ατομικών συμφερόντων: το κάθε άτομο γίνεται μεμονωμένο-απομονωμένο άτομο, περιορισμένο μόνο στην υπεράσπιση της ατομικής του ιδιοκτησίας και του ατομικού του συμφέροντος. Το γενικό συμφέρον υπολείπεται. Σε καιρό ειρήνης έτσι ευδοκιμεί η αστική ζωή της τρυφηλότητας και με την πάροδο του χρόνου τα άτομα αποτελματώνονται, αδρανοποιούνται, φθείρονται και ιδιωτεύουν (ό.π., σ. 493).

ΙΙ. Η εν λόγω κοινωνία, κατά συνέπεια, συνιστά απλώς μια επί μέρους εξισορρόπηση διαφορετικών ιδιοτελών σκοπών. Γι’ αυτό ο Χέγκελ αναζητεί την αληθινή, την ουσιακή της ενότητα στο κράτος/την πολιτεία ως την ιδέα ή το πνεύμα, όπου η κοινότητα συμφερόντων ανελίσσεται, μέσα από τη διαλεκτική της αναίρεση, στην ποιοτική βαθμίδα της κοινότητας της  κοινότητας ενδιαφερόντων. Το κράτος/η πολιτεία έτσι αναδύεται ως η σταθερή υποστασιακή ατομικότητα των επί μέρους ατόμων. Όταν διακυβεύεται αυτή η υποστασιακή ατομικότητα του εκάστοτε συγκεκριμένου ανθρώπου, τότε αισθάνεται την ανάγκη πολέμου για την υπεράσπιση αυτής της υπόστασής του (ό.π.).

ΙΙΙ. Έτσι αφυπνίζεται από τον λήθαργο, εν καιρώ ειρήνης, που συνεπάγεται η ατομικιστική του φιλαυτία και ο απόλυτος εγκλεισμός του μέσα στο ιδιοτελές Σπήλαιο  των εγωιστικών του συμφερόντων. Τότε συμβαίνει να ενσαρκώνει την πραγμάτωση του πνεύματος: γίνεται πολεμιστής, μαχητής της Ιδέας του, η οποία είναι Ιδέα όλων, δηλαδή καθολική ή απόλυτη Ιδέα. Επέρχεται έτσι η στιγμή, όπου δεν υπάρχει ως μεμονωμένο, ενικό άτομο της αστικής κοινωνίας, αλλά κινείται μες στη ζωή ως ενεργώς πραγματική Ιδέα του όλου.                        

§4

Ι. Η ετοιμότητα του πολέμου, αποφαίνεται ο Χέγκελ, αποδεικνύει τη σχετικότητα των αξιών της αστικής κοινωνίας. Μια αιώνια ειρήνη, ως εκ τούτου, την οποία υπερασπιζόταν ο Καντ, απολυτοποιεί αυτή τη σχετικότητα και γεμίζει τον κόσμο του ανθρώπου με αυταπάτες: δηλαδή ανάγει σε υπέρτατη αξία την υπεράσπιση των ιδιοτελών συμφερόντων των κοινωνικών ατόμων και οντολογικά προσανατολίζει τα τελευταία να θεωρούν ως ultima ratio της κοινωνικής οργάνωσης τα δικά τους συμφέροντα. Μια διαλυμένη κοινωνία λοιπόν δείχνει να είναι βουλιαγμένη μέσα σε ωκεανούς αυταπατών, που επιτείνονται από τους πραιτοριανούς του πολιτικού καθεστωτισμού. Δείχνει περαιτέρω να είναι οντολογικά συμμορφωμένη προς ιδιοτελείς επιταγές εργασιακής, κοινωνικής, πολιτικής, επαγγελματικής, ιδεολογικής ειρήνης κ.λπ.

ΙΙ. Η αμφισβήτηση αυτής της συμμόρφωσης προϋποθέτει την τεράστια δύναμη του αρνητικού. Και αυτή η δύναμη, κατά τον Χέγκελ, είναι ο πόλεμος στην αναλογία συνθηκών και μορφών. Αυτός συναφώς δεν είναι ένα απόλυτο κακό, ακόμη κι αν ορισμένως μπορεί να επιφέρει παροδικά κακά ή να προκαλείται από ανεξέλεγκτα πάθη των εκάστοτε εξουσιαστών. Αντίθετα, είναι η κατάσταση που δείχνει τη ματαιότητα των εν χρόνω πραγμάτων και αγαθών, κατ’ επέκταση κονιορτοποιεί κάθε είδους ψευδαισθητική εικόνα  περί βεβαιότητας, περί «πολιτισμένου διαλόγου», περί υλικής ευμάρειας κ.α., εκ μέρους υποψηφίων κυβερνητών, σε δεδομένες ιστορικές στιγμές σαν τις δικές μας, είτε ετούτοι προέρχονται από την προδοτική «αριστερά», είτε από έναν αντίστοιχο «δημοκρατικό» ή «σοσιαλιστικό» αστισμό: για όλους, ο μόνος νόμιμος πόλεμος είναι η βίαιη εξαθλίωση της ανθρώπινης κοινότητας, αρκεί οι ίδιοι να νέμονται την εξουσία. Αυτή η συμπόρευση φιλαρχίας  και εθνικής μειοδοσίας/αντιπατριωτισμού είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός, κατά Χέγκελ, της κατ’ έθος ζωής, δηλ. της πολιτείας.