Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Kant: Κριτική Φιλοσοφία του Λόγου



 

IMMANUEL KANT

1724–1804  

Κριτική και Λόγος

[Κριτική του Καθαρού Λόγου: τι μπορώ να γνωρίζω;]

1. Κριτική: είναι βασικός όρος του Καντ και σχετίζεται με την κριτική του στάση για τη δυνατότητα της γνώσης και της μεταφυσικής. Τα κύρια κείμενα που διέπουν την απεικόνιση αυτής της στάσης του είναι οι πρόλογοι και οι εισαγωγές της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του Καθαρού Λόγου μαζί με την §14 της πρώτης Κριτικής και η εισαγωγή μαζί με τις §§57-60, με τίτλο «Περί του καθορισμού των ορίων του καθαρού Λόγου», του έργου του: Προλεγόμενα  σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική, ένα αξιόλογο έργο που δημοσίευσε ο Καντ μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Υπό τον όρο «κριτική» μπορεί κανείς να συσχετισθεί με το ώριμο έργο του Καντ που είναι γνωστό ως «κριτική φιλοσοφία». Αυτή η «κριτική φιλοσοφία» συνδέεται θεμελιωδώς με τις τρεις Κριτικές του: την Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781- δεύτερη, εν μέρει αναθεωρημένη, έκδοση 1787), την Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) και την Κριτική της Δύναμης της Κρίσης (1790).

2.  Προγραμματικός στόχος του Καντ δεν ήταν να γράψει διαδοχικά τις τρεις Κριτικές, αλλά όλα ήταν αποτέλεσμα του πρωταρχικού του κριτικού εγχειρήματος, όπως το γνωρίζουμε στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Σε τούτο το έργο διερευνά τη  θεωρητική-γνωσιακή δύναμη του Λόγου για να επεκτείνει στη συνέχεια αυτή την έρευνα στο πεδίο της πρακτικής-βουλητικής δύναμης του Λόγου και τέλος στην έρευνα της δυνατότητας της δύναμης της κρίσης να αναστοχάζεται τη σκόπιμη οργάνωση των πραγμάτων στη σφαίρα της φύσης και του πνευματικού πολιτισμού. Ως εκ τούτου, η «κριτική» στον Καντ αναφέρεται στην αντιμετώπιση και επίλυση φιλοσοφικών προβλημάτων με έναν τρόπο που αρχικά αναπτύχθηκε μεθοδικά και πραγματοποιήθηκε στην Κριτική του Καθαρού Λόγου και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε περαιτέρω πεδία φιλοσοφικής έρευνας.

3. Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της Κριτικής του Καθαρού Λόγου ο Καντ γράφει σχετικά με τον τίτλο του εν λόγω έργου:

«Με τον τίτλο αυτό δεν εννοώ μια κριτική των βιβλίων και των συστημάτων, αλλά την κριτική της ικανότητας του Λόγου γενικά, όσον αφορά όλες τις γνώσεις, προς τις οποίες είναι δυνατό να τείνει ο Λόγος, ανεξάρτητα από κάθε είδος εμπειρίας, συνεπώς την κρίση και απόφανση για τη δυνατότητα ή μη δυνατότητα μιας Μεταφυσικής γενικά, όπως και τον καθορισμό τόσο των πηγών όσο και της έκτασης και των ορίων της Μεταφυσικής· αλλά όλα αυτά εκκινώντας από αρχές» (AXII, 6-13).

Βλέπουμε πως ο Καντ εδώ χρησιμοποιεί την «Κριτική» για να αξιολογήσει την ικανότητα του Λόγου να ερευνήσει όλο το πεδίο των θεωρητικών γνώσεων και τις καθιερωμένες ως την εποχή του απόψεις για τη Μεταφυσική. Ουσιαστικά καθιστά το έργο του κριτικό έργο, έχοντας ως δεδομένο, πέραν των άλλων, την αντιπαράθεση του Διαφωτισμού με την παραδοσιακή δομή της σκέψης και με τα σύνολα γνώσης, που δικαιολογούσαν την απόλυτη εξουσία στον Λόγο και την Πράξη. Έτσι, το σύνολο της κριτικής σκέψης του Καντ τώρα συμβαδίζει με το γενικό κριτικό πνεύμα της εποχής του και αποβλέπει στην ανίχνευση της προκατάληψης, της πλάνης και του λάθους σε ιστορικά παγιωμένες απόψεις σχετικά με τη γνώση και τη Μεταφυσική. Παράλληλα αποκτά και το πιο ειδικό νόημα μιας αρχής αξιολόγησης του βαθμού στον οποίο μπορούν να δικαιολογηθούν ή μη κάποιες από τις μεν ή δε απόψεις. Το πιο σημαντικό πάντως είναι ότι ο Καντ συνδέει τον όρο «κριτική» με την αναθεωρητική αξιολόγηση των αξιώσεων του Λόγου ή των αξιώσεων που διατυπώνονται για λογαριασμό [ή στο όνομα] του Λόγου, σε αντιδιαστολή με τις αξιώσεις που βασίζονται στην εμπειρία ή σε άλλες πηγές εγκατανόησης που εκφράζουν τις απόψεις τους. 

4. Λόγος: για τον Καντ, ο Λόγος δηλώνει, στο πιο γενικό επίπεδο, τις ανώτερες νοητικές δυνάμεις στο σύνολό τους, σε αντίθεση με τις κατώτερες νοητικές δυνάμεις που βασίζονται στις αισθήσεις. Επομένως, η κριτική αξιολόγηση του Λόγου σημαίνει να ερευνήσουμε την ικανότητα του Λόγου στο να παρέχει γνώσεις που δεν βασίζονται στις αισθήσεις, ή τουλάχιστον όχι μόνο στις αισθήσεις, αλλά που βασίζονται ειδικά, αν όχι αποκλειστικά, στις πηγές του Λόγου ή στις δυνάμεις της σκέψης και της εννοιολογικής σύλληψης, σε αντίθεση με αυτές της αίσθησης και της κατ’ αίσθηση αντίληψης. Ο Λόγος είναι τόσο στενά συνυφασμένος με την «κριτική» στον Καντ, έτσι όπως εκδηλώνεται κυρίως σε φράσεις του είδους: «Κριτική του Λόγου», «Κριτική του καθαρού Λόγου» ή “Κριτική του καθαρού θεωρητικού Λόγου”, ώστε τυπικά να παίρνει την γραμματική μορφή μιας γενικής δομής, στην οποία ο Λόγος είναι ταυτόχρονα το αντικείμενο που υπόκειται σε κριτική και το υποκείμενο που αναλαμβάνει την κριτική.

5. Δεν υπάρχει κάποια άλλη, εξωτερική αυθεντία, κατάλληλη να κρίνει και να αποτιμήσει τα αιτήματα ή τις αξιώσεις του Λόγου, οι οποίες υπερβαίνουν, κατ' αρχήν, το εύρος της εμπειρίας και επομένως είναι ανοιχτές μόνο σε μη εμπειρικές, αυστηρά επιχειρηματολογικές μορφές εγκυρότητας. Τούτο σημαίνει πως πρέπει ο ίδιος ο Λόγος να αναλάβει το έργο της κριτικής. Εξ ου και η κριτική του Λόγου είναι, στην ουσία, η αυτοκριτική του Λόγου. Σίγουρα, ο Λόγος δεν μπορεί να είναι το αντικείμενο και αυτός πάνω στον οποίο ασκείται η δική του κριτική, δηλαδή να είναι κυριολεκτικά επί τω έργω αυτοπροσώπως. Εξάλλου, ο Λόγος, κατά την αντίληψη του Καντ, δεν είναι κάποιος μαγικός υπερανθρώπινος νους ή πνεύμα, αλλά το σύνολο των αρχών που ρυθμίζουν τη σκέψη σε όντα σαν εμάς, πεπερασμένα λογικά όντα, που διαθέτουν την ικανότητα ή, κατά τον προτιμώμενο όρο του Kant, τη δυνατότητα να σκέφτονται. Για τον Γερμανό φιλόσοφο, η αυτοκριτική του Λόγου έγκειται στο να επιδίδεται σε μια εξέταση του Λόγου μέσω του Λόγου, προκειμένου να εκτιμήσει, με τρόπο που να διέπεται από αρχές, τι είναι ικανός να κάνει ο Λόγος και τι όχι.

6. Ο Καντ είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Λόγος δεν είναι αυτόχρημα ικανός να εξετάσει ως μέσα στη ρίζα του την έκταση των δυνατοτήτων του. Συνήθως, ο άνθρωπος, όταν χρησιμοποιεί τον Λόγο, δείχνει να εκτιμά λαθεμένα τις ικανότητές του και αφήνει τον εαυτό του να αυτο-κολακεύεται με ψευδαισθήσεις σχετικά με την έκταση των δυνάμεών του. Το γεγονός ότι ο Λόγος είναι επιφορτισμένος με την αυτοκριτική του δεν σημαίνει ότι τούτη-εδώ νοείται ως ένας απο-λογισμός για τις παρελθοντικές ή παροντικές του δυνατότητες, που έχουν αναπτυχθεί ή αναπτύσσονται πραγματικά, αλλά κυρίως ως οι πιθανές του επιδόσεις στο μέλλον. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η αυτοκριτική του Λόγου δεν είναι μόνο ένα πιθανό εγχείρημα που μπορεί να αναλάβει κανείς κατά την κρίση του, αλλά μια απαίτηση προκειμένου να διευθετηθεί, μια για πάντα, η πραγματική διαφωνία σχετικά με τις αξιώσεις του Λόγου. Αυτές οι αξιώσεις εξετάζονται κριτικά από τον Καντ και είναι, σε πρώτη φάση, οι γνωσιακές αξιώσεις του Λόγου ή οι αξιώσεις για τη γνώση που πρέπει να επιτευχθεί μέσω του Λόγου. Ο Καντ χρησιμοποιεί τον όρο γνώση (Erkenntnis) για να συμπεριλάβει γνωσιακές αξιώσεις κάθε είδους και κάθε δυνατής έκτασης, ανεξάρτητα από το αν αυτές αποδεικνύονται, με μια πιο προσεκτική εξέταση, δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες.

7. Συνήθως όμως οι γνωσιακές αξιώσεις του Λόγου διατηρούνται με την πιο αυστηρή έννοια της απόφανσης ότι η εν λόγω γνώση είναι δικαιολογημένη και αληθής. Ο Καντ ορίζει τις γνώσεις που αξιώνει ο Λόγος και αποδεικνύονται ότι διαθέτουν δικαιολόγηση και αλήθεια ως Γνώση (Wissen). Εδώ πρόκειται για έναν όρο που συνδέεται στενά στα γερμανικά με τη λέξη για την επιστημονική γνώση ή επιστήμη (Wissenschaft). Στη συνάφεια τούτη, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί κατά κανόνα τον όρο: Γνώση/επιστημονική Γνώση στην περιοχή της θεωρητικής φιλοσοφίας και της κριτικής της εξέτασης σε τούτη την περιοχή· ιδιαίτερα στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Απεναντίας αποφεύγει να χρησιμοποιεί τον ως άνω όρο στο επίπεδο του πρακτικού Λόγου και σε επαρκώς αιτιολογημένες πρακτικές γνώσεις, χωρίς να τον αποκλείει ολότελα. Η Κριτική του Καθαρού Λόγου, κατά ταύτα, αφορά την ανθρώπινη ικανότητα για γνώση: «Τι μπορώ να γνωρίζω;» είναι το ερώτημα που ερευνά εδώ ο Καντ. Η βασική του διαπίστωση είναι ότι υπάρχουν ανυπέρβλητα όρια στη γνώση. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να συλλάβουμε το σύνολο της πραγματικότητας. Επιπλέον, η σκέψη μας εξαρτάται πάντα από την εμπειρία, δηλαδή από εισροές απ’ έξω. Η ανθρώπινη γνώση προκύπτει μόνο μέσα από την αναφορά σε εξωτερικά αντικείμενα. Με αυτή τη διαπίστωση, ο Καντ ξεπέρασε τον Ορθολογισμό, ο οποίος πίστευε ότι η γνώση της αληθινής φύσης των πραγμάτων μπορούσε να αποκτηθεί μόνο από τις αρχές του Λόγου.