Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Πλάτων: Φιλοσοφία και ηθική Αυτονομία




Πλάτων
427 π.Χ. - 347 π.Χ.


O Σωκράτης ενώπιον του θανάτου

§1

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


     Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο την άνοιξη του 399 π.Χ. Τότε ο Πλάτων είναι περίπου 28 χρονών και βιώνει τη φοβερή τούτη εμπειρία του άδικου θανάτου του Σωκράτη ως μια νομιμοφανή δολοφονία. Η ίδια τούτη εμπειρία τον οδηγεί στο καθοριστικό σημείο να αποστραφεί πλήρως την ενασχόλησή του με την ενεργό πολιτική και έκτοτε να δοθεί στη φιλοσοφία. Η εν λόγω φιλοσοφική στροφή του Πλάτωνα δεν ήταν άσχετη και με το ταλέντο που διέθετε στο λόγο και στη διεισδυτική σκέψη. Ακριβώς τούτη η ικανότητά του τού επέτρεψε να διακρίνει στον Σωκράτη μια αδέσμευτη, αγνή και πραγματικά συγκεκριμένη φιλοσοφική διάσταση του λόγου του και του αντίστοιχου τρόπου ζωής. Ο θάνατος του 

Σωκράτη έδειξε με περισσή καθαρότητα ότι το πολίτευμα της Αθήνας, η ίδια η πολιτεία, είχε φτάσει στο ακρότατο σημείο της σήψης. Ανεξάρτητα από το προσωπείο του κάθε πολιτεύματος, «δημοκρατικό» ή ολιγαρχικό, η ουσία για τον Πλάτωνα εντοπίζεται στο πώς θα μπορέσει να διασωθεί από την καταρρέουσα πολιτική κοινότητα της πατρίδας του ό,τι μπορεί να διασωθεί. Γι’ αυτό και θέτει ως έναν από τους ύψιστους στόχους της φιλοσοφίας του τη χάραξη ή τη φανέρωση εκείνων των τρόπων και δρόμων, που θα μπορούν να οδηγούν τις κυβερνήσεις, τα πολιτικά συστήματα και κατ’ επέκταση την πολιτεία προς τη χώρα της δικαιοσύνης, προς μια κοινωνική ηθική, όπου ο Σωκράτης μέσα στην κοινωνία, δηλ. ο κάθε Σωκράτης της πολιτικής κοινότητας, θα απολαμβάνει πλήρη ελευθερία λόγου και ανεξαρτησία σκέψης.  


ΙΙ. Επιστολή Ζ΄ 324b8325c5

     «Όταν κάποτε ήμουν νέος, έπαθα το ίδιο που έπαθαν και πολλοί άλλοι: υπολόγιζα, αμέσως μόλις γίνω κύριος του εαυτού μου, να ασχοληθώ με την πολιτική. Τότε βρήκα την εξής κατάσταση στα πολιτικά πράγματα της Πόλεως: επειδή  το πολίτευμα που υπήρχε  κατακρινόταν από πολλούς, έγινε πολιτειακή μεταβολή και ήρθαν στην εξουσία  πενήντα ένας πολίτες ως άρχοντες, έντεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά καθεμιά απ’ αυτές τις δυο συναρχίες έπρεπε να έχει τον έλεγχο στην αγορά και γενικά στη διοίκηση των πόλεων ενώ  τριάντα έγιναν ανώτατοι άρχοντες µε απόλυτη εξουσία. Μερικοί λοιπόν απ’ αυτούς έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί µου, μάλιστα δε με καλούσαν άμεσα να πάρω μέρος σε πράγματα που φαινόταν να μου ταιριάζουν. Τότε δεν εύρισκα σ αυτά τίποτα το παράξενο, επειδή ήμουν νέος· πίστεψα, δηλαδή, πως θα οδηγήσουν την πόλη από έναν άδικο σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής και έτσι θα την κυβερνήσουν· γι αυτό τους παρακολουθούσα µε μεγάλη προσοχή, για να δω τι θα κάνουν. Είδα λοιπόν πως μέσα σε λίγο καιρό οι άνθρωποι εκείνοι έκαναν να φαντάζει χρυσή εποχή το προηγούμενο καθεστώς. Πέραν των άλλων θέλησαν να στείλουν και τον φίλο µου, τον αρκετά ηλικιωμένο Σωκράτη, για τον οποίο δε θα δίσταζα να πω πως ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, μαζί µε άλλους να συλλάβει κάποιον πολίτη και να τον οδηγήσει δια της βίας στο θάνατο, με προφανή φυσικά στόχο να τον κάνουν συνένοχο στις εγκληματικές τους ενέργειες, ανεξάρτητα αν ήθελε ή όχι. Εκείνος όμως αρνήθηκε να υπακούσει και προτίμησε να διακινδυνεύσει κάθε είδους κινδύνους, παρά να γίνει συνεργός στις ανομίες τους. Καθώς λοιπόν έβλεπα όλα αυτά και άλλα παρόμοια, της ίδιας βαρύτητας [όχι λιγότερο σοβαρά], αγανάκτησα κι αποτραβήχτηκα από εκείνο το βασίλειο της αδικίας . Λίγο μετά ανατράπηκε το καθεστώς των Τριάκοντα με όλο το πολιτικό του σύστημα· και πάλι τότε ένιωσα την επιθυμία, αν και αυτή τη φορά όχι τόσο έντονα, να ασχοληθώ µε τα κοινά και την πολιτική. Φυσικά κατ αυτήν την εποχή, επειδή ήταν μια ταραγμένη περίοδος, έγιναν πολλά εξωφρενικά πράγματα, που θα μπορούσαν να σε κάνουν να αγανακτήσεις· εξάλλου δεν είναι καθόλου παράξενο, σε περιόδους πολιτειακών μεταβολών, η εχθρότητα ορισμένων  εναντίον άλλων να οδηγεί σε υπερβολική εκδίκηση· για να πούμε την αλήθεια, εκείνοι που επέστρεψαν τότε από την εξορία επέδειξαν μεγάλη μετριοπάθεια. Αλλά το φερε η τύχη κάποιοι από εκείνους που κατέλαβαν την εξουσία να σύρουν ενώπιον του δικαστηρίου τον φίλο μας, τον Σωκράτη που ανέφερα πριν, απαγγέλοντας εναντίον του μια ανόσια κατηγορία, την οποία ο ίδιος, από όλους τους ανθρώπους,  άξιζε λιγότερο· πράγματι, οι μηνυτές τον κατηγόρησαν για ασέβεια και οι δικαστές τον καταδίκασαν και τον θανάτωσαν, αυτόν τον άνθρωπο που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην άδικη σύλληψη ενός από τους τότε διωκόμενους φίλους τους, τον καιρό που και οι ίδιοι ήταν στην εξορία και σε δύσκολη κατάσταση».

§2

Ερμηνεία κατανόηση

  Στην Έβδομη Επιστολή, που έχει χαρακτήρα ανοικτής Επιστολής και εν πολλοίς αυτοβιογραφίας, ο Πλάτων αφηγείται καίρια στιγμιότυπα από την πορεία της ζωής του, την οποία σχεδίαζε κατά τη νεότητά του να ακολουθήσει αρχικά με ένα συμβατικό τρόπο. Τουτέστι, προτού ακόμη να βρει τον δρόμο προς τη φιλοσοφία, νιώθει μέσα του την τάση να ασχοληθεί με την πολιτική και να ξοδέψει όλη τη ζωτικότητα της ύπαρξής του στην ανάληψη πολιτικών καθηκόντων. Προς τούτο τον ευνοεί και η καταγωγή του από την αθηναϊκή αριστοκρατία. Η πολιτική εμπειρία όμως που αποκόμισε εκείνη την εποχή στην Αθήνα τον απέτρεψε από το να ακολουθήσει την ως άνω τάση ή την παραδοσιακή γραμμή, έτσι όπως την έβλεπε να ανοίγεται εμπρός του δυνάμει της αριστοκρατικής του καταγωγής. Πώς θα μπορούσε να μην αποστραφεί την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, όταν συγκλονίζεται συθέμελα από την εμπειρία της αδικίας, που διέπραξαν οι κάτοχοι της εξουσίας κατά την περίοδο τόσο των Τριάκοντα όσο και της δημαγωγικής δημοκρατίας. Σε αμφότερες τις περιόδους, η πολιτική αυθαιρεσία ξεσπά στον Σωκράτη, τον τύπο δηλ. φιλοσόφου, που αγωνίζεται να επιτύχει μια ολοκληρωτική αυτονομία σκέψης και συντελεί με το φιλοσοφικό παράδειγμα της ζωής και του θανάτου του να στραφεί οριστικά και αποφασιστικά ο Πλάτων προς τη φιλοσοφία.
    Η στροφή προς τη φιλοσοφία σημαίνει πρωτίστως πραγμάτωση της φιλοσοφίας μέσα από την αναμέτρησή της με την πολιτική. Η θεωρητική βάση μιας τέτοιας αναμέτρησης εστιάζεται στο ερώτημα: γνώμη ή γνώση; Η γνώμη είναι συστατικό στοιχείο των διαφόρων πολιτικών καθεστώτων και πιο πολύ της δημοκρατίας, ενώ η γνώση της φιλοσοφίας. Η πρακτική εκδίπλωση της εν λόγω αναμέτρησης εγκαινιάζεται με τον Σωκράτη και αποκορυφώνεται με τον Πλάτωνα. Ο Σωκράτης αναπτύσσει τη φιλοσοφική του δραστηριότητα με γνώμονα να θέσει υπό τον έλεγχο της θεωρίας την πρακτική ζωή, να μην την αφήσει έρμαιο των παθών της, αλλά να εναρμονίσει τις ενέργειες των ανθρώπων με τον φιλοσοφικό λογισμό μέσω της διδασκαλίας και της ανεξάρτητης σκέψης. Ο κόσμος της αυτονομίας της σκέψης είναι ένας κόσμος ίδι-ος προς τον μεγάλο διαλεκτικό αγώνα του Σωκράτη, που για να κατανοήσουν οι άνθρωποι, ας πούμε οι συμπολίτες του ή και εμείς σήμερα, τι μπορεί να σημαίνει, πρέπει να τον πλησιάσουμε με τον τρόπο που ο ίδιος ο φιλόσοφος νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Έτσι,  η άρνησή του να υπακούσει στην ολιγαρχική κυβέρνηση των Τριάκοντα, όταν διατάχθηκε να πάει μαζί με άλλους τέσσερις πολίτες να πιάσουν τον Λέοντα από τη Σαλαμίνα, φίλο των εξόριστων δημοκρατικών, υπαγορεύεται από το νόημα, που ο ίδιος ο φιλόσοφος δίνει σε τούτη την πράξη. Ο Σωκράτης κατανοεί την εν λόγω άρνησή του ως άρνηση να πράξει το άδικο και γενικότερα να υποτάξει την Ιδέα του Δικαίου στην ιδεολογία των ολιγαρχικών ή σε άλλες περιπτώσεις στην ιδεολογία των δημοκρατών, των τυράννων κ.λπ.

§3

     Ο φιλόσοφος καλλιεργεί ένα καθολικό, οικουμενικό πνεύμα[1], γι’ αυτό και αρνείται να υποτάξει τον συμπαντικό χαρακτήρα της πολιτικής κοινότητας, της πόλεως, στη στενότητα και στερεοτυπία της πολιτικής ιδεολογίας, που η μόνη της δυνατότητα είναι να διχάζει και όχι να ανοίγεται στον κόσμο, όχι να εισχωρεί στα νοήματα της καθολικότητάς του και να τον εξυψώνει σε ένα ανώτερο επίπεδο βίου και σκέψης. Εξαρχής ήδη, με τον καθημερινό του βίο, επαληθεύει τον ανοικτό διάλογο με ολόκληρη την κοινότητα[2] κατά τέτοιο τρόπο, ώστε διαχρονικά να γίνεται αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ελεύθερης συνείδησης του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Χέγκελ,

«ο Σωκράτης ανάγει την αλήθεια του αντικειμενικού στη συνείδηση, στη σκέψη του υποκειμένου, ακριβώς όπως είπε ο Πρωταγόρας ότι το αντικειμενικό υπάρχει μόνο μέσω της σχέσης με μας. Αναφορικά προς τον πόλεμο με τους σοφιστές, ο Σωκράτης και ο Πλάτων μπόρεσαν να στηρίξουν τη φιλοσοφική τους δραστηριότητα μόνο στη γενική φιλοσοφική παιδεία της εποχής τους· και αυτή η παιδεία είναι οι σοφιστές. Η αντί-θεσή τους προς τους τελευταίους δεν έχει το νόημα ότι ανήκουν στην παλαιά πίστη και θέλησαν να υπερασπιστούν την  κοινωνική ηθική των Ελλήνων, τη θρησκεία και τα παραδοσιακά τους ήθη, για την παραβίαση των οποίων καταδικάστηκαν ο Αναξαγόρας ή ο Πρωταγόρας. Το αντίθετο μάλιστα. Ο αναστοχασμός, η αναγωγή της απόφασης στη συνείδηση είναι για τον Σωκράτη κάτι το κοινό με τους σοφιστές. Αλλά η αληθινή σκέψη σκέπτεται με τέτοιο τρόπο, ώστε το περιεχόμενό της να είναι εξίσου καλά όχι υποκειμενικό αλλά αντικειμενικό· εδώ έγκειται η ελευθερία της συνείδησης: να είναι στον ίδιο τον εαυτό της, την ίδια στιγμή που είναι σε εκείνο, εντός του οποίου υπάρχει· αυτό ακριβώς σημαίνει ελευθερία. Η αρχή συνεπώς του Σωκράτη είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να βρει από τον εαυτό του τον προορισμό του, τον σκοπό του, τον τελικό σκοπό του κόσμου, το αληθινό, εκείνο που υπάρχει καθεαυτό και διεαυτό· πρέπει να φτάσει στην αλήθεια μέσω του ίδιου του εαυτού του. Εδώ πρόκειται για την επιστροφή της συνείδησης στον εαυτό της· επιστροφή, που εξ αντιθέτου είναι προσδιορισμένη ως μια έξοδος  από την ιδιαίτερη υποκειμενικότητα της συνείδησης»[3].
    




[1] Hegel, Werke 18. Suhrkamp, σ . 516
[2] Ό.π., σ. 443.
[3] Ό.π., σσ. 442-443.