Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Πλάτων: η φιλοσοφία ως διαλεκτική του βίου

 



Πλάτων

428/27348/47 π.Χ.


Γοργίας:

Ποιοτική διαφορά ρητορικής και φιλοσοφίας

 §1

Ο Γοργίας του Πλάτωνος είναι, αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο σπουδαία έργα του. Η σημασία των ζητημάτων που πραγματεύεται σχετίζεται ουσιωδώς με τον χρόνο της σύνθεσής τους.  Κατά πάσα πιθανότητα, ο φιλόσοφος το έγραψε σε μια αποφασιστική στιγμή της ζωής του, σε εκείνη δηλ. που ο ίδιος στρέφεται ολοκληρωτικά προς τη φιλοσοφία και εγκαταλείπει οριστικά τις βλέψεις του προς ενασχόληση με την πολιτική. Όλα δείχνουν πως στον Γοργία επιχειρεί να αιτιολογήσει θεωρητικά την παραίτησή του από την ενεργό πολιτική και τη διαδρομή του στο μονοπάτι της φιλοσοφίας. Ο άδικος θάνατος του Σωκράτη τον επηρέασε καθοριστικά στην αποκλειστική αφοσίωσή του στη φιλοσοφία και στην «πολεμική» του αντιπαράθεση με τα θεμέλια και την ουσία της τρέχουσας πολιτικής. Σε αυτόν τον διάλογο επιχειρεί, μεταξύ των άλλων, να παρουσιάσει τον Σωκράτη τόσο ως εχθρό των Τριάκοντα όσο και ως πολέμιο των δημαγωγών. Οι Τριάκοντα ήταν ορατοί τύραννοι, ενώ οι δημαγωγοί, υπό έναν «δημοκρατικό» συνήθως μανδύα, ήταν συγκαλυμμένη τυραννία, άρα, υπό ένα ευρύτερο πνεύμα, πιο επικίνδυνη από την ορατή τυραννία, καθώς αποπλανούσε τον εσωτερικό κόσμο των πολιτών και έτσι τους μετέτρεπε σε εθελόδουλους, ήτοι

σε πειθήνια όργανα του ενός ή του άλλου δημαγωγού. Κατά την εξέλιξη, επομένως, της συζήτησης στον Γοργία, ο Πλάτων εκθέτει το φιλοσοφικό-πολιτικό credo του Σωκράτη, που είναι ευθέως αντίθετο και προς τις δυο προαναφερθείσες μορφές στρεβλής πολιτικής.

                                                                       §2 

Στο εν λόγω έργο θέτει στο κέντρο της έρευνάς του τον Γοργία, έναν από τους πιο διάσημους σοφιστές στον ελληνικό κόσμο, αλλά και τους πλουσιότερους. Εδώ ο Σωκράτης παρουσιάζεται να συνομιλεί, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, με τον Καλλικλή, έναν υστερόβουλο αποδέκτη των ιδεών του Γοργία, και να αμφισβητεί τον περίφημο σοφιστή σχετικά με τη φύση της τέχνης του, τη ρητορική. Στην αρχή του διαλόγου ο φιλόσοφος συζητεί, εν συντομία, με τον ίδιο τον Γοργία για το τι είναι ρητορική. Ο σπουδαίος αυτός σοφιστής ορίζει τη ρητορική ως τέχνη, που ασχολείται με τους λόγους, δηλ. με το πώς μπορεί να εκφραστεί ή να διατυπωθεί ο λόγος, ώστε να είναι πειστικός στον έναν ή τον άλλο ακροατή και να τον καθιστά ικανό να εξουσιάζει τους άλλους. Η ρητορική λοιπόν, συγκριτικά με τη φιλοσοφία, σχετίζεται με έναν συγκεκριμένο τύπο πειθούς, ο οποίος δεν απαιτεί γνώση αλλά πίστη χωρίς γνώση και γι’ αυτό είναι μια τέχνη της αληθοφάνειας ή της αληθοφανούς επαλήθευσης. Για τον Γοργία η γνώση του δικαίου και του αδίκου έχει αξία μόνο ως μέσο που χρησιμοποιεί η ρητορική και όχι αντίστροφα, δηλ. η ρητορική ως μέσο ή τρόπος γνώσης του δικαίου και του αδίκου. Τουτέστι, η ρητορική οφείλει, με έναν καλοφτιαγμένο εκφραστικά λόγο, να πείθει τους ακροατές για τα δίκαια και τα άδικα και για τη διάκριση μεταξύ τους. Πώς όμως μπορεί κανείς να μιλάει πειστικά γι’ αυτά, εάν προηγουμένως δεν γνωρίζει τι είναι το δίκαιο και το άδικο; Κατά συνέπεια, η ρητορική πειθώ για να είναι αληθινή προσήλωση στην ουσία του πράγματος προϋποθέτει ουσιαστική γνώση περί δικαίου και αδίκου.

                                                                       §3

Για τον Σωκράτη/Πλάτωνα, ο ρήτορας μπορεί να είναι αληθινός και δίκαιος, όταν γνωρίζει τι είναι αλήθεια και δίκαιο. Στην αντίθετη περίπτωση είναι ένας επικίνδυνος δημαγωγός, που δεν γνωρίζει τίποτε άλλο πέραν της αδικίας και χρησιμοποιεί τη ρητορική για να υπερασπίζεται το άδικο. Για τον Πλάτωνα όμως δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει το δίκαιο, εάν δεν το επιδιώκει, πράγμα που σημαίνει ότι ανήκει στους σκοπούς της φιλοσοφίας η γνώση του δικαίου και ως εκ τούτου δεν αποβαίνει μια εργαλειακή γνώση στην υπηρεσία των επί μέρους βλέψεων της ρητορικής. Η συζήτηση, στο μεταξύ, συνεχίζεται ανάμεσα στον Πώλο και τον Σωκράτη, με τον πρώτο να προτρέπει τον φιλόσοφο να πει ποιες είναι οι σκέψεις του για τη ρητορική τέχνη. Οι ρόλοι τώρα μοιάζουν να αντιστρέφονται: ο Πώλος θέτει ερωτήματα στον Σωκράτη για το αν ο ρήτορας πρέπει να γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι άδικο και περιμένει απαντήσεις, χωρίς διόλου να έχει γνώση της σωκρατικής/πλατωνικής διαλεκτικής. Ο Σωκράτης αποφαίνεται πως στη ρητορική τέχνη βλέπει μόνο ρουτίνα και κολακεία και καμιά αληθινή πρόθεση ή πτυχή. Διότι προκαλεί ηδονή στην ακοή, ακριβώς  όπως η μαγειρική προκαλεί ηδονή στα γευστικά όργανα. Σε αντίθεση με την ιατρική, που αποβλέπει στη θεραπεία του σώματος, η ρητορική είναι για την ψυχή η μαγειρική: παρέχει μεν τέρψη και ευχαρίστηση στους ακροατές, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται για την υγεία της ψυχής. Ο Πώλος, κατά ταύτα, πιστεύει στη παντοδυναμία της ρητορικής και ο Σωκράτης προσπαθεί να του δείξει ότι μια τέτοια παντοδυναμία δεν υπάρχει εκεί που νομίζει ότι υπάρχει.

                                                                        §4

Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για δύναμη στην περίπτωση π.χ. ενός τυράννου, που μπορεί να εξορίζει, να ληστεύει, να σκοτώνει όποιον θέλει. Η πραγματική δύναμη βρίσκεται αλλού: στην επιδίωξή μας να υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στο Λόγο και το αγαθό. Στην τρίτη πράξη της συνομιλίας μεταξύ του Καλλικλή και του Σωκράτη, ο πρώτος εκρήγνυται κυριολεκτικά σχετικά με όσα έχει πει ως τώρα ο Σωκράτης στη συνομιλία του με τον Γοργία και τον Πώλο. Και αυτή η εκρηκτική στάση του προκύπτει από το γεγονός ότι ο φιλόσοφος προκάλεσε σύγχυση στους συνομιλητές του ανάμεσα στο φύσει και νόμω αγαθό/καλό. Κατά τον Καλλικλή, η φύση μιλάει καθαρά: δείχνει παντού πως ο πιο δυνατός κυριαρχεί πάνω στον αδύνατο, με βάση τη θεωρία πως το φυσικό δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου. Το δίκαιο της ισχύος, της δύναμης, ως εκ της φύσης, εξουσιάζει τον κόσμο. Γι’ αυτό και οι  πιο αδύνατοι επινόησαν τους νόμους, προκειμένου να προστατεύονται από τη δύναμη των ισχυρών. Οι τελευταίοι όμως δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να εκμηδενίζουν αυτούς τους νόμους και να μάχονται για την επιβολή του δίκαιου του ισχυροτέρου. Η θεωρία τούτη του Καλλικλή προσομοιάζει προς μια ανάλογη θεωρία που διατύπωσε στην εποχή του ο Νίτσε: η βούληση για δύναμη. Ο Σωκράτης αντιπαραθέτει σ’ αυτή τη θεωρία μια σειρά από διαλεκτικούς συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων το ευχάριστο και το αγαθό δεν ταυτίζονται, αλλά ούτε είναι απολύτως αντίθετα. Τούτο σημαίνει ότι κάθε ηδονή, ευχαρίστηση, τέρψη δεν είναι εξ ορισμού αντίθετη στο αγαθό παρά μόνο όταν είναι επιβλαβής.