Επίκουρος
341-271 π.Χ.
1. Ο
Επίκουρος επιχείρησε να δώσει μια ορθή εξήγηση στα φαινόμενα της ζωής,
θεωρώντας πως η φιλοσοφική παράδοση δεν ήταν σε θέση να δώσει απαντήσεις στα
απλά ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο· ερωτήματα σε κάθε περίπτωση, που δεν
είναι εύκολο πάντα να απαντηθούν με νοηματική ακρίβεια. Η συνολική προσπάθεια
του Επίκουρου έγκειται στο να συλλάβει μια άλλη ιδέα της φιλοσοφίας, πέρα από
εκείνη της σωκρατικής παράδοσης, του Πλάτωνα, όπως επίσης του Αριστοτέλη. Η
πεμπτουσία αυτής της ιδέας αναζητείται στη βίωση μακριά από οποιαδήποτε
συμμετοχή στα κοινά και κάθε είδους δημόσια συζήτηση (εκκλησία του δήμου
κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση πάντως η φιλοσοφική αντίληψη του Επίκουρου δεν θα
μπορούσε να αποφύγει τη γενική γραμμή της φιλοσοφικής παράδοσης, η οποία (γραμμή)
εντοπίζεται στην ορθολογική εξήγηση.
2. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ορθολογικής εξήγησης είναι αλήθεια
πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος: δεν μπορεί να τον αποφύγει ο άνθρωπος·
αυτό που μπορεί να αποφύγει είναι μόνο
ο φόβος του θανάτου. Ακριβώς τούτος ο φόβος είναι που προκαλεί στον άνθρωπο,
σύμφωνα με τον Επίκουρο, μια απεριόριστη, ανεξέλεγκτη και μη εκπληρώσιμη
επιθυμία. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τον φόβο
του θανάτου με το να γίνουν διάσημοι ή ισχυροί. Στον Λουκρήτιο διαβάζουμε πως η
απληστία και η τυφλή δίψα των τιμών αναγκάζουν τους άθλιους να βγουν έξω από
τον δρόμο του καλού και να λαχταρούν τα ανώτερα αξιώματα με κόπους τρομερούς
νύχτα και μέρα και να γίνονται έτσι συνεργοί του κακού. Πρόκειται για πληγές της
ζωής που τρέφονται από τον φόβο του θανάτου[1].
Αυτές οι πληγές της ζωής μπορούν να αποφευχθούν μόνο, άμα κατανοήσουμε σωστά τι
είναι πραγματικά ο θάνατος. 3. Σύμφωνα με τον Επίκουρο[2],
ο θάνατος, ως τέτοιος, είναι ένα από τα πιο φρικτά κακά. Ωστόσο δεν είναι
τίποτε για εμάς τους ζωντανούς, αφού όσο ζούμε δεν είναι παρών. Όταν πάψουμε να
ζούμε, δηλαδή όταν δεν θα υπάρχουμε, τότε θα υπάρχει αυτός. Η έλευση του
θανάτου σημαίνει πως παύει να λειτουργεί η αίσθησή μας, από την οποία εξαρτάται
κάθε καλό ή κακό[3]. Όταν, συνεπώς, θεωρούμε
τον θάνατο ένα τίποτα, δηλαδή όταν απαλλαγούμε από τον φόβο του θανάτου, τότε κατορθώνουμε
να απολαύσουμε άμεσα και ευχάριστα τη θνητή ζωή, απαλλαγμένοι από απεριόριστες
και μη-πραγματικές επιθυμίες και κατ’ επέκταση από το θλιβερό κυνήγι των
αξιωμάτων. Όσο δεν είμαστε δέσμιοι τέτοιων πληγών της ζωής, τόσο αφαιρούμε από
τη ζωή τη λαχτάρα της αθανασίας. Ο
θάνατος, επομένως, δεν είναι τίποτα για μας και τίποτα που πρέπει να φοβόμαστε
μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Επίκουρο, ζούμε σε έναν
υλικό κόσμο, στον οποίο τα πάντα αποτελούνται από άτομα και κενά, κάτι που πρέπει
να ισχύει και για την ψυχή. Ο Επίκουρος μας λέει ότι η ψυχή είναι σωματική,
επειδή είναι σε θέση να βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το σώμα. 4. Εφόσον η ψυχή είναι φθαρτή, σωματική, δεν μπορεί να
επιβιώσει μετά τον θάνατο του σώματος, καθώς κάθε σώμα διαλύεται, αποσυντίθεται.
Επίσης, λόγω του ότι κάθε αντίληψη είναι αισθητηριακή και εξαρτάται από τη
σωματική μας ύπαρξη, προκύπτει ότι μετά τη διάλυση του σώματος και της ψυχής
μας τίποτα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό πια, όπως ακριβώς συνέβαινε πριν
γεννηθούμε. Οι νεκροί που στερούνται την αίσθηση δεν υποφέρουν από πόνο. Λόγω
αυτής της έλλειψης αίσθησης, είναι λάθος να ανησυχεί κάποιος για τα λείψανά
του. Επομένως, είναι παράλογο να φοβόμαστε ή να θρηνούμε για τον θάνατο ή τους
νεκρούς, και είναι λογικό να θεωρούμε τον θάνατο ως κάτι που δεν σημαίνει
τίποτα για εμάς και μια σωστή ζωή ως πρακτική για τον θάνατο. Είναι λοιπόν
λογικό να πιστεύουμε ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα που πρέπει να φοβόμαστε και
να συνειδητοποιούμε ότι αυτός είναι μέρος της ζωής μας και να ζούμε τη ζωή
σωστά, δηλ. αφαιρώντας τον φόβο του θανάτου που προκαλεί πόνο και τις προαναφερθείσες
κακίες ή πληγές της ζωής. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, δεν μπορούμε να ζούμε
απεριόριστα, μπορούμε όμως να ζούμε λιγότερο. 5. Όταν ο
Επίκουρος μας συστήνει να έχουμε πάντα επίγνωση του θανάτου, αυτό σημαίνει να
εστιάζουμε, με αισιόδοξη διάθεση, όλο το ενδιαφέρον μας στη ζωή. Αυτός είναι και
ο λόγος που αποκαλεί τη ζωή «άσκηση του θανάτου» και η οποία βρίσκει νόημα,
μεταξύ άλλων, στο να έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο. Κατ’ αυτή την αναμέτρηση
της ζωής με τον θάνατο, η επικούρεια άποψη ότι «ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας» επιτρέπει την εξισορρόπηση του πόνου μπροστά
στον θάνατο και συμβάλλει στην ευτυχία του ζωντανού όντος. Ο Επίκουρος έτσι
ορίζει τη ζωή ως πρακτική για τον θάνατο, κάτι που θυμίζει τον Σωκράτη του
Πλάτωνα στον Φαίδωνα, όπου αποκαλεί
τη φιλοσοφία μελέτη θανάτου[4].
Ωστόσο, ο Σωκράτης διαφέρει από τον Επίκουρο στο ότι θεωρεί τον θάνατο ως
αποχώρηση της ψυχής από το σώμα, ενώ για έναν Επικούρειο ο θάνατος είναι το
τέλος της ζωής. Αλλά τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Επίκουρος συμφωνούν ότι κατά
κάποιον τρόπο το να πεθάνει κανείς καλά είναι το σωστό αποκορύφωμα μιας καλής
ζωής και, επιπλέον, μπορεί να συμβάλει στην ευημερία των άλλων κατά τη διάρκεια
της ζωής τους, αν χρησιμεύσει ως παράδειγμα προς μίμηση.