Hegel
1770-1831
Η
διαλεκτική βίου και έργου
1. Πώς αποτιμάται συνήθως η σχέση βίου και έργου σε έναν φιλόσοφο; Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία είναι μια συγκαλυμμένη βιογραφία. Σε ένα γενικότερο πεδίο εμφανίζονται συνήθως δυο ακραίες θέσεις, αντίθετες η μις προς την άλλη. Η πρώτη μας λέει πως είναι απολύτως απαραίτητο να γνωρίζουμε τη ζωή ενός φιλοσόφου για να κατανοήσουμε τη σκέψη του. Και τούτο, διότι η σκέψη δεν είναι κάτι έξω από την ύπαρξή μας, αλλά προορίζεται, μεταξύ άλλων, να εκφράζει αυτή την ύπαρξη. Σύμφωνα με τη δεύτερη θέση, σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχη στις μέρες μας, η φιλοσοφική σκέψη υπερβαίνει την υποκειμενική ύπαρξη, έστω και μόνο επειδή τείνει προς μια ιδεατή αντικειμενικότητα. Κατά συνέπεια, τα γεγονότα της εμπειρικής ζωής του φιλοσόφου δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία από το ότι θεωρούνται εν πολλοίς ανέκδοτα χωρίς ενδιαφέρον. Κάτι τέτοιο εννοούσε ο Χάιντεγκερ, όταν άρχιζε τα μαθήματά του για τον Αριστοτέλη συνοψίζοντας τη ζωή του σε μια φράση: «Γεννήθηκε, έζησε, πέθανε».
2.
Ποια θέση από τις ως άνω θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει ως την πιο ορθή;
Προφανώς ούτε τη μια ούτε την άλλη χωρίς προϋποθέσεις παρά μια τέτοια που να συνδυάζει στοιχεία και από την πρώτη
και από τη δεύτερη. Από τη μια πλευρά, πράγματι, ένα γεγονός του βίου από μόνο του δεν μπορεί να καθορίσει το
περιεχόμενο μιας ιδέας, γιατί θα ήταν
αδύνατο να υπάρχει κοινό μέτρο μεταξύ τους· από
την άλλη όμως δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την απτή αλήθεια ότι η διαμόρφωση μιας σκέψης σχετίζεται κατά πολύ με την πορεία μιας ύπαρξης και πάντοτε στο
πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού
και ιστορικού περιβάλλοντος κατορθώνει να πάρει την τελική της μορφή. Π.χ. ο
Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Χάιντεγκερ κ.λπ. ξεπερνούσαν
την εποχή τους αλλά συγχρόνως ήταν και τέκνα
αυτής: σε ένα άλλο κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον η σκέψη του καθενός θα είχε άλλη τροπή. Κάτι παρόμοιο ισχύει και
για τον Χέγκελ. Ως μεγάλος φιλόσοφος ξεπερνάει την εποχή του αλλά είναι και
τέκνο της.
3. Είναι
αλήθεια πως τα μεγάλα γεγονότα της
εποχής του, όπως η Γαλλική Επανάσταση, η εποποιία του Ναπολέοντα, μαζί και η
κοινωνικο-πολιτική κατάσταση στην
πατρίδα του, τη Γερμανία, όχι μόνο καθόρισαν τη σκέψη του φιλοσόφου σε ιστορικά
και νομικά ζητήματα, αλλά συνέβαλαν στη συγκρότηση
του πνεύματος και της φιλοσοφικής
του μεθόδου. Στην περίπτωση, ας πούμε, της έννοιας του πνεύματος, ο Χέγκελ δεν τη συλλαμβάνει έξω από την εποχή του, δηλ.
έξω από τα δεδομένα της ιστορικής εξέλιξης της εν λόγω έννοιας. Στην αρχαία
ελληνική φιλοσοφία η αντίστοιχη έννοια είναι νους, αλλά με την είσοδο του Χριστιανισμού στην ιστορία μετεξελίχθηκε σε πνεύμα. Έτσι το πνεύμα, κατά τον Χέγκελ, δεν νοείται ως μια στατική έννοια του νου παρά ως μια
τέτοια ανα-συλλογή όλων των νοημάτων
και ιστορικών μεταμορφώσεων του νου, συμπεριλαμβανόμενης και της χριστιανικής
του μεταμόρφωσης, ώστε να ανταποκρίνεται στο αίτημα της νεωτερικής εποχής για
αυτο-στοχασμό, δηλαδή έναν μετα-στοχασμό λυμένο
από τα δεσμά των σχετικών, περατών του εκφάνσεων ή εμφανίσεων. Αυτό είναι το εγελιανό πνεύμα και μάλιστα το απόλυτο πνεύμα.
4. Η ως άνω
πορεία του Χέγκελ γίνεται εμφανής
από τα πρώτα βήματα της στοχαστικής του δραστηριότητας (Ιένα 1801-1807). Ήδη σε ένα πρώτο δοκιμιακό κείμενό του με τίτλο: Διαφορά
μεταξύ των συστημάτων του Fichte
και
του Schelling,
εκκινώντας από τη φιλοσοφία του Schelling ασκεί
κριτική στον υποκειμενικό Ιδεαλισμό του Fichte. Είναι η περίοδος που εξακολουθεί να συμμερίζεται
τις ιδέες του Schelling,
προτού αρχίσει αργότερα να τις κριτικάρει. Μια πρώτη κριτική βρίσκουμε στον Πρόλογο
του πρώτου μεγάλου και σπουδαιότατου έργου του: Φαινομενολογία του πνεύματος.
Αυτή η περίοδος είναι ιδιαίτερα γόνιμη για τον φιλόσοφο, που με τούτο το κορυφαίο έργο του αυτονομείται από τη
σκέψη του ως τότε φίλου του, του Schelling, και
σηματοδοτεί μια οριστική ρήξη με αυτόν. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πια ότι η Φαινομενολογία
του πνεύματος ανήκει στα αριστουργήματα
όχι μόνο της εγελιανής φιλοσοφίας, αλλά και της φιλοσοφίας εν γένει. Παράλληλα
λογίζεται ως η πρώτη εκδοχή του φιλοσοφικού του συστήματος.
5. Ο
Χέγκελ ολοκλήρωσε τη Φαινομενολογία, όταν ο Ναπολέων νίκησε κατά κράτος στην Ιένα,
με αποτέλεσμα να αναδιαμορφωθεί
πλήρως ο πολιτικός χάρτης της Γερμανίας. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον αυτοκράτορα:
τον θεωρούσε ως μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες
της ιστορίας ‒κάτι
παρόμοιο πρέσβευε και ο Νίτσε‒, ως συνεχιστή της Γαλλικής Επανάστασης, όσο
και ως εμπνευστή του σύγχρονου
κράτους. Ας σημειωθεί πως ο Χέγκελ κατανοεί το σύγχρονο κράτος με τη μορφή και το νόημα της αρχαίας ελληνικής πολιτείας.
Με βάση λοιπόν τέτοιες και παρόμοιες άλλες εμπειρίες, ο κορυφαίος διαλεκτικός
φιλόσοφος συνέλαβε και την ιδέα του Ενός
που ενοποιεί και εγγυάται την εσωτερική προσέγγιση των αντιθέτων· μια
ιδέα που διαπερνά όλο το σύστημά του
και δη την πολιτική του εφαρμογή. Ο ίδιος
δεν συμμερίζεται την εθνική έξαρση
που θα καταλάβει τις γερμανικές χώρες από το 1812, δηλαδή από τότε που αρχίζει
να γεννιέται ο γερμανικός εθνικισμός, του οποίου ο Φίχτε ήταν ένας από τους εμπνευστές, και θα ζήσει την πτώση του
Ναπολέοντα σαν μια πολιτική και ιστορική καταστροφή. Στις επιστολές του θα τον δούμε να κάνει τούτο το λογοπαίγνιο: αντί για τη λέξη Deutschtum [=Γερμανία] να λέει «Deutschdumm»,
δηλαδή γερμανική ανοησία.
6. Κατά
την περίοδο 1807-1808 ο Χέγκελ μεταβαίνει
στο Bamberg και
αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Bamberger
Zeitung [=βαμβεργιανής
εφημερίδας]. Πρόκειται για ένα μεταβατικό
έτος, κατά το οποίο ο Χέγκελ εργάζεται πολύ για την εφημερίδα. Τούτη η αφοσίωση στη συγκεκριμένη βιοποριστική του εργασία σχετίζεται με
το γεγονός ότι ο φιλόσοφος αφοσιωνόταν
πλήρως στο έργο που αναλάμβανε. Κατά τον ίδιο τρόπο, στον ελεύθερο χρόνο
του, μπορούσε να εργάζεται πυρετωδώς για το δεύτερο μεγάλο έργο του, την Επιστήμη
της Λογικής. Ο Χέγκελ βέβαια δεν προοριζόταν να γίνει δημοσιογράφος,
γιατί η δημοσιογραφία, όπως έλεγε,
είναι «αχυροφαγία», ενώ συγχρόνως
μια λεπτή λογοκρισία δεν του επέτρεπε να εκφράζεται και τόσο ελεύθερα. Έτσι ο
φιλόσοφος αποδέχτηκε την πρόταση του φίλου του Niethammer, ο οποίος στο μεταξύ
είχε γίνει υπουργικός σύμβουλος στην αυλή του Βασιλείου της Βαυαρίας, να γίνει
καθηγητής και διευθυντής του γυμνασίου στη Νυρεμβέργη.
7. Στη
Νυρεμβέργη έμεινε οκτώ χρόνια (1808-1816),
όπου προσπαθούσε να δώσει στη συνολική του αποστολή φιλοσοφικό χρώμα, θεωρώντας την εκπαίδευση αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση σκεπτόμενων ατόμων, χρήσιμων
στην πολιτεία. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Τα
πανεπιστήμια και τα σχολεία μας είναι η Εκκλησία μας». Με την τάξη, την
αφοσίωση και τη σοβαρότητα που ανέκαθεν τον διέκρινε, στο Γυμνάσιο ασχολήθηκε
με την προπαιδεία, τη διδακτική αλλά και τη διοίκηση. Όμως ένα μεγάλο γεγονός θα επηρεάσει
την προσωπική του ζωή. Ο Χέγκελ, που είναι ήδη σχεδόν 41 ετών, ερωτεύτηκε μια πολύ νεαρή γυναίκα, 21
χρόνια νεότερη από αυτόν, τη Μαρία φον Τούχερ. Της στέλνει συχνά ποιήματα, που συνδυάζουν συναίσθημα και
ιδέες. Ωστόσο έχει ενδοιασμούς και
αναρωτιέται αν ο γάμος που ονειρεύεται δεν θα κάνει δυο ανθρώπους δυστυχισμένους. Εκτός από τη διαφορά ηλικίας, υπάρχει και η διαφορά
στον χαρακτήρα: ο Χέγκελ, καλοπροαίρετος και πνευματικός κατά τα άλλα στις
προσωπικές του σχέσεις, επιδιώκει, σαν παλιός Στωικός, να κυριαρχήσει στα
συναισθήματά του, ενώ η Μαρία, έμπλεη ζωτικότητας,
δείχνει την ευαισθησία της με τους
τρόπους της ομιλίας και της συμπεριφοράς της. Αμφότεροι διακρίνονται για τα
ειλικρινά και αυθόρμητα ερωτικά τους αισθήματα, τρέφουν έτσι αμοιβαία
εμπιστοσύνη και θα ζήσουν μαζί ευτυχισμένοι ως το τέλος.
8. Ο
φιλόσοφος περνάει μια από τις πιο
ευχάριστες περιόδους της φιλοσοφικής αλλά και της άμεσης ζωής του στη
Χαϊδελβέργη, όπου διδάσκει για δυο χρόνια (1816-1818)
φιλοσοφία στο εκεί πανεπιστήμιο και με παραδειγματική επιμέλεια γράφει την Εγκυκλοπαίδεια
των Φιλοσοφικών Επιστημών (1817):
όλο το φιλοσοφικό του σύστημα σε μια συνοπτική και πιο κατανοητή μορφή. Ενώ στην αρχή θα έχει μόνο τέσσερις ακροατές, όσο η
φήμη του μεγαλώνει, θα φτάσει να
δίνει διαλέξεις μπροστά σε αρκετές δεκάδες φοιτητές. Εδώ είναι επίσης που αρχίζει
να αποκτά τους πρώτους μαθητές του. Ο
τελευταίος σταθμός στο μεγάλο ταξίδι του μέσα στο χρόνο είναι
το Βερολίνο (1818-1831), όπου ως τον
θάνατό του θα καταλάβει την έδρα του Φίχτε. Η φήμη του εδώ θα εδραιωθεί σε τέτοιο
βαθμό, που θα προσελκύσει κοντά του όχι
μόνο ένα μεγάλο κοινό φοιτητών και φιλοσόφων, αλλ’ επίσης θεολόγων και άλλων στοχαστών. Θα ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική φιλοσοφία,
καρπός της οποίας είναι το πολύ σημαντικό του έργο: Βασικές αρχές της φιλοσοφίας του
Δικαίου. Σε τούτο το έργο πραγματεύεται, με τον πι ο ριζοσπαστικό τρόπο για τα δεδομένα της εποχής,
θεμελιώδεις φιλελεύθερες αρχές του Δικαίου
και της Πολιτείας. Ο φιλόσοφος
κατανοεί το σύγχρονο κράτος ως
πολιτεία, με την αρχαία έννοια, και όχι ως κατασταλτικό μηχανισμό. Παρά ταύτα,
ορισμένοι θα δουν, εντελώς λαθεμένα,
στο πρόσωπο του Χέγκελ, τον επίσημο φιλόσοφο της πρωσικής μοναρχίας.
9. Ποιος
είναι ο χαρακτήρας της φιλοσοφίας
του Χέγκελ; Είναι αυτός που παρουσιάζεται με τη μορφή ενός ιδιαίτερα αυστηρού συστήματος, καθώς όλα τα θέματα
και οι έννοιες υπόκεινται σε μια
καθολικά και τοπικά τριμερή τάξη. Στις τρεις διαδοχικές εκδόσεις (1817, 1827, 1830) του
σπουδαίου έργου του φιλοσόφου, της Εγκυκλοπαίδειας των Φιλοσοφικών Επιστημών,
υπάρχουν τρία τμήματα: Η Επιστήμη
της Λογικής, [=συνοπτική και εύληπτη μορφή της μεγάλης
Λογικής]
η Φιλοσοφία
της Φύσης και η Φιλοσοφία του Πνεύματος. Η Επιστήμη
της Λογικής αναλύει τις διαδοχικές αναπτύξεις της Ιδέας ή του πνεύματος,
όπως αυτές υπάρχουν από μόνες τους, στον αφηρημένο προσδιορισμό τους. Η Φιλοσοφία
της Φύσης πραγματεύεται τις διαδοχικές αναπτύξεις του πνεύματος στην αυτο-αποξένωσή του, στη χωρική, υλική
και άμεσα ζωντανής εξωτερίκευσής του. Τέλος, η Φιλοσοφία του Πνεύματος
αναλύει τις διαδοχικές αναπτύξεις του πνεύματος, που έχει επιστρέψει από την ως
άνω εξωτερίκευσή του στον εαυτό του: πρώτα ως υποκειμενικό πνεύμα, μετά
ως αντικειμενικό
και τέλος ως απόλυτο πνεύμα.