Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Heidegger: η Φαινομενολογία και η έννοια του Φαινομένου


 

Martin Heidegger

1889-1976


 ΕΙΝΑΙ  ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ: §7

 

Η μέθοδος της έρευνας:

η ερμηνευτική φαινομενολογία

 

1. Στην πρώτη ενότητα, ο Heidegger μας λέει ότι, έχοντας καταστήσει ρητό το αντικείμενο της έρευνας που θα τον απασχολήσει στο Είναι και ο Χρόνος, θα αποσαφηνίσει και τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει. Το θεματικό αντικείμενο είναι «το Eίναι των όντων» ή άλλως το «νόημα του Είναι εν γένει», δηλαδή αυτό που ήταν το κλασικό θέμα της Οντολογίας. Τώρα η μέθοδος των ιστορικά κληροδοτημένων οντολογιών ή «ανάλογων προσπαθειών» είναι «πολύ αμφισβητήσιμη». Ο Heidegger προσθέτει ότι σε αυτή την έρευνα, που ο ίδιος προτείνει, η λέξη Οντολογία έχει ένα πολύ ευρύ νόημα και ότι, ως εκ τούτου, η μέθοδος των παραδοσιακών οντολογιών δεν είναι κατάλληλη.

2.  Ο φιλόσοφος μας προειδοποιεί ότι ο όρος «Οντολογία» δεν αναφέρεται σε έναν δεδομένο φιλοσοφικό κλάδο μεταξύ τόσων άλλων. Απεναντίας εκκινώντας από το ερώτημα που προκύπτει από το ίδιο το Είναι του Dasein και επίσης από τον τρόπο να μάθουμε τι αναζητείται σε αυτό το ερώτημα, «ίσως θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας κλάδος» που να λαμβάνει υπόψη τόσο τις αντικειμενικές ανάγκες του ερωτήματος της Οντολογίας που έχει ήδη καθοριστεί, όσο και την πραγμάτευση που απαιτούν «τα ίδια τα Πράγματα». Εδώ χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η έκφραση «τα ίδια τα Πράγματα», η οποία προφανώς παραπέμπει στη Φαινομενολογία του Husserl.

3. Στην τρίτη ενότητα ο φιλόσοφος γίνεται πιο συγκεκριμένος ως προς την ερωτηματική σκέψη: αυτό που μας προσανατολίζει στο βάθος της έρευνας είναι το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα ερώτημα, με την έρευνα του οποίου ουσιαστικά εισδύουμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας εν γένει. Η μέθοδος αυτής της έρευνας είναι φαινομενολογική. Η Φαινομενολογία δεν συνάπτεται με μια ορισμένη άποψη ούτε με ένα ορισμένο ρεύμα. Απεναντίας, μας παραπέμπει, πριν από κάθε άλλο, σε μια μεθοδολογική έννοια. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως «δεν χαρακτηρίζει το τι των αντικειμένων της φιλοσοφικής έρευνας αλλά το πώς τούτης της έρευνας». Το μεθοδολογικό ερώτημα μας ενδιαφέρει ουσιωδώς, γιατί μας επιτρέπει να μιλάμε πρόσωπο με πρόσωπο με τα ίδια τα Πράγματα. Και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Φαινομενολογίας. Προς το τέλος της παρούσας ενότητας, ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στις συνθήκες που απαιτεί μια μεθοδολογική έννοια που έχει τις ρίζες της στην αναμέτρηση με τα ίδια τα Πράγματα. Με αυτή αποφεύγεται  ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «τεχνικός χειρισμός, σαν αυτούς που αφθονούν ακόμη και σε θεωρητικούς κλάδους». Σε τι αναφέρεται αυτό; Αναφέρεται στο γεγονός ότι οι θεωρητικές επιστήμες έχουν συχνά απομακρυνθεί από την παρατήρηση των πραγμάτων όπως παρουσιάζονται. Κατά την ερμηνευτική Φαινομενολογία όμως επιτυγχάνεται η αποφυγή κάθε χειριστικής παρέμβασης ή επέμβασης που μπορεί να αλλοιώσει το Είναι/την ύπαρξη των πραγμάτων.

4. Σε τούτη την τέταρτη ενότητα ο Heidegger συνεχίζει να απαριθμεί εκείνες τις μορφές της ανθρώπινης παρέμβασης που έρχονται σε αντίθεση με το αξίωμα «προς τα ίδια τα Πράγματα!». Μεταξύ άλλων, τέτοιες είναι: «μετέωρες κατασκευές», δηλαδή, αβάσιμοι ισχυρισμοί· «τυχαία ευρήματα», δηλαδή διαβεβαιώσεις που τυχαίνει να συμπίπτουν με την αλήθεια των πραγμάτων, αλλά δεν βασίζονται σ’ αυτά· η χρήση εννοιών που είναι μόνο κατ’ επίφαση εναρμονισμένες με την πραγματικότητα· ψευδο-ερωτήματα ή άλλως ψευδοπροβλήματα, που δεν δικαιολογούν τη βασιμότητά τους και τα οποία μερικές φορές μεταδίδονται σε πολλές γενιές. Στο αξίωμα που προτείνει η Φαινομενολογία θα μπορούσε κανείς, σύμφωνα με τον Heidegger, να αντιλέξει ότι αυτό είναι αυτονόητο και ότι εκφράζει μόνο «την αρχή/τον κανόνα (Prinzip) όλης της επιστημονικής γνώσης». Ωστόσο δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι πράγματι το αξίωμα είναι «κάτι το αυτονόητο», αλλά τούτο το αυτονόητο πράγμα πρέπει να παρατηρηθεί προσεκτικά, εάν θέλουμε να επεξηγήσουμε τη μέθοδο αυτής της πραγματείας.

5. Στη συνέχεια, ο Heidegger ορίζει τους όρους, που θα πρέπει να εξηγηθούν περαιτέρω με τον ακριβέστερο τρόπο. Πρόκειται για το φαινόμενο και τον λόγο που συνθέτουν ετυμολογικά τη λέξη Φαινομενολογία. Μετά από αυτή την πρώτη ετυμολογική ερμηνεία προχωρεί στην ανάλυση της ειδικής αποστολής της Φαινομενολογίας, που έγκειται στο εξής: να φέρει στο φως και να κάνει το Είναι, που αρχικά παραμένει κρυμμένο, εμφανές, φανερό. Υπό μια γενικότερη επομένως έννοια, η ουσία ενός αντικειμένου, που υπόκειται σε φαινομενολογική έρευνα, δεν έγκειται σε κάτι  το κρυμμένο, αλλά στο ότι αφήνεται να κάνει αισθητή την παρουσία του στο ίδιο το φαινόμενο.

Α. Η έννοια του φαινομένου

Στη συνάφεια τούτη, ο φιλόσοφος ονομάζει το φαινόμενο: το φανερό, το δεικνυόμενο αυτό καθεαυτό, εκκινώντας από την αναγωγή στην πρωταρχική ελληνική σημασία της λέξης. Έτσι, η έννοια «φαινόμενο» δηλώνει αυτό που δείχνεται αφ’ εαυτού, που δείχνεται σ’ αυτό το ίδιο. Το φαίνεσθαι κατ’ επέκταση, από το οποίο προέρχεται η λέξη φαινόμενο, σημαίνει να καθιστάς τον εαυτό σου παρόντα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η παρουσία να είναι άμεσα κατανοητή για εμάς τους ανθρώπους. Το φαινόμενο λοιπόν, ως αυτό που δείχνεται, έρχεται σε αντίθεση με τον όρο «επίφαση», που σημαίνει αυτό που δεν δείχνεται. Έτσι, βρίσκουμε δυο τύπους φαινομένων:

φαινόμενο με θετική έννοια: δείξη, αυτό που δείχνεται.

     φαινόμενο με αρνητική έννοια: φαινομενικότητα, επίφαση.

Και αυτοί οι δυο τρόποι κατανόησης του φαινομένου, είτε θετικά ως δείξη είτε αρνητικά ως επίφαση, πρέπει να διακρίνονται από ένα τρίτο νόημα που αντιστοιχεί στον όρο «εμφάνιση, εκδήλωση» (Erscheinung). Εδώ το φαινόμενο ισοδυναμεί με «σύμπτωμα», με «ένδειξη», με «άγγελμα» μιας πραγματικότητας που δεν δείχνεται. Για παράδειγμα, ο πονόδοντος είναι ένα φαινόμενο με θετική έννοια που δείχνεται άμεσα. Αντίθετα, η φλεγμονή των ούλων και ο πυρετός είναι συμπτώματα, μια απλή εκδήλωση/εμφάνιση που υποδηλώνει κάτι, στην προκειμένη περίπτωση τον πονόδοντο.

Έτσι προκύπτει ότι «τα φαινόμενα δεν είναι. ποτέ εκδηλώσεις/εμφανίσεις, σίγουρα όμως κάθε εκδήλωση/εμφάνιση έχει, αντίθετα, ανάγκη από φαινόμενα » (SuZ., σ.30 /ελλ.έκδ., σ.67). Επιπλέον, «η εκδήλωση/εμφάνιση και η επίφαση θεμελιώνονται, με διαφορετικό τρόπο, στο φαινόμενο» (ό.π., σ.31/σ.68)· τουτέστι, κάθε εκδήλωση/εμφάνιση είναι ένα Φαινόμενο, ενώ όλα τα Φαινόμενα δεν είναι εμφανίσεις. Η επίφαση επίσης, δηλαδή κάθε μορφή προσποίησης ή προσομοίωσης, ήτοι η μη-γνησιότητα, έχει τις ρίζες της στη φαινομενικότητα, εφόσον κάτι δείχνεται.