Γκέοργκ
Χέγκελ
1770-1831
Φιλοσοφία:
Λόγος και σκέψη
«Η
γλαύκα της Αθηνάς πετάει, όταν πέφτει το σούρουπο»
§1
Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα, η φιλοσοφία δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποιον επιστημονικό κλάδο και να διδαχτεί ως τέτοια. Παράλληλα δεν συνιστά κάποιο είδος σοφίας, που διδάσκεται και καθιστά κάποιους ανθρώπους πιο σοφούς από τους άλλους. Παρομοίως δεν είναι κοσμοθεωρία ή ιδεολογία, που επιχειρεί δογματικά να χρησμοδοτεί. Η φιλοσοφία έχει την απαρχή της σε μια μορφή προ-κατανόησης του εαυτού της: αρχίζει δηλαδή να είναι πράξη του ανθρώπινου λογισμού, όταν εκκινεί ως πράξη/δραστηριότητα γένεσης της ουσίας της. Τούτο, σύμφωνα με τον Χέγκελ, σημαίνει πως η έναρξη της φιλοσοφίας, σε γενικές γραμμές, ερείδεται σε κάποιες προϋποθέσεις, που δεν είναι εξωτερικές προς την ίδια την ουσία της, αλλά ενυπάρχουν με/σε τούτη την ουσία της φιλοσοφίας. Εάν το φιλοσοφείν γενικώς διαμορφώνεται στην πορεία της ιστορίας ανάλογα με την ωρίμαση και τις διαφοροποιήσεις της ανθρώπινης σκέψης, τότε η φιλοσοφία δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στις/με τις αποσπασματικές εμπειρίες ή παγιωμένες γνώσεις των επί μέρους παραστάσεων ή αντιλήψεων. Π.χ. η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με την παραστασιακή σκέψη της θρησκείας ή την αντίστοιχη εποπτική απεικονιστική της τέχνης.
Τέχνη
και θρησκεία, μας
λέει ο Χέγκελ, αποτελούν προγενέστερες, υποδεέστερες βαθμίδες της
φιλοσοφίας, νοούμενης με τη μορφή του απόλυτου πνεύματος[1]. Ενώ και οι τρεις
περιοχές: τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το ίδιο
περιεχόμενο, π.χ. το Απόλυτο ως το πιο άρτιο, το πιο
τέλειο, ως το απελευθερωμένο, δηλαδή απαλλαγμένο, λυμένο [=από-λυτο] από κάθε
περατή συνθήκη, οι δυο πρώτες διαβαθμίζονται ως υποδεέστερες μορφές
σκέψης, συγκριτικά με τη φιλοσοφία, γιατί παρουσιάζουν το εν λόγω περιεχόμενο
με τη μορφή της παράστασης, της εικόνας ή
της εποπτείας, ενώ η φιλοσοφία το παρουσιάζει με τη νοητική σκέψη,
με την αφαιρετική έννοια. Πρώτα πρώτα λοιπόν προϋπόθεση της
φιλοσοφίας ως τέτοιας, αποφαίνεται ο Χέγκελ, είναι «η πίστη στη δύναμη
του πνεύματος», που για τον άνθρωπο συνιστά αρχή ζωής, διότι τον καθιστά
άξιο για το ανώτερο, το ελεύθερο, το απόλυτα
αρμονικό. Τούτο, με τη σειρά του, υποδηλώνει ότι η φιλοσοφία πρωτίστως
συμπορεύεται με την πνευματική και διανοητική φύση
του ανθρώπου. Κατά δεύτερον, έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι στη σφαίρα του
πνεύματος ενδημεί ο Λόγος ως λέγειν και έλλογη
σκέψη, κάτι που πραγματεύεται ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος, μεταξύ
άλλων, στη Φαινομενολογία του πνεύματος και στην επιστήμη της Λογικής.
§3
Υπ’ αυτή
την οπτική, επομένως, ο Λόγος, η γλώσσα δεν
είναι όργανο της φιλοσοφίας, αλλά η ίδια η σκέψη της,
η στοχαστική της ουσία και για τον άνθρωπο το
πιο ισχυρό θεμέλιο της αυταξίωσής του. Στη
γλώσσα, ο άνθρωπος αισθάνεται σαν στο σπίτι του, γιατί αυτή αποτελεί την Εστία του,
την πλήρωσή του, την αυτοπραγμάτωσή του.
Άνθρωποι που κακοποιούν τη γλώσσα, π.χ. επαγγελματίες πολιτικοί,
κατασκευασμένοι διανοούμενοι της μαζικής κουλτούρας και της κοινωνίας του
θεάματος, ακόμη και δοτοί, αμόρφωτοι καθηγητεύοντες στα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα κ.λπ., συνιστούν τα πιο ανοίκεια, πιο καταστροφικά,
πιο φαύλα όντα για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ήδη ο
Ηράκλειτος είχε διακρίνει τον Λόγο από την εμπειρική
γνώση, με σημερινούς όρους από τη μαζική κουλτούρα, και πάνω σ’ αυτόν
θεμελίωνε τη στοχαστική πράξη:
«η πολυμάθεια δεν διδάσκει τη βαθύτερη κατανόηση των
πραγμάτων. Ειδεμή θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα καθώς και τον
Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40).
Ο
Ηράκλειτος εδώ απορρίπτει την εξωτερικά-εμπειρικά συσσωρευμένη γνώση. Ανάγει σε
εσωτερικό κριτήριο της ίδιας της στοχαστικής πράξης τον κοινό, δηλαδή καθολικό
Λόγο ως γλώσσα και σκέψη. Βασική, ως εκ τούτου, συνθήκη της φιλοσοφίας
είναι ότι δεν μπορεί να συνδέεται με οποιοδήποτε επαγγελματισμό αντιπνευματικών
όντων εντός και εκτός πανεπιστημίων. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του
Χέγκελ, τη φιλοσοφία δεν μπορεί κανείς να την εκλαμβάνει ως μια «φιλοσοφία
της κουζίνας»·
δηλαδή δεν μπορεί να νοείται ως ανερεύνητη υποταγή σε εύπεπτες ή ξένες ιδέες ή
ως απλή ιδεολογική περιχαράκωση που εξυπηρετεί πρόσκαιρες ανάγκες.
§4
Ο
φιλοσοφικός Λόγος, ως
γλώσσα και σκέψη, διαχωρίζεται ρητά από τη λεκτική πανουργία εκείνων που είναι
«το άχθος της γης»[2]
και προϋποθέτει την ελεύθερη συμμετοχή του καθενός σε στοχαστικούς
προβληματισμούς και στην κοινή αναζήτηση της αλήθειας. Έτσι η φιλοσοφία δεν
περιορίζεται σε μια απλή διαρρύθμιση/διευθέτηση των
πραγμάτων της ζωής·
ούτε η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φιλοσοφική σκέψη αποβαίνει μια επιζήμια,
για την εξέλιξή του, εξάρτηση από μηχανισμούς και κατασκευασμένες αντιλήψεις.
Στον Θεαίτητο Ο Πλάτων κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στην
ανιδιοτέλεια, στον εξόχως φιλοτεχνημένο λόγο-σκέψη του φιλοσόφου, και στην
αποχαύνωση, τη δουλικότητα του κοινού θνητού, που είναι πνιγμένος μέσα στη
μηχανική δραστηριότητα του καθημερινού βίου και την α-νοηματική φλυαρία:
«Ο αληθινός
φιλόσοφος, από νέος ακόμη, δεν γνωρίζει που είναι ο δρόμος για την αγορά ούτε
ξέρει που είναι το δικαστήριο και το βουλευτήριο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο
κατάστημα. Αδιαφορεί για τη συζήτηση και επικύρωση των νόμων και των ψηφισμάτων
και απέχει από τις πολιτικές συζητήσεις, τα δείπνα και τις διασκεδάσεις, γιατί
δεν ανήκει σε καμιά πολιτική ομάδα απ’ αυτές που ανταγωνίζονται για την εξουσία»[3].
Οι αληθινοί
φιλόσοφοι, συνεπώς, δεν στρεψοδικούν
ούτε διαμελίζουν το Είναι τους μέσα σε
αθέμιτους ανταγωνισμούς θεσμών και άλλων ανυπόστατων σωμάτων της μαζικής κοινωνίας ή τρέχουσας πολιτικής.
Απεναντίας τοποθετούν τη φιλοσοφία υπό την προοπτική του χρόνου και στο κέντρο
μιας εξελικτικής πορείας, η οποία εννοεί να υπακούει στην ελεύθερη πτήση των ιδεών ή των εννοιών και δεν υποβιβάζει τον
φιλόσοφο σε εξάρτημα μονοδιάστατων θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών,
πολιτιστικών δοξασιών.
Κατά το
αυτό πνεύμα, ο Χέγκελ μας προ-ειδοποιεί ήδη από το 1802:
«η φιλοσοφία,
σύμφωνα με τη φύση της, είναι κάτι το εσωτερικό, που διεαυτό [=κατά την
αυθύπαρκτη ουσία του] δεν προορίζεται για τον όχλο ούτε προσφέρει κάποια
προπαρασκευαστική δυνατότητα γι’ αυτόν. Είναι φιλοσοφία μόνο επειδή είναι
ευθέως αντί-θετη προς την απλή νόηση [=τη διάνοια σε αντίθεση με το διαλεκτικό
Λόγο] και πολύ περισσότερο, ως εκ τούτου, στον υγιή κοινό νου, υπό τον
οποίο νοείται ο τοπικός και χρονικός περιορισμός μιας κατηγορίας ανθρώπων.
Αναλογικά προς αυτόν τον κοινό νου, ο κόσμος της φιλοσοφίας, καθεαυτόν και
διεαυτόν, είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος»[4].
Η
πεμπτουσία της εγελιανής ρήσης: ο
συντετριμμένος Λόγος/λογισμός του καθημερινού ανθρώπου/κόσμου, όπως τον έχει
περιγράψει πολύ παραστατικά και πιο πάνω ο Πλάτων, θεωρεί τον αληθινό
Λόγο της φιλοσοφίας ανεστραμμένο. Το ίδιο δεν ισχύει και στον καθ’
ημάς δημόσιο βίο του σήμερα: το ανεστραμμένο, το σχιζοφρενές πολιτικών,
πολιτιστικών, επιστημονικών, εκπαιδευτικών κατευθύνσεων/επιλογών κ.λπ. να προπαγανδίζεται ως
το παραδειγματικά ορθολογικό;
§5
Ως
πλήρης γνώση και επίγνωση της πραγματικότητας, η
φιλοσοφία έρχεται πάντα τελευταία. Κατά μία έννοια, η φιλοσοφία είναι η έκφραση
του τέλους της ιστορίας. Στον Πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου ο
φιλόσοφος συνοψίζει την ως άνω ουσία της φιλοσοφίας ως εξής:
«Όταν
η φιλοσοφία ζωγραφίζει το γκρίζο της πάνω στον γκρίζο, τότε μια μορφή της ζωής
έχει γεράσει και με της φιλοσοφίας το γκρίζο πάνω στο γκρίζο δεν μπορεί να
ανανεωθεί παρά μόνο να γνωσθεί. Η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει το πέταγμά της μόνο
όταν πέφτει το σούρουπο»[5].
Ο Χέγκελ
εννοεί με την ως άνω θέση ότι η εποχή του είναι η αποκορύφωση μιας πραγματικότητας, που έχει φτάσει στην ολοκλήρωσή της. Η φιλοσοφία, στην
συνάφεια τούτη, δεν είναι κάποιο είδος λειτουργήματος, αλλά η σκέψη του κόσμου, η πιο αντικειμενική
και στοχαστική του δυνατότητα να αναγιγνώσκουμε, κυριολεκτικά να αποκρυπτογραφούμε την ενεργό
πραγματικότητα. Μια τέτοια αποκρυπτογράφηση, ερμηνεία ή ανάγνωση είναι εφικτή,
όταν η ίδια η πραγματικότητα έχει
ωριμάσει κατά ένα τέτοιο τρόπο, ώστε η φιλοσοφία να τη συλλαμβάνει ως
υποστασιακή οντότητα και να την ανακατασκευάζει
στο επίπεδο ή στη μορφή της Ιδέας. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως, όταν η
φιλοσοφία εισέρχεται στη σκηνή του κόσμου και απλώνει το γκρίζο πάνω
στο γκρίζο, δηλαδή τις αφαιρετικές της Ιδέες, τότε το φρέσκο χρώμα
της
νεότητας, η ζωντάνια
έχουν
περάσει.
Το μόνο που λαμβάνει χώρα εκεί είναι η συμφιλίωση, αλλά μόνο στον κόσμο της σκέψης.