Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Αριστοτέλης: από τη γέννηση στη φθορά και τον θάνατο



 

Αριστοτέλης

384 322 π.Χ.

 

Περί γενέσεως κα φθορς

1. Η πραγματεία του Αριστοτέλη με τίτλο: Περί γενέσεως κα φθορς, συντεθειμένη σε δυο βιβλία, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της φυσικής του φιλοσοφίας. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει με ακρίβεια για τον χρόνο συγγραφής του· πάντως υπάρχει η εκτίμηση ότι γράφτηκε κατά την περίοδο μεταξύ 370 και 322 π.Χ. και από την πρώτη του κιόλας πρόταση χαρακτηρίζεται ως άμεση συνέχεια του αριστοτελικού συγγράμματος: Περί ορανο. Η διεργασία της γένεσης και της φθοράς στο Περί ορανο γίνεται αντικείμενο πραγμάτευσης ως χαρακτηριστικό του υποσελήνιου κόσμου των τεσσάρων στοιχείων: φωτιά, γη, αέρας και νερό. Η ύπαρξη αυτών των στοιχείων συνεπάγεται τη γένεση και τη φθορά, καθώς αυτά δεν είναι αιώνια και αμετάβλητα, αλλά μεταπίπτουν διαρκώς το ένα στο άλλο, δυνάμει της επικράτησης της μιας ή της άλλης αντίθετης ιδιότητας. Τούτο νοείται ως εξής: έχουμε έναν ακατάπαυστο κύκλο γένεσης και φθοράς, δεδομένου ότι η φθορά του ενός όντος οδηγεί στη γένεση κάποιου άλλου κ.ο.κ. Τα όντα αυτά είναι όντα ως εκ της φύσεώς τους και δεν προκύπτουν από τη μια ή την άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Είναι, επομένως, ουσίες, υπό την έννοια ότι υπάρχουν εντελώς αυθύπαρκτα και πραγματικά. Αυτά τα όντα είναι ένυλες μορφές, δηλαδή αισθητά όντα που έχουν ύλη και μορφή, σε αντίθεση με τις καθαρές, άυλες μορφές της πρώτης φιλοσοφίας.

2. Στο Περί γενέσεως κα φθορς ο Αριστοτέλης εξετάζει τον ως άνω κύκλο γένεσης και φθοράς κατά τον ακόλουθο τρόπο: στο πρώτο βιβλίο από θεωρητική άποψη, στο δεύτερο από φυσική άποψη, όπου τον απασχολεί, ως κύριο θέμα, ο μετασχηματισμός των τεσσάρων στοιχείων. Ως προς τούτο το έργο, ο τίτλος του δικαιολογείται από το γεγονός ότι η γένεση ενός νέου εκάστοτε όντος, λόγω των διαφόρων φυσικών του μεταβολών, όπως π.χ. η γέννηση και ο θάνατος του ανθρώπου λόγω των μεταβολών του σώματός του, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και στην φθορά του, στον θάνατό του, για να εμφανιστεί στη συνέχεια η γέννηση ενός νέου όντος. Τούτη η διεργασία της γένεσης και της φθοράς λαμβάνει χώρα στον επίγειο χώρο, καθώς η φύση του ουρανού διακρίνεται για τον αιώνιο χαρακτήρα της και δεν επιδέχεται καμιά γέννηση και φθορά. Το μόνο που κινείται και μεταβάλλεται εδώ είναι η θέση των άστρων και των πλανητών. Στο κέντρο αυτής της διεργασίας βρίσκεται η έννοια της ύλης, που η μορφή της δημιουργήθηκε από τον Αριστοτέλη: Η μορφή της ύλης, που επέχει θέση αιτίας, εξηγεί την αδιάκοπη γένεση και φθορά των πραγμάτων, συνιστά τη βάση κάθε κίνησης. Εάν αυτή η ύλη παραμένει αισθητή και υφίσταται, αλλά παίρνει εκάστοτε άλλες ιδιότητες/ποιότητες, λαμβάνει χώρα μια μεταβολή· η ύλη, από την οποία εκκινεί και στην οποία καταλήγει η μεταβολή είναι λιγότερο ή περισσότερο αισθητή. Αν αυτή μεταβάλλεται χωρίς κάτι αισθητό να παραμένει ίδιο, μιλάμε για γέννηση. Και τα δυο καθίστανται δυνατά από τον διπλό χαρακτήρα της ύλης: αφενός υπάρχει ως κάτι συγκεκριμένο, και αφετέρου εμφανίζεται ως έλλειψη όλων των ιδιοτήτων/ποιοτήτων, δηλ. ως μη-υπάρχον[1].

3. Από φυσικής πλευράς, όλες οι διεργασίες λαμβάνουν χώρα δια της αφής και της αμοιβαίας δράσης και αντίδρασης, δηλαδή μέσω του ποιεν και του πάσχειν. Οι αισθήσεις μας είναι αυτές, που μας επιτρέπουν πρωτίστως να αντιληφθούμε τη διαρκή μεταβολή των όντων γύρω μας, τη γένεση και τη φθορά τους. Χαρακτηριστικό λοιπόν όλων των ζωντανών οργανισμών είναι να γεννιούνται και να πεθαίνουν Όλα τα αισθητά σώματα βασίζονται σε μια ύλη που δεν υπάρχει χωριστά, αλλά συνδέεται μόνο με μια αντίθεση (εναντίωση), από την οποία προκύπτουν τα προαναφερθέντα τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, αέρας, φωτιά)[2]. Η εν λόγω ύλη, κατά ταύτα, συλλαμβάνεται εδώ ως δύναμη, που θέτει σε ενέργεια τις μορφές. Και στο βαθμό που τα αισθητά όντα είναι ένυλες μορφές, σταθερές, ενιαίες ενότητες ύλης και μορφής, ο υλικός τους χαρακτήρας αναδύεται από την υλικότητα των τεσσάρων στοιχείων. Τα τελευταία, στα οποία ανάγεται η γένεση και η φθορά όλων των φυσικών όντων, υπόκεινται κι αυτά στη διεργασία της γένεσης και της φθοράς, πράγμα που σημαίνει ότι φέρουν μέσα τους τον αμοιβαίο μετασχηματισμό. Γενικώς ειπείν, αυτό το έργο μπορεί να θεωρηθεί ως παράρτημα που συμπληρώνει όσα είχε εξηγήσει ο Αριστοτέλης στο Περί του ουρανού. Είναι αλήθεια πως καθένα από τα δύο βιβλία τελειώνει με κοσμολογικές θεωρήσεις. Σε αυτά, ο Αριστοτέλης ορίζει τη γένεση ως μια κίνηση που πηγαίνει από αυτό που δεν είναι σε αυτό που είναι. Αντιμετωπίζει επίσης το πρόβλημα της ακινησίας του πρώτου κινούντος και της αμοιβαίας μετάθεσης των στοιχείων.

 

 

 



[1] Βλ. Αριστοτέλους Περί γενέσεως κα φθορς 318 a9–319 a17.

[2] Ό.π., 329a24-35.