Πλάτων
427‒347 π.Χ.
Προς μια φιλοσοφία της ζωής
1. O Αλκιβιάδης Α΄ ή ο Μεγάλος Αλκιβιάδης προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα, αλλά και διαχρονικά για τη φιλοσοφία. Συμβαίνει πράγματι σ’ αυτό το έργο να βρίσκονται μερικά από τα κύρια θέματα της πλατωνικής σκέψης, αλλά ακόμη και του δυτικού φιλοσοφικού στοχασμού. Τούτο το πλατωνικό έργο ανήκει στη σειρά εκείνων των έργων του Πλάτωνος, που η γνησιότητά τους αμφισβητείται από ορισμένους σύγχρονους μελετητές του, όχι όμως με ισχυρά επιχειρήματα. Στην αρχαιότητα, απεναντίας, λογιζόταν ως ένα από τα πιο περιεκτικά σε βασικές ιδέες πλατωνικό κείμενο και απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής. Η αμφισβήτηση συνήθως έχει να κάνει με μια υποτιθέμενη έλλειψη υφολογικής γλαφυρότητας. Κανείς ωστόσο δεν αμφισβητεί ότι περιέχει αυθεντικές πλατωνικές σκέψεις και πως έχει μια τόσο μεγάλη αξία, που στην Ακαδημία χρησιμοποιούταν ως Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Γενικώς ειπείν είναι ένα σπουδαίο έργο με εξαιρετική ακρίβεια των λογικών επιχειρημάτων και παραδειγματική αλληλουχία των συλλογιστικών του βημάτων. Η ανάγνωσή του προσφέρει μια μοναδική ευχαρίστηση.
2. Εδώ ο Σωκράτης παρουσιάζεται να συνομιλεί με τον νεαρό Αλκιβιάδη. Η συνομιλία τοποθετείται γύρω στο 430 π.Χ., όταν ο Αλκιβιάδης ήταν περίπου είκοσι χρόνων[1] και ο Σωκράτης γύρω στα σαράντα. Η σχέση ανάμεσα στον φιλόσοφο και στον Αλκιβιάδη, όπως μαρτυρείται στον παρόντα διάλογο (103a) αλλά και σε άλλα πλατωνικά κείμενα, έχει τον χαρακτήρα ενός γνήσιου παιδαγωγικού έρωτα, τουλάχιστον από την πλευρά του Σωκράτη[2]. Είναι αλήθεια πως ο Σωκράτης συναναστρεφόταν διαρκώς τον Αλκιβιάδη και δεν τον άφηνε να χαθεί ποτέ από τα μάτια του. Ήδη από την αρχή του διαλόγου ο Σωκράτης γίνεται πολύ σαφής:
«Νομίζω,
γιε του Κλεινία, πως απορείς γιατί, αν και ήμουν πρώτος που σε ερωτεύτηκα, μόνο
εγώ δεν σε εγκατέλειψα, ενώ οι άλλοι σε άφησαν, και γιατί εκείνοι σε
συναναστρέφονταν φορτικά, ενώ εγώ τόσα χρόνια ούτε που σε χαιρέτησα»[3].
3. Ευθύς εξαρχής ο φιλόσοφος διαφοροποιεί τον χαρακτήρα της συναναστροφής του με τον Αλκιβιάδη:
ενώ οι άλλοι πλησίαζαν τον Αλκιβιάδη για τα εξωτερικά του χαρίσματα και
πλεονεκτήματα, ο ίδιος ο Σωκράτης πίστευε πως με τη συναναστροφή του αυτή θα
μπορούσε να επιδράσει αποφασιστικά σε
μια ανώτερη συγκρότηση του χαρακτήρα
του, έτσι όπως ταίριαζε στην ανατροφή
και την ευφυία του Αλκιβιάδη. Βέβαια
ο χαρακτήρας και τα έργα του Αλκιβιάδη, κατά τη διάρκεια της ζωής του,
αποδείχτηκαν τόσο τραγικά, ώστε κατέληξαν να βλάψουν παρά να ωφελήσουν τόσο τον ίδιο όσο και την πολιτεία
της Αθήνας. Αφορμή για την παρούσα συνάντηση και συνομιλία ήταν η φιλοδοξία του
Αλκιβιάδη να ασχοληθεί με την πολιτική, καθώς του το επέτρεπε η
ηλικία του και τον ωθούσε προς τα εκεί όλη ψυχική του διάθεση. Όντας είκοσι
χρόνων δικαιούταν να πάρει μέρος στη
λαϊκή συνέλευση της πόλεως και έτσι να αποκτήσει κύρος και επιρροή πάνω στο
λαό. Ο Σωκράτης του επισημαίνει πως δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, που
θα τον καθιστούσαν ικανό να διδάξει ή να καθοδηγήσει τους Αθηναίους και να τους
συμβουλέψει κατάλληλα.
4. Ο νεαρός Αλκιβιάδης, όμορφος,
πλούσιος, έξυπνος, έχει ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον που ο ίδιος το ξέρει. Ο Σωκράτης τον τελευταίο καιρό είχε
απομακρυνθεί, όπως αναφέρει στην αρχή του διαλόγου (103a), από τον Αλκιβιάδη, γιατί τον
απέτρεπε το Δαιμόνιό του. Τώρα όμως,
που τούτο το Δαιμόνιο έπαψε να τον
αποτρέπει, στρέφεται πάλι προς τον
Αλκιβιάδη με την ελπίδα να τον βοηθήσει στον σωστό προσανατολισμό στη ζωή του και δη στην πολιτική του τοιαύτη.
Γι’ αυτό ξεκινά με τα πρώτα βήματα της πολιτικής
καριέρας του Αλκιβιάδη και φέρνει προς συζήτηση τη γνωσιακή του κατάσταση, ενόψει της πρώτης ομιλίας του, σε λίγες μέρες, ενώπιον του λαού της Αθήνας. Διαγιγνώσκει
τις μεγάλες φιλοδοξίες του νεαρού Αλκιβιάδη στο να γίνει σπουδαίος πολιτικός
και να αποκτήσει δύναμη μέσα στην πόλη. Για να μπορέσει όμως να φτάσει ψηλά, αξιοποιώντας
πλήρως τις ικανότητές του, του επισημαίνει ο Σωκράτης, δεν αρκούν οι αποσπασματικές γνώσεις που έμαθε από άλλους. Στη
συνάφεια τούτη τον ρωτάει περί τίνος
θα μιλήσει. Φυσικά, απαντάει, περί της
πολιτικής. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται να του δείξει ότι αυτό προϋποθέτει γνώση του δικαίου και του αδίκου, την
οποία ο Αλκιβιάδης λαμβάνει μόνο από τους ανθρώπους. Τώρα, σε αυτό το θέμα, τι ωφελεί ένας κοινός δάσκαλος μέσα από τους πολλούς;
5. Κατά τη συζήτηση που αναπτύσσεται, ο Σωκράτης καταδεικνύει
στον Αλκιβιάδη πως η ως τώρα περιορισμένη γνώση του από διάφορους δασκάλους και
κυρίως από τον πολύ κόσμο[4]
δεν τον βοηθάει να γνωρίζει τι είναι δικαιοσύνη.
Ο Αλκιβιάδης, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως από τους πολλούς έχει μάθει όχι
μόνο περί δικαίου αλλά και Ελληνικά.
Ο Σωκράτης αντιτείνει πως οι πολλοί,
που δεν ξέρουν τίποτα πέρα από το να ερίζουν
μεταξύ τους ακόμη και για το τι είναι
πέτρα ή ξύλο, πώς θα μπορούσαν να γνωρίζουν κάτι το σπουδαίο (111b-c) ή θα ήταν σε θέση να διδάξουν Ελληνικά.
Σχετικά με την ασυμφωνία τους ακόμη και στα πιο απλά θέματα, ο Σωκράτης/Πλάτων
έχει εδώ κατά νου τις ατεκμηρίωτες διαφωνίες
και τις ατελείωτες φωνασκίες μεταξύ
των πολλών στην Εκκλησία του Δήμου. Στη συνέχεια, μέσω λεπτών διαλεκτικών συλλογισμών, ο Σωκράτης αναδεικνύει
την ισοδυναμία μεταξύ του δίκαιου, του ωραίου και του χρήσιμου.
6. Κατόπιν, ο Σωκράτης περνάει στο σπουδαιότερο μέρος (128d
κ.εξ.) του διαλόγου και θυμίζει στον Αλκιβιάδη τη ρήση του μαντείου των
Δελφών: «γνώθι σαυτόν» («Γνώρισε τον
εαυτό σου»), προκειμένου να δείξει ότι για να αποκτηθεί πραγματικά οποιαδήποτε
γνώση είτε γύρω από τις πολιτικές υποθέσεις της πόλεως είτε περί των ως άνω αρχών ή αρετών (δίκαιο, ωραίο κ.λπ.) χρειάζεται πρωτίστως να
προσπαθούμε να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε. Μόνο όποιος γνωρίζει τι είναι ο άνθρωπος και τι του ανήκει,
τι του ιδιάζει, μπορεί να κάνει λόγο, να μιλήσει δημόσια αλλά και γενικώς,
σχετικά με το τι είναι καλό και κακό
για τον άνθρωπο. Το κεντρικό θέμα, επομένως, του παρόντος έργου είναι: «τι είναι ο άνθρωπος;» (129e). Η πιο πάνω ρήση/φόρμουλα, συνακόλουθα, του
μαντείου των Δελφών δεν παραπέμπει
σε καμια ψυχολογική ενδοσκόπηση,
αλλά ενθαρρύνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει την αληθινή του φύση, να γνωρίσει δηλαδή ότι είναι πρώτα απ' όλα ψυχή. Η γνώση της αληθινής του ουσίας τον
οδηγεί να αναμετρηθεί με το πρώτο του καθήκον, που είναι η αρετή. Και σε αυτό το ζήτημα, ο Αλκιβιάδης έχει ακόμη πολύ δρόμο
μπροστά του!
7. Σε αυτόν τον διάλογο
εκ-τίθενται όλα τα μεγάλα θέματα του πλατωνικού στοχασμού, που
διακρίνονται ήδη για την ολοφάνερη ενότητά τους: πολιτική, ηθική, γνώση. Γιατί, αν η πολιτική αξίζει
κάτι, μπορεί να είναι μόνο ως πρακτική
αυτοσυνείδητων καθολικών σκοπών και όχι ως πραγματοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Αυτό που καθιστά
απαραίτητη τη σαφή γνώση αυτών των
σκοπών, είναι η επιστήμη/φιλοσοφική γνώση
του καλού. Όλες οι σπουδαίες ιδέες της Πολιτείας βρίσκονταιι ήδη στον Αλκιβιάδη
Α'. Αλλά αυτός ο διάλογος, επιβεβαιώνοντας ότι η ουσία του ανθρώπου είναι η ψυχή,
προχωράει ακόμη παραπέρα. Προτείνει τα θεμέλια μιας παράδοσης που θα θρέψει όλη τη σκέψη (φιλοσοφική,
θεολογική) της Δύσης.