Theodor Adorno
1903-1969
Η Διαλεκτική του
Διαφωτισμού
Ι. Ο Αντόρνο ανήκει αναμφισβήτητα στους σημαντικότερους στοχαστές όχι μόνο της σχολής της Φρανκφούρτης αλλά και της σύγχρονης κριτικής φιλοσοφίας. Επιδίωξε, μεταξύ άλλων, να εκσυγχρονίσει τη μαρξιστική θεωρία, ερμηνεύοντάς την υπό το πνεύμα της σύγχρονης υλικής πραγματικότητας. Στη σχολή της Φρανκφούρτης αποτελούσε την κύρια διαμεσολαβητική πνευματική δύναμη μεταξύ του μαρξισμού και όλης της άλλης φιλοσοφίας, καθώς και αυτής τούτης της φιλοσοφίας με την κοινωνιολογία. Οι μελέτες του για τον Χέγκελ, τον Χάιντεγκερ, τον Husserl, τον Kierkegaard και άλλους μεγάλους φιλοσόφους είναι απαράμιλλες ως προς την ευκρίνειά τους και έχουν την απήχηση που τους αξίζει όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της γερμανόφωνης περιοχής. Η κριτική του στον Husserl είναι επίσης μια κριτική της επιστημολογίας όπως συνήθως τη γνωρίζουμε στην παραδοσιακή της σύλληψη. Πεδίο κεντρικό στις γενικότερες ανησυχίες του ήταν όχι μόνο οι πολιτισμικές σπουδές, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία και η λογοτεχνική κριτική αλλά και η μουσική.
ΙΙ. O Αντόρνο εντάχθηκε στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, που είχε
ιδρυθεί στη δεκαετία του 1920 με κύριο σκοπό τη διεπιστημονική, κριτική
ανάλυση της κοινωνίας. Μόλις ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, το Ινστιτούτο
έκλεισε. Στη συνέχεια, ο φιλόσοφος μετακόμισε στην Οξφόρδη και κατά τη διάρκεια
του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Αμερική. Προς τα τέλη του 1941 ξεκινάει
μια εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία με
τον Χορκχάιμερ στη συγγραφή της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού. Αμέσως,
μετά τον πόλεμο, επέστρεψε στη Φρανκφούρτη, όπου συνέβαλε στην ανασύσταση του Ινστιτούτου και τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρέτησε ως
διευθυντής του. Απέναντι στον φασισμό,
τον αντισημιτισμό, τον σταλινισμό και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,
αλλά και απέναντι στα εργοστάσια
ψευδαισθήσεων του Χόλιγουντ και την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος, το ως άνω έργο αποτελεί το πιο σημαντικό
και ιστορικο-φιλοσοφικά θεμελιώδες εγχείρημα της κριτικής θεωρίας και έναν
πραγματικά σταθμό στη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη.
ΙΙΙ. Στην Κριτική
του Διαφωτισμού βρίσκουμε μια ολική κριτική του πολιτισμού, υπόβαθρο
της οποίας είναι η αντίληψη του Αντόρνο για την «αρνητική» διαλεκτική, μια διαλεκτική δηλαδή, που σε αντίθεση με
την εγελιανή διαλεκτική της συμφιλίωσης,
απορρίπτει ως ουτοπική την
οποιαδήποτε δυνατότητα πλήρους
συμφιλίωσης των αντιθέτων. Κάτω από την ισχύ ενός τέτοιου πνεύματος το εν
λόγω βιβλίο λογίζεται ως μια κατ’ εξοχήν γενεαλογική
κριτική της νεωτερικής υποκειμενικότητας,
του εργαλειακού ορθολογισμού και της
πολιτικής τους σημασίας. Μιλάει για
μια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας,
όπου τα άτομα χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή
αφηρημένων, καθολικών ρόλων.
Ορθολογισμός και κοινωνία αλληλο-αντικατοπτρίζονται και αλληλο-τροφοδοτούνται:
ο Λόγος είναι κοινωνικός και η κοινωνία είναι, λίγο-πολύ, προϊόν
του Λόγου. Ο Λόγος έτσι είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κυριαρχία. Το κεντρικό μοτίβο του έργου
είναι «η αυτοκαταστροφή του Διαφωτισμού».
Ο Διαφωτισμός, που ήθελε να
απελευθερώσει τους ανθρώπους από την ανωριμότητα,
από τα δεσμά του μύθου, έχει γίνει ο
ίδιος, ως καταστροφική τυφλή πρόοδος, ένας μύθος.
ΙV. Ο τίτλος του βιβλίου, σε ένα
πρώτο βήμα, παραπέμπει στον ιστορικό Διαφωτισμό
του 18ου αιώνα, σε αυτό το πνευματικό κίνημα που είχε ως κύριο στόχο να ενθρονίσει τη θρησκεία του Λόγου στη θέση του Λόγου της θρησκείας, που κυριαρχούσε ως τότε. Σύγχρονα όμως οι συγγραφείς δείχνουν
να αναφέρονται και σε μια παράδοση
της κριτικής του Λόγου στο όνομα του
ίδιου του Λόγου. Η κριτική στον Διαφωτισμό, που ασκεί ο Αντόρνο μαζί με
τον Χορκχάιμερ στο υπό συζήτηση βιβλίο, δεν
είναι μηδενιστική, αλλά
αποβλέπει σε μια θετική σύλληψη της ουσίας του, σε μια από-μυθοποίηση του δικού
του μύθου, ώστε να πάψει να υπηρετεί την τυφλή
κυριαρχία και να εκλαμβάνει ως ύποπτο
ό,τι δεν συμμορφώνεται με την υπολογισιμότητα
και τον ωφελιμισμό των λειτουργικών δομών
της σύγχρονης κοινωνίας. Η τελευταία,
εξορθολογισμένη με στρεβλό τρόπο, τείνει να υποβαθμίσει τον κόσμο σε ένα
σύστημα γενικών κανόνων ή αρχών, φαινομενικά
ανοικτών στην ελευθερία του ατόμου αλλά ουσιαστικά
«ανοικτών» στη σύνθλιψη του
τελευταίου από τους ορατούς ή και μη-ορατούς μηχανισμούς του κοινωνικού ελέγχου.
Αυτό που απασχολεί στο βάθος τη Διαλεκτική
του Διαφωτισμού δεν είναι απλώς μια ενδοκοινωνική
αντιπαράθεση μεταξύ της νέας βαρβαρότητας και της ορθολογικής οργάνωσης της
κοινωνίας, αλλά μια ιδιότυπη σχέση
κοινωνίας και φύσης, την οποία (σχέση) προϋποθέτουν
τόσο τα έργα και οι ημέρες της νέας
βαρβαρότητας, όπως εκφράστηκε πρωτίστως από τον ναζισμό, όσο και η ρυθμισμένη, τεχνολογικά κυρίως, ζωή του
σύγχρονου ανθρώπου.
V. Είναι
πασιφανές, μας λέει ο Αντόρνο, ότι η ανθρωπότητα αποστασιοποιείται επανειλημμένα από τα προηγούμενα συστήματα σκέψης, επικρίνοντάς τα ότι είναι απλώς μυθικά. Αυτή η εξέλιξη τροφοδοτείται από
την επιθυμία της ανθρωπότητας να
αποκτήσει αυξημένο πρακτικό έλεγχο στη φύση. Τα ανθρώπινα όντα ήλπιζαν ότι, απελευθερώνοντας
τον εαυτό τους από τις μυθικές απόψεις της φύσης και αποκτώντας μια πιο διεισδυτική κατανόηση των πραγματικών
λειτουργιών της, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ικανότητά τους να επέμβουν σε
αυτές τις φυσικές διαδικασίες για δικό τους όφελος. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας ήταν η άνοδος της σύγχρονης επιστήμης, η οποία επιτρέπει στην
ανθρωπότητα να ασκήσει πρωτοφανή έλεγχο
πάνω στη φύση, αναπαριστώντας την ως τέτοια που αποτελείται από εκτατά μεγέθη, κατανοούμενα με τη χρήση των μαθηματικών.
VI. Όσο ο Διαφωτισμός αποδυναμώνει την
αυτοσυνείδησή του, τόσο αδυνατεί να
διαχειριστεί τους μύθους. Ως βάση του μύθου εξέλαβε «την προβολή του υποκειμένου πάνω στη φύση», μετατρέποντας την
τελευταία σε μια απλή αντικειμενικότητα, σε ένα αντικείμενο, πάνω στο οποίο ασκούν
αδυσώπητα την εξουσία τους οι άνθρωποι. Αυτή η εξουσία όμως έχει και το ανάλογο
τίμημά της: αποξενώνει τους ανθρώπους από αυτό που εξουσιάζουν. Η διαλεκτική, συνεπώς, όπου ο Διαφωτισμός επιστρέφει στον μύθο,
παραπέμπει σε μια διαλεκτική,
δυνάμει της οποίας ο ίδιος επιστρέφει στη φύση. Ο Διαφωτισμός μας απομακρύνει από τη φύση, τοποθετώντας μας ως κύριους, όχι ως μέρη, της φύσης και
ενισχύοντας την ικανότητά μας να αποκόπτουμε τη σκέψη μας από το συγκεκριμένο και να καταφεύγουμε σε αφηρημένες έννοιες. Παρόλα αυτά, εμείς
οι άνθρωποι παραμένουμε εν μέρει φυσικά
όντα, αφού ο καθένας μας έχει μια «εσωτερική
φύση» που αποτελείται από σωματικές παρορμήσεις. Έτσι, ένας από τους πολλούς
στόχους του Διαφωτισμού είναι να μας κάνει κυρίαρχους/εξουσιαστές της εσωτερικής μας φύσης:
να μας επιτρέψει να ασκούμε αυτοέλεγχο, να αντιστεκόμαστε
στις παρορμήσεις μας και να παραδιδόμαστε
μονοδιάστατα σε μια ασυγκίνητη, απαθή εννοιολογική σκέψη.
VIΙ. Έτσι,
όσο περισσότερο προσπαθεί να διαφωτίσει
τους ανθρώπους, ώστε να διαχωρίσουν τη σκέψη τους από τον μύθο, τόσο
περισσότερο τους κάνει να ξαναπέφτουν
σε μυθικούς τρόπους σκέψης. Αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, με
όλες τις ορθολογικές του δυνάμεις επιχειρεί να ξεπεράσει την προσκόλληση σε μυθικές αντιλήψεις ή «πιστεύω», όπως η
πίστη σε θεούς, σε υπερφυσικές δυνάμεις κ.λπ., με το να μένει προσκολλημένος στα γεγονότα· π.χ. γεγονότα
για το πώς είναι οργανωμένη σήμερα η
κοινωνία, πώς είναι η αλυσίδα των
ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στην οργάνωση της κοινωνίας με αυτόν τον τρόπο
κ.α. Αλλά ο Διαφωτισμός δεν μπορεί
να αναρωτηθεί αν η ιστορία θα μπορούσε
να ήταν διαφορετική, λες και εδώ δεν πρόκειται για ένα απλό πραγματικό ζήτημα.
Η αδυναμία του να σκεφτεί αν τα
πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, οδηγεί σε μια αδιανόητη
αποδοχή ότι οι τρέχουσες κοινωνικές ρυθμίσεις είναι αναπόφευκτες, είναι μια «μοίρα»
από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η μοιρολατρία αυτού του είδους
είναι μια τυπικά μυθική μορφή πεποίθησης.
VΙΙI. Η απελευθερωτική λειτουργία
του Λόγου σε σχέση με τον μύθο και τη δεισιδαιμονία γίνεται η ίδια μύθος, ο μύθος του Διαφωτισμού, που εμποδίζει τον
ίδιο τον Λόγο να εξετάσει τον εαυτό του κριτικά. Αυτό που παραμένει εντελώς,
παντελώς αχαλίνωτο είναι η εργαλειακή
ουσία του Λόγου που ενσπείρει στον κόσμο της νεωτερικότητας μια τάση
αυτοκαταστροφής. Γι' αυτό, με την άνοδο του καπιταλισμού και της αστικής
κοινωνίας, ο Λόγος φαίνεται να στράφηκε εναντίον
του εαυτού του και να μεταλλάχθηκε
σε ολοκληρωτισμό και αυταρχικό κομφορμισμό. Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού έχει
τεράστια ιστορική αλλά και φιλοσοφική
σημασία. Πέραν των άλλων, το βιβλίο εγκαινίασε τρία βασικά στάδια της συζήτησης του τέλους του εικοστού αιώνα: α) την
έννοια της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, (β) τη φιλοσοφική
σημασία του Ολοκαυτώματος και (γ) τον
ορισμό του ολοκληρωτισμού. Η
κριτική του Adorno στο Διαφωτισμό
δεν απορρίπτει την ιδέα του τελευταίου, αλλά θα ήθελε
«να προετοιμάσει μια θετική έννοια για αυτόν που θα
τον απαλλάξει από την εμπλοκή του στην τυφλή κυριαρχία»[1].
Αυτή η θετική «έννοια του Διαφωτισμού»
αντιστοιχεί σε μια έννοια μεστή Λόγου,
η οποία προορίζεται να περιλαμβάνει επίσης σωματικές, μιμητικές και αισθητικές
πτυχές και δεν θα είναι ιεραρχικά δομημένη, αλλά θα βασίζεται σε μια συνύπαρξη του Διαφορετικού.