Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Πλάτων: ο "Παρμενίδης" και η θεωρία των Ιδεών




                                            Πλάτων

427347 π.Χ.

 

 Η διαλεκτική της Ιδέας στον Παρμενίδη

 

1. Ο Παρμενίδης γράφτηκε πιθανότατα μετά το τρίτο ταξίδι του Πλάτωνος στη Σικελία (361-360 π.Χ.), πριν από την ομάδα των όψιμων διαλεκτικών διαλόγων (Θεαίτητος, Σοφιστής, Πολιτικός). Το θέμα του είναι μια πλασματική μάλλον συνάντηση (περίπου το 450 π.Χ.) του 20χρονου τότε Σωκράτη με τον 65χρονο Παρμενίδη, επικεφαλής της φιλοσοφικής σχολής της Ελέας στη νότια Ιταλία, και τον 40χρονο μαθητή του Ζήνωνα. Ο Παρμενίδης, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ανήκει στους πιο σημαντικούς διαλόγους της πλατωνικής διαλεκτικής και αποτελεί την καθαρή θεωρία των Ιδεών. Μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ότι εδώ εκφράζεται μια αληθινή κρίση της πλατωνικής σκέψης, καθώς έχει συντεθεί με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, δυνάμει της οποίας η μελέτη των θεωρητικών δυσκολιών του πλατωνισμού οδηγείται στα άκρα. Είναι πράγματι ένας δύσκολος διάλογος, ίσως ο πιο δύσκολος από όλα τα άλλα έργα του Πλάτωνος.

2. Μια περίπλοκη εισαγωγή μας προειδοποιεί να προσέξουμε τη μεγάλη χρονική απόσταση: στην αρχή του διαλόγου ο Κέφαλος από τις Κλαζομενές[1] αφηγείται πως συνάντησε τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα (τα αδέρφια του Πλάτωνος, γνωστά από την Πολιτεία) στην Αθήνα, μέσω των οποίων επισκέφτηκε τον ετεροθαλή αδερφό του Αθηναίου φιλοσόφου, τον Αντιφώντα, που ήξερε για τις συνομιλίες μεταξύ Παρμενίδη, Ζήνωνος και Σωκράτη από τον Πυθόδωρο, φίλο και μαθητή του Ζήνωνος. Ο Κέφαλος αναδιηγείται όσα του είπε ο Αντιφών, που δεν ήταν παρών στη συνομιλία αλλά την άκουσε από τον Πυθόδωρο. Ο τελευταίος φιλοξένησε στο σπίτι του τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, όταν κάποτε ήλθαν στην Αθήνα για τη γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και είχε παρευρεθεί στη συνομιλία. Πέραν των κύριων προσώπων της συνομιλίας, του Παρμενίδη, του Ζήνωνος και του νεαρού Σωκράτη, παρευρισκόταν εκεί και ο Αριστοτέλης, ένας από τους μετέπειτα «Τριάκοντα Τυράννους», όπως και μερικοί άλλοι.  

3. Προσεκτικά φιλοτεχνεί ο Πλάτων τα χαρακτηριστικά των κεντρικών προσώπων της συνομιλίας: ο Παρμενίδης εμφανίζεται ως ένας ωραίος και αξιοπρεπής γέρος, ανοιχτός σε νέες ιδέες και γεμάτος θαυμασμό για τη νεανική ορμή του Σωκράτη προς τη συνομιλία· είναι προικισμένος με ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες και δείχνει να μη στερείται ισχυρών επιχειρημάτων, κατά τη συνομιλία, ακόμη και όταν ορισμένες φορές καταφεύγει σε επιχειρήματα όχι και τόσο σαφή. Επιλέχτηκε από τον Πλάτωνα ως ο μόνος φιλόσοφος, που θα μπορούσε να αντικρούσει τον Σωκράτη στην εκτυλισσόμενη στον παρόντα διάλογο διαλεκτική και συγχρόνως να εγγυηθεί την προσήλωση σε μια σταθερή οντολογία. Ο Ζήνων παρουσιάζεται περισσότερο ένας επιτήδειος άνθρωπος του κόσμου, που βασίζεται σε παλαιότερα φιλοσοφικά επιτεύγματα. Αρχικά διαβάζει το σύγγραμμά του, αλλά κατά τη συνομιλία του με τον Σωκράτη αποστασιοποιείται ξανά από αυτό, λέγοντας πως πρόκειται για ένα νεανικό έργο που πήρε δημοσιότητα χωρίς τη δική του σύμπραξη.                                                                         

Ο νεαρός Σωκράτης εμφανίζεται να ασκεί κριτική στον Ζήνωνα με προθυμία και αυτοπεποίθηση, αλλά απέναντι στον Παρμενίδη να είναι πιο συγκρατημένος και μετρημένος. Αποδέχεται τις ενστάσεις για τη δική του άποψη σχετικά με τις Ιδέες, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζει να δίνει νέες πιθανές εξηγήσεις. Η προθυμία του για μάθηση κυριαρχεί στην προσπάθειά του να τα φέρει πέρα επιτυχώς καθ’ όλη τη συνομιλία. Έτσι, σε όλο το δεύτερο μέρος του διαλόγου παρακολουθεί ως βουβός, δεδομένης και της παρουσίας του Παρμενίδη, που δεν είναι απλώς ένας συμπρωταγωνιστής του Σωκράτη, αλλά ένας στοχαστής που εμπνέει μεγάλο σεβασμό, όπως αναφέρει στον Θεαίτητο ο Πλάτων. Επιλέγοντας τη διαλεκτική μέθοδο, αποτίνει φόρο τιμής και στον άλλο εκφραστή του ελεατικού ρεύματος: τον Ζήνωνα. Η κριτική του Παρμενίδη στη θεωρία των Ιδεών στοχεύει σε ένα σημείο που είχε αναφερθεί ήδη στον Φαίδωνα, αλλά χωρίς διεξοδική εξέταση: τη σχέση Ιδεών και πραγμάτων, νοητού και αισθητού. Τέλος, ο νεαρός Αριστοτέλης χρησιμοποιείται για να δίνει απαντήσεις και να συνδράμει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε ο Παρμενίδης να παίρνει μια ανάσα σε ό,τι αφορά τις λογικές του αφαιρέσεις.

4. Ο διάλογος διαιρείται σε δυο κύρια μέρη. Tο πρώτο μέρος είναι: 127d6137c3 και αρχίζει αμέσως μετά το αφηγηματικό πλαίσιο (126a1127d5). Το δεύτερο μέρος είναι: 137c4166c5, όπου ο Παρμενίδης εκθέτει τη μέθοδό του στο νεαρό Αριστοτέλη. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε τον Ζήνωνα να αναγιγνώσκει, από ένα βιβλίο του που έφερε για πρώτη φορά στην Αθήνα, τις σχετικές του αποδείξεις για το  ακόλουθο: το να δεχόμαστε την ύπαρξη των «πολλών» οδηγεί σε αντιφάσεις. Ο Σωκράτης χρησιμοποιεί τη θεωρία των Ιδεών για να τις αναιρέσει, καθώς δεν βλέπει τίποτα άλλο εδώ παρά μια υπεράσπιση, με άλλο τρόπο, της διδασκαλίας του Παρμενίδη περί της Εν-ότητας. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι το «Παν είναι Ένα», ενώ ο πρώτος λέει πως δεν υπάρχουν «πολλά». Κατά την αναμέτρησή του με τους Ελεάτες φιλοσόφους, ο Σωκράτης επιχειρεί ουσιαστικά να βαδίσει στα ίχνη της θεωρίας των Ιδεών, όπως κατ’ αρχήν τη γνωρίζουμε από τον Φαίδωνα. Πρώτα λοιπόν υποθέτει πως οι Ιδέες είναι όντα καθεαυτά και στη συνέχεια αναγνωρίζει ότι τα πράγματα που αποκαλούμε πολλά, δηλαδή τα επιμέρους, τα ατομικά, μπορεί να έχουν συμμετοχή, ως τέτοια, στις Ιδέες και έτσι να ονομάζονται με τα ιδιάζοντα στη φύση τους ονόματα· π.χ. το Δίκαιο ονομάζεται έτσι, επειδή συμμετέχει στην Ιδέα του Δικαίου.

Η σωκρατική, ήτοι πλατωνική, διαλεκτική έρχεται, ευθύς εξαρχής, να αντιμετωπίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαλεκτική του Ζήνωνος, που παρουσιάζεται να εκφράζει, μεταξύ των άλλων, το ακόλουθο παράδοξο: αν τα πράγματα που υπάρχουν είναι πολλά, τότε τα ίδια πράγματα πρέπει να είναι τόσο όμοια όσο και ανόμοια. Αυτό όμως, κατά τον Ζήνωνα, δεν νοείται να ισχύει στην πράξη: τα όμοια πράγματα δεν μπορούν να είναι ανόμοια, ούτε τα ανόμοια, όμοια. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχουν πολλά πράγματα: η πολλαπλότητα είναι αδύνατη. Ο Ζήνων εδώ κάνει αφαίρεση από το συγκεκριμένο πλαίσιο αλληλοσχέσεων των πραγμάτων, βλέποντας ξεχωριστά την ύπαρξη καθενός από τα πολλά που υποθέτει στο επιχείρημά του, και παρατηρεί ότι το καθένα απ’ αυτά θα ενσωματώνει μια αντίφαση. Τέτοιες αντιφάσεις δεν έχουν καμιά πραγματική βάση και παραπέμπουν σε ένα είδος σοφιστικής, γιατί το επιχείρημα του Ζήνωνος είναι ελλειπτικό: δεν εξηγεί τον λόγο που η πολλαπλότητα πρέπει να σημαίνει ότι κάτι είναι όμοιο και συγχρόνως ανόμοιο· ούτε γιατί αυτό είναι παράλογο. Ο Σωκράτης απαντά, στο επιχείρημα του Ζήνωνος, ότι υπάρχει ένα είδος του Είναι, αυτό των Ιδεών, που θα έσωζε τα φαινόμενα από την αυτο-αντίφαση: αν λάβουμε υπόψη ότι οι ίδιες οι Ιδέες υπάρχουν ανεξάρτητα και χωριστά από καθετί που συμμετέχει σε αυτές, τότε δεν προκύπτει πραγματική αντίφαση. Κάτι μπορεί κάλλιστα να συμμετέχει στο αντίθετο. Αυτό το επιχείρημα για τις Ιδέες το συναντάμε και στον Φαίδωνα.

5. Στο βαθμό που η θεωρία των Ιδεών είναι καίρια στη σκέψη του Πλάτωνος, η προσπάθειά του εδώ έγκειται στο να καταστήσει εφικτή, για τον καθένα, τη συνομιλία, με βάση μια κατακτημένη ήδη φιλοσοφική θεωρία και γνώση, η οποία ποτέ δεν μπορεί να προσφερθεί ασυλλόγιστα. Είναι η ίδια η διαλεκτική του Ιδέα, που θα μας δείξει πώς χρειάζεται να προσεγγίζουμε τη μια ή την άλλη συλλογιστική. Πρόκειται στην πραγματικότητα για εκείνη τη δια-λογική, ήτοι δια-λεκτική, πρακτική, η αλήθεια της οποίας αναδύεται ως μια αργά εκτυλισσόμενη αρμονία μεταξύ του αναγνώστη, των άλλων ανθρώπων, του ίδιου του κειμένου και του κόσμου γύρω μας· μια αρμονία, που αντανακλά την υπόρρητη αρμονία των δια-νοημάτων της θεωρίας των Ιδεών: ο Σωκράτης υποθέτει ότι τα πράγματα που βλέπουμε και χειριζόμαστε είναι αυτά που συμμετέχουν στις Ιδέες και ως τέτοια εξαρτώνται απ’ αυτές, από εδώ αντλούν την καθορισμένη τους καταληπτότητα.

Οι Ιδέες, σε αντίθεση με τα αισθητά, είναι απλώς και αποκλειστικά αυτό που είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, για παράδειγμα αυτό που κάνει τα «πολλά», δηλαδή η Ιδέα της πολλότητας, να είναι πολλά κ.λπ. Ο Σωκράτης λέει ότι υπάρχει μια Ιδέα της ομοιότητας αυτή καθεαυτήν (ατ καθ ατό, 128e6–129a1), αλλά και μια άλλη, αντίθετη από τούτη (λλο τι ναντίον, 129a1–2), η Ιδέα της ανομοιότητας. Τα ίδια ατομικά πράγματα ή όντα μπορούν να συμμετέχουν και στη μια και στην άλλη Ιδέα και τότε να αποκαλούνται τόσο όμοια όσο και ανόμοια. Και τούτο, επειδή οι εν λόγω Ιδέες ανήκουν σε μια οντολογική σφαίρα διαφορετική από εκείνη των επιμέρους: τα πράγματα μπορεί να είναι τόσο όμοια όσο και ανόμοια, επειδή υπάρχει ένα «ΟΝ» που τα υπερβαίνει, ενδημεί πέρα και πάνω από αυτά, κατά τρόπο που η ομοιότητα και η ανομοιότητα στα πράγματα να μην τους είναι εγγενής. Εκκινώντας από το ότι είναι απαραίτητο να καταφύγουμε στην Ιδέα του ανθρώπου για να αναγνωρίσουμε την ενότητα στην πολλαπλότητα, στη διαφορετικότητα των επιμέρους ανθρώπων, χρειάζεται να υπάρχει ένας άλλος όρος ανώτερης τάξης, που να εγγυάται την ενότητα της Ιδέας αφενός και του συνόλου των ανθρώπινων όντων αφετέρου.

6. Από την άλλη πλευρά, η κριτική του Παρμενίδη στη θεωρία των Ιδεών αποβλέπει στη «συμμετοχή» των Ιδεών στο αισθητό που στεφανώνουν. Το επίμαχο δεν είναι τίποτε άλλο από το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ του Ενός και των πολλών. Η έννοια της Ιδέας ενσωματώνει το αίτημα για ενότητα, αλλά, για να ικανοποιηθεί αυτό το αίτημα, δεν είναι η ίδια η Ιδέα καταδικασμένη να πολλαπλασιάζεται, δηλαδή να χάνει τον εαυτό της ως Ιδέα; Σε κάθε περίπτωση, ο νεαρός Σωκράτης εμφανίζεται να μην το έχει ξεδιαλύνει αυτό το σημείο. Αυτό που μπορεί να υποστηρίξει είναι μόνο τούτο: τα αισθητά πράγματα είναι ομοιώματα των Ιδεών (132d). Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά τα ποταπά πράγματα: τρίχες, ρύπος κ.α. αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι δυσκολεύεται να συλλάβει μια Ιδέα. Άραγε, δείχνεται ότι η έννοια της Ιδέας έχει όρια; Ακολουθεί τότε την εξής συλλογιστική: δέχεται πως οι Ιδέες υπάρχουν για βασικές έννοιες, όπως το αγαθό, το δίκαιο κ.λπ. αλλά και για τον ίδιο τον άνθρωπο ως τέτοιο· αμφιβάλει όμως αν το ίδιο ισχύει και για τα ποταπά πράγματα. Αυτά μάλλον εντάσσονται στην κατηγορία του φαινόμενου, χωρίς ωστόσο τούτο να είναι η τελική εξήγηση γι’ αυτά. Η ένσταση για τα ποταπά είναι μια πρώτη ένσταση, την οποία θα ακολουθήσουν κι άλλες. Μια δεύτερη ένσταση από τον Παρμενίδη είναι ότι η έννοια της συμμετοχής, της μέθεξης δεν μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί επαρκώς: ο μερισμός των πραγμάτων δεν σημαίνει άραγε και μερισμό των Ιδεών, δυνάμει του οποίου δεν έχει κανένα νόημα πια ο πρωταρχικός ορισμός της Ιδέας ως Όντος αυτό καθεαυτό; Μια άλλη ένσταση αμφισβητεί ότι οι Ιδέες, στο βαθμό που ορίζονται ως αυτά καθευτά Όντα, μπορούν να σχετίζονται με τα αισθητά όντα και τα διανοήματα που τούτα φέρνουν μέσα τους. Έτσι, αν δεχτούμε ότι υπάρχουν οι Ιδέες, όπως τις όρισε ο Σωκράτης, τότε αυτές δεν μπορεί να τις γνωρίσει ο άνθρωπος. Απέναντι σε τέτοιες ενστάσεις του Παρμενίδη, ο Σωκράτης στέκεται με σκεπτικισμό: άλλοτε συμφωνεί ορισμένως και άλλοτε εγείρει τις δικές του ενστάσεις υπό τον ορίζοντα της ανάγκης για περαιτέρω έρευνα.

7. Στο δεύτερο μέρος ο Πλάτων ασχολείται με τη μέθοδο έρευνας του Παρμενίδη, στην αναλογία που ο τελευταίος επιχείρησε να αναιρέσει τη διαλεκτική θεωρία των Ιδεών: εξετάζει τις λογικές συνέπειες της Ελεατικής υπόθεσης (= το Ένα είναι) και στη συνέχεια τις συνέπειες της άρνησης αυτής της υπόθεσης (=το Ένα δεν είναι). Αναζητώντας τις προϋποθέσεις νομιμότητας της απόδοσης κατηγορήματος σε οποιοδήποτε υποκείμενο, ο Πλάτων φτάνει στα όρια μιας θεωρίας κατηγοριών. Αλλά, κυρίως, διαπιστώνει -στο τέλος μιας εξαιρετικά αφηρημένης και λεπτής διαλεκτικής άσκησης- ότι οι αρχικές αντιφατικές υποθέσεις έχουν πανομοιότυπες συνέπειες. Το αποτέλεσμα όλων των υποθέσεων που συζητήθηκαν εδώ από τον Παρμενίδη στη βάση της θέσης και της αντίθεσης [=το Ένα είναι, το Ένα δεν είναι] κλείνει με τα παρακάτω λόγια: 

 

«Είτε δεχτούμε ότι το Ένα είναι είτε δεχτούμε ότι το Ένα δεν είναι, αυτό το ίδιο και τα άλλα, και σε σχέση με τον εαυτό του και στις μεταξύ τους σχέσεις, όλα οπωσδήποτε είναι και δεν είναι και φαίνονται και δεν φαίνονται».

 

Εν τέλει, το δεύτερο μέρος του Παρμενίδη μοιάζει με ένα ελεύθερο παιχνίδι καθαρά πνευματικών υποθέσεων, με ένα εργαστήρι μεταφυσικής, όπου τίθενται υπό εξέταση και επεξεργασία όλα τα ζητήματα της αιώνιας δυτικής φιλοσοφίας. Ο διάλογος: Παρμενίδης, κατά τα πολλαπλά δεδομένα, αν και είναι ένας από τους λιγότερο διαβασμένους διαλόγους του Πλάτωνος, λόγω της δυσκολίας του, εν τούτοις είναι ένας από τους πιο πολυσυζητημένους.

      

    

 



[1] Ο Κέφαλος από τις Κλαζομενές δεν πρέπει να συγχέεται με τον Κέφαλο που εμφανίζεται στην Πολιτεία.