ΤΟ
«ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
1. Σε τι έγκειται
η απόρθητη πρωτοτυπία της ελληνικής
σκέψης, αλλά και αυτών τούτων των Ελλήνων; Έγκειται στο ότι είναι οι μόνοι εξ
ορισμού που δεν έχουν τους Έλληνες
πίσω τους, όπως συμβαίνει με τον σύγχρονο πνευματικό πολιτισμό που έχει τους
Έλληνες πίσω του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πολιτισμός τους γεννήθηκε από το
τίποτα. Πλην όμως ό,τι οφείλουν οι Έλληνες στους πολιτισμούς που προηγήθηκαν,
το μεταμόρφωσαν πολύ νωρίς, το
σημάδεψαν με τη δική τους σφραγίδα
και καθ’ όλη την πορεία της εντυπωσιακής τους ανάπτυξης, τόσο στο πνευματικό όσο και στο πρακτικό πεδίο της ζωής, δεν έπαψαν να
κρίνουν και να συγκρίνουν τον επίπεδό τους με εκείνο των δανειστών τους, που ορισμένοι
τους φαίνονται ότι αντιπροσωπεύουν είτε έναν πολιτισμό υπό ανεστραμμένη μορφή ή
και έναν πολιτισμό ανεξέλικτο με δεσποτικό και βάρβαρο χαρακτήρα, π.χ η δεσποτική και βάρβαρη Μεσοποταμία.
2. Η
ελληνική αρχαιότητα μας κληροδότησε, παρά τις σοβαρές απώλειες,
αμέτρητα κείμενα ακατάλυτης αξίας,
ποιήματα, μύθους, ιστορίες, τραγωδίες, κωμωδίες, πολιτικούς ή δικανικούς
λόγους, διαλόγους, φιλοσοφικές, κοσμολογικές, ιατρικές, μαθηματικές,
ζωολογικές, βοτανικές πραγματείες. Αυτά τα κείμενα εγκαινιάζουν και τρέφουν,
με άμεση δράση και διάχυτη επιρροή, ολόκληρη την παράδοση της δυτικής σκέψης. Εδώ
είναι που η πολύπλοκη αλληλεπίδρασή τους δένεται
με την εντύπωση της οικειότητας και την
αίσθηση της απόστασης: σε μια
μακρινή χώρα νιώθουμε να βρισκόμαστε στο έδαφός μας. Το φιλοσοφικό ταξίδι που
κάνουμε προς τη δική μας φιλοσοφική χώρα είναι ένα πραγματικό ταξίδι προς τα εκεί. Ολόκληρη η στοχαστική μας
προβληματική διέρχεται, κατά έναν τρόπο, μέσα από έναν διαλογιστικό προβληματισμό για τους Έλληνες. Όλοι εκείνοι που
θέλουν να στοχάζονται βαθιά και αληθινά έχουν ως αφετηρία και βάση τους
Έλληνες. Και το κάνουν αυτό, επειδή είναι οι Έλληνες, επειδή δηλαδή η σκέψη των Ελλήνων είναι η «νόησις της νοήσεως», όπως λέει ο
Αριστοτέλης, όταν στοχάζεται πάνω στη σκέψη του θεού. 3. Θεμελιώδης επιδίωξη του ακατάβλητου πνευματικού
αγώνα των Ελλήνων ήταν η οικοδόμηση μιας κουλτούρας
της αυτογνωσίας. Πολύ πριν από το «Γνώθι
σαυτόν» του Σωκράτη ποιητές και
στοχαστές, όπως ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος κ.α., έθεσαν τις πρώτες, πρωταρχικές θα
έλεγε κανείς, βάσεις για την ανάπτυξη της ως άνω κουλτούρας. Αυτή η ανάπτυξη
δεν είχε τον χαρακτήρα μιας ευθύγραμμης πορείας αλλά μιας κριτικής εκδίπλωσης της σκέψης και του Λόγου. Σκέψη και Λόγος τώρα είναι αλληλένδετα: αποτελούν ένα ενιαίο
Όλο, στο πλαίσιο του οποίου η μια θεώρηση διαδέχεται την άλλη και επιλύει όποια
δυσχέρεια ή δυστοκία άφησε η
προηγούμενη. Οι Μιλήσιες κοσμολογίες
ανταποκρίνονται η μια στην άλλη, με στόχο η καθεμιά να ολοκληρώσει ό.τι δεν μπόρεσε η προηγούμενη. Η θεωρία του Παρμενίδη περί του Είναι προκάλεσε σχεδόν αμέσως απαντήσεις από τον Εμπεδοκλή, τον
Αναξαγόρα και τους Ατομικούς στοχαστές. Ο Σωκράτης, απογοητευμένος από τις ελπίδες που είχε εναποθέσει στη φυσική των
προκατόχων του, απομακρύνεται από τα
φυσικά πράγματα και στρέφεται προς τους λόγους,
όπως μας λέει στον Φαίδωνα.[1]
Ο Πλάτων αξιοποιεί φιλοσοφικά τους
αρχαίους μύθους, ερμηνεύει τον Σωκράτη, δημιουργεί
τις φιλοσοφικές συνθήκες που καθιστούν ολοζώντανο
τον Σωκράτη και που θα έκαναν αδύνατη
την καταδίκη του. 4. Ο
Αριστοτέλης στέκεται κριτικά
απέναντι στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και στους περισσότερους προγενέστερους
στοχαστές, ενώ επιδιώκει να σώσει
αυτό που, κατά τον ίδιο, αξίζει να σωθεί.
Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί διαθέτουν, στον ιστορικό τους
χώρο, αρκετή εκ των υστέρων γνώση για να αναζητήσουν τη φιλοσοφική τους ρίζα, πέρα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, στη σκέψη του Δημόκριτου και του Ηράκλειτου. Η κληρονομιά του Πλάτωνα εξαπλώνεται και διασκορπίζεται σε
πολλαπλές τάσεις, που εκτείνονται από τον σκεπτικισμό
έως τη νεοπλατωνική μεταφυσική. Αλλά
δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμη πιο εντυπωσιακό από αυτή την κριτική επιστροφή που επιτελεί ο ελληνικός
πολιτισμός στα διαδοχικά στάδια του είναι το έργο που επιτελεί ο καθένας από
τους τεχνίτες του ξεχωριστά. Για μελετητές, ιστορικούς, φιλοσόφους, δεν μπορεί
κανείς να επιτελέσει το έργο ενός λόγιου, ιστορικού ή φιλοσόφου
χωρίς να γνωρίζει, ή τουλάχιστον χωρίς να αναρωτηθεί, υπό ποιες προϋποθέσεις (πνευματικές, αλλά και ηθικές και πολιτικές)
μπορεί να κάνει επιστήμη, ιστορία, φιλοσοφία. Είναι ξεκάθαρο, αν κρίνουμε από
τα έργα τους, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους γλύπτες, τους αρχιτέκτονες,
τους μουσικούς, τους δραματικούς ποιητές: το στυλ τους σαφώς
δεν είναι αποτέλεσμα τυφλής πρακτικής ή απλοϊκής εμπειρικής παράδοσης. Οποιαδήποτε
δραστηριότητα, οποιαδήποτε αντίληψη, οποιαδήποτε άμεση σχέση με το αντικείμενο εγείρει ερωτήματα που είναι φαινομενικά απλά, αλλά τόσο ανησυχητικά όσο αυτά που απηύθυνε ο Σωκράτης στους συνομιλητές
του, επειδή προκαλούν αποστασιοποίηση,
απαιτούν από το στοχαστικό μάτι να τροποποιήσει
την προσαρμογή του σε σχέση με όλα όσα μπορεί να δει. 5. Όλα τα
προαναφερθέντα και πολλά άλλα παρόμοια μαρτυρούν πως η φιλοσοφία δεν κατέβηκε από τον ουρανό, αλλά αναδύθηκε ιστορικά. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα
καθαρά ιστορικό φαινόμενο.
Συνάπτεται βαθμιαία με ένα συγκεκριμένο
πλαίσιο, αναδύεται από μια ανάγκη
που νιώθουμε για πρώτη φορά σε αυτό το πλαίσιο. Μια τέτοια ανάγκη είναι να κατέχουμε έναν συγκεκριμένο τύπο απαντήσεων σε ορισμένες ερωτήσεις, για παράδειγμα ερωτήσεις που
σχετίζονται με την προέλευση του
κόσμου, όπως τον ξέρουμε. Θα ήταν προφανώς πολύ τρομακτικό να ζούμε σε έναν
κόσμο, όπου η συμπεριφορά των πραγμάτων, ειδικά εάν επηρεάζει τη ζωή μας, θα
ήταν εντελώς ακατανόητη για εμάς.
Είναι αλήθεια πως η παράδοση εν γένει έδωσε
απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, ενώ και οι διάφορες παραδόσεις παρείχαν
ακόμη και περισσότερες από μια. Ωστόσο δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους και δεν
ικανοποιούσαν την ανάγκη για κατανόηση του κοινού
Λόγου, που διέπει τα πράγματα και τα όντα. Όσο συνειδητοποιούσε κανείς την ποικιλομορφία των παραδόσεων και τις συγκρούσεις τους, οι απαντήσεις που προσέφεραν
άρχισαν να μην βοηθούν τους ανθρώπους να αισθάνονται
ότι κατανοούν σωστά τον κόσμο, τη φύση, την κοινωνική και πολιτική οργάνωση και τους λόγους για
τους οποίους οι κοινότητες και τα άτομα ενεργούν με τούτο ή τον άλλο
τρόπο. Αυτό που χρειάζονταν τώρα ήταν απαντήσεις διαφορετικού είδους, απαντήσεις που θα μπορούσαν να υπερασπιστούν,
που θα μπορούσαν να αποδειχθούν ανώτερες από τους ανταγωνιστές τους,
για τις οποίες θα μπορούσαν να πειστούν
άλλοι, ώστε να αποκατασταθεί κάποιο είδος συν-αντίληψης εσωτερικής ενότητας
ανάμεσα στην κοινότητα και τα άτομα. 6. Έτσι, η
πρακτική της φιλοσοφίας θα βιώσει μια περίπλοκη
εξέλιξη, ειδικά επειδή τα σύνολα
απαιτήσεων ή αναγκών θα μπορούσαν να αποκλίνουν ή ακόμη και να έρθουν σε
σύγκρουση. Μόλις αποκτήσει μια δύναμη
ή μια δική της ζωή και ένα ορισμένο
βαθμό αυτονομίας, η φιλοσοφία και
όσοι την ασκούν μπορούν ακόμη περισσότερο ή λιγότερο να ξεχάσουν τις εξωτερικές ανάγκες που τη γέννησαν. Για όλους αυτούς
τους λόγους, η φιλοσοφία έχει αλλάξει
σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Όχι μόνο αλλάζουν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, αλλά και οι απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι
αποδεκτές απαντήσεις. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη
η αντίληψη του εγχειρήματος μεταμορφώνεται διακριτικά, καθώς οι φιλόσοφοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις εξωτερικές ανάγκες και τις εσωτερικές
απαιτήσεις που εξελίσσονται η μια μετά την άλλη. Αυτή η αλλαγή αντίληψης επηρεάζει φυσικά τη φιλοσοφική τους πρακτική.
Στη
συνάφεια τούτη, ας θυμηθούμε για λίγο τον ίδιο τον όρο: φιλόσοφος και σχετικούς όρους. Αυτός ο όρος ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια επιθέτων, που χρησιμοποιούνται επίσης ως ουσιαστικάꞏ
σχηματίζονται δε από το πρόθεμα «φιλο-» που προηγείται ενός ουσιαστικού.
Οι σχηματισμοί αυτοί είναι ιδιαίτερα συχνοί στις αρχές του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. Χρησιμεύουν για να χαρακτηρίσουν έναν
άνθρωπο, στη ζωή του οποίου το πράγμα που ορίζεται με το όνομα παίζει ιδιαίτερα
μεγάλο ρόλο και προκαλεί έντονο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, φιλότιμος είναι κάποιος που
παρακινείται, σε αξιοσημείωτο και αρκετά ασυνήθιστο βαθμό, από το ενδιαφέρον
για τιμές. Ομοίως, φιλόσοφος είναι
κάποιος που, στις πράξεις και στη ζωή του, επηρεάζεται σε ασυνήθιστο βαθμό από
το ενδιαφέρον για τη σοφία. 7. Φυσικά,
μπορεί κανείς να δείξει τέτοια ανησυχία
χωρίς να είναι φιλόσοφος, χωρίς να
ανήκει σε μια ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων που ονομάζονται
«φιλόσοφοι», που ασχολούνται με μια ειδική
περιοχή σκέψης που ονομάζεται «φιλοσοφία». Στην πραγματικότητα, στις
παλαιότερες χρήσεις της, η λέξη φιλόσοφος και οι σχετικοί όροι δεν φαίνεται να
αναφέρονται σε μια ξεχωριστή ομάδα
ανθρώπων, ούτε σε μια ξεχωριστή στοχαστική δραστηριότητα. Είναι στους διαλόγους του Πλάτωνα που συναντάμε για
πρώτη φορά τη λέξη «φιλόσοφος» στη χρήση της ως ειδικού
όρου, για να αναφερθούμε στην ξεχωριστή ομάδα των φιλοσόφων. Εμφανίζεται τόσο συχνά στα έργα του Πλάτωνα, μαζί
με συναφείς όρους, που μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι ο όρος πρέπει
να χρησιμοποιήθηκε στα τέλη του πέμπτου
αιώνα. Δεν αποκλείεται να τον χρησιμοποίησε ήδη ο Σωκράτης. Σε κάθε
περίπτωση, από τον Σωκράτη και μετά, παίρνει ένα πολύ ακριβές νόημα, το οποίο ξεπερνά πολύ την αόριστη ιδέα ενός ανθρώπου που
ασχολείται εξαιρετικά με τη σοφία. Από αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, οι φιλόσοφοι
έχουν μια πολύ καθορισμένη αντίληψη της φιλοσοφίας με συγκεκριμένες
γνωσιολογικές αρχές.