Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Nietzsche: Πώς μίλησε ο Ζαρατούστρα;

 



Φρίντριχ  Νίτσε

1844–1900

 

Ο Υπεράνθρωπος:

Πέραν της φθοράς και της παρακμής

 

§1

Η παρ-Ουσία του ανθρώπου  θέτει πάντοτε όλο και νέα αιτήματα σκέψης και περίσκεψης. Γιατί; Επειδή τα συντρίμμια του  πνευματικού του πολιτισμού του φράσσουν ανηλεώς τον δρόμο προς συν-εν-νόηση με το Είναι του Εαυτού και του Άλλου, δηλαδή προς την αυτοπραγμάτωση της ύπαρξής εντός του κόσμου τούτου. Παντού κυριαρχεί ακατανοησία, η οποία μάλιστα νομιμοποιείται θεσμικά, αλλά και ιδεολογικά, ως αυστηρή προσήλωση στο δικαστήριο της «Λογικής». Σε ένα τέτοιο δικαστήριο συνήθως αναζητούν εστία όλα τα θλιβερά και εξόχως υπηρετικά όντα κάθε θρασύδειλου εξουσιασμού. Γι’ αυτό και όποιος το αντιστρατεύεται, το πολεμά,  είτε αυθαιρετεί, διαπράττει το ανεξιλέωτο προπατορικό αμάρτημα του «παραλογίζεσθαι» είτε είναι μηδενιστής. Ο Νίτσε ανήκει σε εκείνους τους φιλοσόφους που έχουν στρέψει όλο το βαρύ πυροβολικό της σκέψης τους ενάντια στο ως άνω δικαστήριο και έχουν χαρακτηριστεί ως μηδενιστές. Εν τέλει, τι επιδιώκει ο Νίτσε με τη φιλοσοφία του, όπως κυρίως αυτή συγκεφαλαιώνεται μέσα στο μέγιστο έργο του: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.

§2

Επιδιώκει την καθίδρυση του υπερανθρώπου, την εγκατάστασή του πάνω στη γη, μέσα στον κόσμο, ως ενός νέου τύπου ανθρώπου που μόνο του οδηγό θα έχει τη δύναμη της βούλησης. Η δύναμη τούτη συμπυκνώνει όλο το νόημα της ζωής και το διαθέτει στον άνθρωπο ως μια νέα δυνατότητα ελεύθερης βίωσης και υπέρβασης των δουλοπάροικων σχέσεων  του δυτικού πολιτισμού. Με τη λέξη-έννοια «υπεράνθρωπος» ο Νίτσε δεν εννοεί κάποια ύπαρξη ή δύναμη που έρχεται έξω από το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου για να εξουσιάσει κατά τη δική του βούληση τα ενδοκοσμικά του πράγματα, αλλά τον προ-φήτη, τον δημιουργό που εν-θαρρύνεται από τη βούληση για δύναμη για να κηρύξει την κατάφαση της ζωής. Η κήρυξη αυτή δεν είναι μια απλή γνωστοποίηση, διακήρυξη ή ακατάσχετη πολυλογία, όπως συμβαίνει με τις τρέχουσες πολιτικές και άλλες ιδεολογίες· δεν είναι καν ιδεολογία. Απεναντίας είναι ο πιο αρχέγονος αγώνας, ο «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου, που προβάλλει εμπρός μας και μας οικειώνει με εκείνη τη σκέψη, που δεν δύει ποτέ. Πρόκειται για τη σκέψη που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα.

§3

Γι’ αυτό και δύναται να στέλνει στη ζωή μας του δημιουργούς, όχι ως επιδρομείς σε αυτό που υπάρχει, αλλά ως αγωνιστές που διεξάγουν έναν αγώνα «ενάντια στην απόλυτη κυριαρχία του χάους» (Χάιντεγκερ). Όπου αυτός ο αγώνας δεν υπάρχει ή σταματά, ο κόσμος εκτρέπεται, μας λέει ο Χάιντεγκερ:

«όταν από ένα έθνος εξαφανίζονται οι δημιουργοί, όταν απλώς γίνονται ανεκτοί ως μια περιέργεια του περιθωρίου, ως διακοσμητικά στοιχεία, ως εκκεντρικοί ξένοι προς την πραγματική ζωή· όταν ο αυθεντικός αγώνας σταματά, ή μετατρέπεται σε απλή πολεμική, σε μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του ανθρώπου με αυτό που υπάρχει, τότε η παρακμή έχει αρχίσει».

Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, στη συνάφεια τούτη, πραγματώνει την ιδέα της αιώνιας επιστροφής, έτσι ώστε ο ως άνω αγώνας να είναι σταθερά εγκατεστημένος στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής και να εκτυλίσσεται εκάστοτε ως το αντίπαλο δέος, με συγκεκριμένη μορφή και όχι με ιδεολογικές-αλλοτριωτικές αφαιρέσεις, απέναντι στην ατέρμονη αθλιότητα των παρακμιακών δυνάμεων, που πάντα εμφανίζονται με τη μάσκα του «προοδευτικού!». Ο εν λόγω αγώνας, σύμφωνα με τον Νίτσε, γίνεται νικηφόρος, όταν είναι συμφιλιωμένος με τον πόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναζητεί κανείς οπωσδήποτε τον πόνο ως τέτοιο, αλλά εκεί που τον συναντά –και τον συναντά ως βασική συνθήκη της ζωής του– να μην καταβάλλεται. Στο θεμέλιο του Ζαρατούστρα, εν τέλει, καθιδρύεται ο ανώτερος, ο ισχυρότερος τύπος του Είναι, κατά τον οποίο η αιώνια επιστροφή συντελείται, μεταξύ των άλλων, ως άνοιγμα της ψυχής έξω από τον εαυτό της, για να τον ξανασυναντήσει στον ίδιο κύκλο αλλά με πιο ισχυρή βούληση για δύναμη και βίωση.

§4

Ι. Το σπουδαίο έργο, καθοριστικό για τη συνολική δομή της νιτσεϊκής σκέψης, με τίτλο: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος ξεκινά με έναν μακρύ πρόλογο που θέτει τη βάση για ολόκληρο το έργο. Τα κύρια θέματα της διδασκαλίας του Νίτσε εισάγονται σε μια σειρά από συνδεδεμένα δραματικά επεισόδια που απεικονίζουν το πεπρωμένο του Ζαρατούστρα ως προφήτη του θανάτου του Θεού και της έλευσης του υπερανθρώπου. Μια προσεκτική ανάλυση αυτού του προλόγου μας δίνει μια συνεκτική άποψη της εσωτερικής ενότητας όσων εμφανίζονται στη συνέχεια ως ασυνεχείς διαλογισμοί, αποκαλύψεις και ονειρικά γεγονότα. Είμαστε έτσι προετοιμασμένοι για τις επόμενες περιπέτειες στην προφητική σταδιοδρομία του Ζαρατούστρα, περιπέτειες που προκύπτουν από τις παρεξηγήσεις που γεννά η ίδια η επιτυχία του.

ΙΙ. Τον προφήτη τον συναντάμε για πρώτη φορά στα τριάντα του χρόνια: η εποχή του Χριστού ως αποστολή του εκπληρώνεται. Όμως ο Ζαρατούστρα δεν προσπαθεί να σώσει την ανθρωπότητα στα τριάντα του χρόνια. Αντίθετα, ανεβαίνει στην κορυφή του βουνού για δέκα χρόνια επιπλέον ωρίμανσης. Το έργο ξεκινά ουσιαστικά όταν ο Ζαρατούστρα είναι σαράντα. Ως κλασικός μελετητής, ο Νίτσε θα ήξερε ότι οι Έλληνες θεωρούσαν τα σαράντα ως την κορυφή της ανθρώπινης ζωής. Ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος αναπαρίσταται λοξά στο εναρκτήριο απόσπασμα ως ήλιος ή Απόλλωνας, απαιτείται για να ξεπεραστεί η χριστιανική παρακμή.

ΙΙΙ. Ο Ζαρατούστρα ανεβαίνει στο βουνό για να προετοιμαστεί για την κάθοδό του. Ο δρόμος προς τα πάνω δεν είναι ο ίδιος με τον δρόμο προς τα κάτω κάποιος πρέπει να είναι διαφορετικός και πιο ώριμος για να κατέβει με επιτυχία. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η κάθοδος του Ζαρατούστρα δεν θα είναι επιτυχής, με την προφανή έννοια ότι είναι πολύ νωρίς για να θριαμβεύσει η επανάσταση. Αλλά μπορεί να είναι επιτυχής στο έργο της εισαγωγής του επαναστατικού θεωρήματος: της έναρξης της διαδικασίας μέσω της οποίας επιταχύνεται η παρακμή. Στη συνέχεια, η ανάβαση από τα πεδινά στην κορυφή του βουνού είναι μια άνοδος «πέρα από το καλό και το κακό», αλλά όχι αδιάφορα αγνοώντας το καλό και το κακό. Είναι μια άνοδος πάνω από την ισοπέδωση, ή την ηθική της αγέλης, της σύγχρονης χριστιανικής Ευρώπης. Το επίπεδο έδαφος αντιπροσωπεύει τους ισοπεδωτές ή τους εξισωτικούς, αυτούς που αρνούνται ό,τι είναι ευγενές.