ΠΛΑΤΩΝ
427 π.Χ.–347 π.Χ.
Πλάτωνος Φαίδων :
Η Θεωρία των Ιδεών ή ο
Δεύτερος Πλους του Σωκράτη
1. Στο πλαίσιο
του συνολικού έργου του Πλάτωνα, ο Φαίδων θεωρείται ως η πραγματική εισαγωγή στη
θεωρία των Ιδεών. Εδώ
«αποδεικνύεται» ότι η ψυχή ως το είδος,
η Ιδέα ή η μορφή της ζωής, αποκλείει το Είναι του θανάτου (105
c-107 b). Είναι αυτή, που με την παρουσία
της μέσα στο σώμα, το κάνει να έχει ζωή. Η ψυχή έτσι δίνει πάντοτε ζωή στο
σώμα, εντός του οποίου υπάρχει, και έχει για αντίθετό της τον θάνατο. Τουτέστι δεν γνωρίζει τη φθορά του
θανάτου
και είναι αθάνατη. Ως αθάνατη είναι και άφθαρτη,
ανώλεθρη, ζει αιωνίως. Όταν επομένως
έρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, αυτό που αποθνήκει είναι το σώμα του, δηλαδή το
θνητό μέρος του, ενώ το αθάνατο
μέρος του, η ψυχή, δεν χάνεται ποτέ και
με την έλευση του θανάτου φεύγει για κάπου
αλλού.[1]
Εφόσον λοιπόν η ψυχή θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μεταθανάτια, αυτό που
χρειάζεται ο άνθρωπος είναι να φροντίζει
γι’ αυτήν καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του αλλά και καθ’ όλο τον χρόνο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, εάν περιφρονήσει
την επιμέλειά της, το τίμημα θα είναι ακριβό: όχι μόνο συντριβή του σώματος,
αλλά και κακότητα της ψυχής.
2. Υπό την
οπτική του ζητήματος των αιτιών της γένεσης και της φθοράς, η
εστίαση στις Ιδέες, με τη στροφή προς
τους λόγους υπό την έννοια της «υπόθεσης», γίνεται αντικείμενο μιας αφήγησης
του Σωκράτη με τη μορφή της εικόνας του Δεύτερου
Πλου, δηλαδή του δεύτερου θαλάσσιου ταξιδιού.[2]
Με τούτο το ταξίδι εννοεί το άνοιγμα σε μια νέα φιλοσοφική μέθοδο, στη διαλεκτική των Ιδεών. Το πρώτο ταξίδι είναι για τον Σωκράτη/Πλάτωνα
η αναζήτηση, με τα μεθοδολογικά εργαλεία
της ελληνικής φυσικής φιλοσοφίας, των αληθινών αιτιών της κοσμικής πραγματικότητας: από πού προέρχονται τα πράγματα, πού πάνε, γιατί υπάρχουν; Ο Πλάτων
λέει, δια στόματος του Σωκράτη, ότι ήδη ενδιαφερόταν για αυτά τα θεμελιώδη
προβλήματα «στα νιάτα του» και προσπάθησε να αποκτήσει εκείνη την επιστημονική
γνώση που είναι έγκυρη για τη
«διερεύνηση της φύσης». Έλεγξε επανειλημμένα τις απαντήσεις των φυσιολόγων στις σχετικές ερωτήσεις. Ήταν ιδιαίτερα γοητευμένος από τη θεωρία του Αναξαγόρα
για τον Νου ως την αρχή, που
ρυθμίζει την τάξη των φυσικών φαινομένων. Ωστόσο, ήταν απογοητευμένος από τούτη
τη θεωρία. Και τούτο, γιατί η τελευταία αναφερόταν μόνο στο βασίλειο των φυσικών στοιχείων, τα οποία συνδέει μεν και συνέχει ο Νους, αλλά
δεν τα καθορίζει ο ίδιος. Η εν λόγω θεωρία όμως δεν οδηγεί στη γνώση αυτής της
«αληθινής αιτίας» που «συνενώνει» τον κόσμο και που είναι ο πραγματικός λόγος για
το ότι ο Σωκράτης, αν και θα μπορούσε να είχε δραπετεύσει, κάθεται στη φυλακή
και προσφέρεται να πεθάνει. 3. Προσπαθώντας
ο διαλεκτικός φιλόσοφος να καταδείξει με τον πιο ελκυστικό τρόπο τη νέα διαλεκτική μέθοδο, δηλαδή να δείξει
τι εννοεί με τον Δεύτερο Πλου, αναφέρει επακριβώς: «θέλεις Κέβη μου, να σου εκθέσω πώς έκανα το δεύτερο
ταξίδι μου για την αναζήτηση της αιτίας; Ναι, θα το ήθελα πάρα πολύ, είπε. Μετά απ’ αυτά, είπε αυτός, αφού είχα αποκάμει να εξετάζω
τα όντα, σκέφτηκα πως έπρεπε να προσέξω μην πάθω ό,τι παθαίνουν όσοι παρατηρούν
και εξετάζουν τον ήλιο κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης· γιατί μερικοί χαλούν τα
μάτια τους, αν δεν εξετάσουν την εικόνα του μέσα στο νερό ή σε κάτι παρόμοιο.
Μια παρόμοια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και φοβήθηκα μήπως η ψυχή μου
τυφλωθεί εντελώς, αν έστρεφα τα μάτια μου προς τα πράγματα και επιχειρούσα να
τα αγγίξω με καθεμιά από τις αισθήσεις μου. Μου φάνηκε λοιπόν σωστό πως έπρεπε
να καταφύγω στους λόγους και με εκείνους να εξετάσω την αλήθεια των όντων. Ίσως
όμως αυτή η σύγκριση να είναι, κατά κάποιο τρόπο, άστοχη, γιατί σίγουρα δεν
παραδέχομαι ότι αυτός που ερευνά τα πράγματα με λόγους τα ερευνά με εικόνες
καλύτερα από εκείνον που τα ερευνά συγκεκριμένα. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο
ξεκίνησα: παίρνω ως υπόθεση τον κάθε λόγο, που θα κρίνω ως τον ισχυρότερο, και
θεωρώ αληθινό ό,τι μου φαίνεται ότι συμφωνεί με αυτόν, είτε πρόκειται για την
αιτία είτε για οτιδήποτε άλλο, ό,τι όμως δεν συμφωνεί με αυτόν, δεν το θεωρώ
αληθινό».[3] 4. Σύμφωνα με τον Ιταλό μελετητή
του Πλάτωνα G. Reale, ένα από τα «πιο
μεγαλειώδη χωρία» που μας άφησε ο κορυφαίος Έλληνας φιλόσοφος στο έργο του
είναι το 96a-102a.[4]
Στο εν λόγω χωρίο περιλαμβάνεται και το ως άνω απόσπασμα. Πρόκειται όντως για
μεγαλειώδες χωρίο, γιατί είναι το πρώτο στην ιστορία της Δυτικής Μεταφυσικής, όπου αναζητείται και αναδεικνύεται ορθολογικά η
ύπαρξη μιας νοητής πραγματικότητας
εν γένει, η ύπαρξη μιας υπερβατικής
και υπεραισθητής πραγματικότητας. Το
υπό συζήτηση χωρίο είναι η Magna Carta της Δυτικής Μεταφυσικής.[5]
Ο μεταφορικός λόγος που χρησιμοποιείται εδώ από τον Σωκράτη/Πλάτωνα μας παραπέμπει
σε μια σειρά από ισχυρές υποδηλώσεις, αντίστοιχες πλήρως στη ρεαλιστική ύπαρξη
των πραγμάτων: πρώτα πρώτα, η έκλειψη
ηλίου υποδηλώνει τον αισθητό κόσμο. Τα μάτια περαιτέρω αποτελούν σύμβολα για όλες τις αισθήσεις. Η αντανάκλαση
στο νερό αντιπροσωπεύει την ορθολογική
σκέψη και τις υποθετικές παραδοχές,
οι οποίες είναι πολύ πιο ασφαλείς από τις αισθήσεις. Η τύφλωση της ψυχής που
προκαλείται από την άμεση θέα του σκοτεινού ήλιου συμβολίζει την απατηλή επίδραση που έχουν οι αισθήσεις στην απόκτηση της γνώσης. 5. Ο Δεύτερος Πλους λαμβάνει χώρα
σε δυο φάσεις: 1.) τη φάση της αποδοχής
των Ιδεών και 2.) τη φάση της ανάβασης στις αρχές, την οποία υπαινικτικά
μας υποδεικνύει ο Πλάτων. Με όλη τούτη την περιγραφή
της μυθοποιητικής εικόνας του δεύτερου ταξιδιού ο Σωκράτης διατυπώνει την υπόθεση,
ως λογική πλέον εξήγηση, ότι η αισθητηριακή μέθοδος της ελληνικής φυσικής
φιλοσοφίας εμπλέκεται σε αντιφάσεις
και συσκοτίζει την αληθινή γνώση. Αυτή
την περιγραφή ο φιλόσοφος τη στηρίζει στους λόγους, δηλαδή στις έννοιες,
και προσπαθεί μέσω αυτών να φτάσει στην αλήθεια
των πραγμάτων. Σύμφωνα επομένως με
τη μεταφορική εικόνα του δεύτερου θαλάσσιου ταξιδιού, δεν είναι τα «πανιά» στον άνεμο, οι αισθήσεις και οι αισθητηριακές αντιλήψεις
τους, που, όπως φαίνεται από φυσική-φιλοσοφική-υλιστική άποψη, επιτρέπουν στο
πλοίο να προσανατολιστεί σωστά στη διαδρομή του, αλλά τα «κουπιά», το επίπονο έργο της εννοιολογικής-διαλεκτικής
σκέψης, που σίγουρα θα οδηγήσει στην «άφιξη»
στη σφαίρα του υπερφυσικού-αιώνιου,
του «υπερουράνιου» (Φαίδρος)
κόσμου. Αν το πρώτο θαλάσσιο ταξίδι, το πρώτο φιλοσοφικό ταξίδι, οδηγεί στα
υλικά/φυσικά-αισθητηριακά αίτια με τον τρόπο που τα κατανοεί η ελληνική φυσική
φιλοσοφία, το δεύτερο θαλάσσιο, ήτοι
φιλοσοφικό ταξίδι, με την έννοια της
πλατωνικής μεταφυσικής, οδηγεί στα υπερφυσικά «αίτια», στις Ιδέες και στις
υψηλότερες αρχές. Είναι ο αληθινός
προορισμός του «ιδεατού ταξιδιού που
πρέπει να κάνει ο ανθρώπινος νους αναζητώντας την αλήθεια».