1844–1900
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ-ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ:
Ένα Βιβλίο για Ελεύθερα
Πνεύματα
Πώς
βιώνεται η φιλοσοφία; Βιώνεται ως το ελεύθερο πνεύμα. Περί αυτού μας μιλάει ο
Νίτσε στο σπουδαίο έργο του: ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ-ΠΑΡΑ
ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ: Ένα Βιβλίο για Ελεύθερα Πνεύματα. Το συγκεκριμένο έργο
γράφτηκε σε μια ταραχώδη περίοδο για την προσωπική ζωή του Νίτσε: διάρρηξη της ως
τότε στενής του σχέσης με τον Wagner, του οποίου δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο
τις θρησκευτικές τάσεις, τον εθνικισμό και έναν άκρως ενοχλητικό εγωισμό. Επίσης
ένιωθε ότι δεν του ταιριάζει η ακαδημαϊκή καριέρα, καθώς δεν εννοούσε να
ταυτίσει τη φιλοσοφική του σκέψη με έναν μονοσήμαντο επαγγελματικό βίο, σε
συνδυασμό βέβαια πάντα και με την εύθραυστη υγεία του. Από την άλλη πλευρά, γράφτηκε σε μια περίοδο ακατάπαυστης
κινητικότητας της σκέψης του, τεράστιας πνευματικής παραγωγής με τολμηρό άνοιγμα προς ισχυρές και διαφορετικές
κατευθύνσεις για τον ίδιο. Είναι προφανές πως κάθε βήμα της σκέψης του Νίτσε
ήταν ουσιωδώς ένα βήμα προς αυτό που έχει ζήσει[1],
προς τη βιογραφία ενός σπινθηροβόλου και αείζωου πνεύματος, που τείνει να
καταφάσκει τη ζωή. Ο Αφορισμός 513 είναι αρκετά ενδεικτικός:
«Η ζωή ως απόδοση ζωής. –
Όσο μακριά κι αν φτάσει ο άνθρωπος με τις
γνώσεις του, όσο αντικειμενικός κι αν φαίνεται στον εαυτό του: τελικά, δεν αποκομίζει
τίποτα παρά μόνο τη δική του βιογραφία».[2] Το έργο: Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο: ένα
βιβλίο για ελεύθερα πνεύματα αποτελείται από δυο τόμους: ο πρώτος
κυκλοφόρησε το 1878 και ο δεύτερος το 1886, ενώ σηματοδοτεί την αρχή αυτού που
συχνά αποκαλείται η μέση περίοδος της νιτσεϊκής σκέψης. Τούτη η περίοδος του
Νίτσε κάποιες φορές αποτιμάται και ως η θετικιστική ή διαφωτιστική φάση της
σκέψης του. Από άποψη ύφους, το κείμενο είναι γραμμένο διαφορετικά από τα ως
τότε κείμενά του. Ενώ τα τελευταία είναι γραμμένα, ως επί το πλείστον, σε
δοκιμιακή μορφή, το πρώτο έχει σχεδόν τον χαρακτήρα αφορισμών. Έχει βασικά τη
μορφή διαδοχής αφορισμών που μας δίνουν μια αντιμεταφυσική ερμηνεία του κόσμου.
Ωστόσο, καταδεικνύεται ότι ο αφορισμός δεν είναι το μοναδικό στυλ που απαντάται
στο
Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο. Εδώ βρίσκουμε επίσης αριθμημένα και
με τίτλο αποσπάσματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν έκταση παραγράφου, ενώ
μερικά καταλαμβάνουν μια σελίδα ή και περισσότερο. Ό,τι επομένως εγκαινιάζεται με
τούτο το έργο, σε επίπεδο μορφής, είναι η στυλιστική ποικιλομορφία του Νίτσε: η
«πιο ποικιλόμορφη τέχνη του στυλ»,
για την οποία κάνει λόγο στο Ecce Homo[3],
αρχίζει εδώ. Αυτή η στυλιστική ποικιλομορφία ενισχύεται περαιτέρω, όταν στο: ο Οδοιπόρος
και η Σκιά του σκηνοθετεί σύντομους διαλόγους – ανάμεσα στον Οδοιπόρο
και τη Σκιά του, τον Πύρρωνα και τον γέρο[4]
και τους ανώνυμους ομιλητές. §3 Ο Νίτσε
προχωρεί μέσα από μια «χημεία ηθικών,
θρησκευτικών και αισθητικών ιδεών και συναισθημάτων» για να δείξει ότι
δεν υπάρχει αιώνια αλήθεια. Κάθε πνευματική παραγωγή, ακόμη και η ύψιστη,
προέρχεται από μια υλική βάση και από
εγωιστικές ορμέςꞏ καθετί δε
που παρουσιάζεται ως αλήθεια είναι μόνο το προσωρινά σταθερό αποτέλεσμα μιας σχέσης δυνάμεων. Είναι αλήθεια λοιπόν πως το έργο αυτό εγκαινιάζει κάποιες
σημαντικές καινοτομίες που το
διαφοροποιούν από τα προηγούμενα έργα του Νίτσε. Μερικές από αυτές τις
καινοτομίες γίνονται, εξάλλου, μόνιμα χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής του πράξης.
Εδώ περιλαμβάνονται η αυτο-παρουσίασή
του ως ψυχολόγου, οι γενεαλογικές ανασκαφές του στην ηθική και η έκκλησή του
στους συναδέλφους του, καλούς Ευρωπαίους, να ξεπεράσουν τον τοπικισμό, τη στενοκεφαλιά και τον ανταγωνισμό
του εθνικισμού. Έτσι σταματά κάθε ενασχόληση με το εθνικό μεγαλείο που
χαρακτήριζε τη Γέννηση της Τραγωδίας. Ο πρώτος τόμος
εκδόθηκε προς τιμήν του Βολταίρου, «έναν από
τους μεγαλύτερους ελευθερωτές του πνεύματος», με αφορμή την εκατοστή
επέτειο από τον θάνατό του (30 Μαΐου 1778). Είναι μια συλλογή από λίγο πολύ
μακροσκελείς αφορισμούς για την ηθική
ζωή, τη θρησκευτική ζωή, την καλλιτεχνική ηθική, τη ζωή στην
κοινωνία, την αστική και πολιτική ζωή,
την υπαρξιακή φιλοσοφία του ανθρώπου: «μόνο
με τον εαυτό του». Ένα σημαντικό μέρος του τόμου είναι γραμμένο «για να υπηρετήσει την ιστορία των ηθικών
συναισθημάτων» και πραγματεύεται την προέλευση της δικαιοσύνης, τη
διανεμητική δικαιοσύνη, τη νόμιμη άμυνα, την εκδίκηση. Ο επίλογος γίνεται «μεταξύ
φίλων», σε μια σιωπηλή κοινωνία. Τα δύο κείμενα που απαρτίζουν τον δεύτερο
τόμο, γραμμένα επίσης με τη μορφή αφορισμών -συνολικά, συντομότερα από αυτά του
πρώτου τόμου-, δημοσιεύτηκαν αρχικά χωριστά: Ανάμεικτες γνώμες και αποφθέγματα,
το 1879, και ο οδοιπόρος και η σκιά του , το 1880. Ο Νίτσε ενέκρινε την κοινή
έκδοση των δύο κειμένων το 1886, με τον τίτλο Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο
II. Ο πρόλογος του δεύτερου τόμου
δημιουργεί μια σύνδεση με τον πρώτο τόμο μέσω της σιωπής και της λέξης: «Μόνο εκείνοι που δεν μπορούν να σιωπήσουν πρέπει
να μιλήσουν». §5 Στον μακροσκελή
Αφορισμό 171 από το: Ανάμεικτες
γνώμες και αποφθέγματα ο φιλόσοφος αναπτύσσει μια φιλοσοφία της μουσικής
που συλλαμβάνεται ως ο εσωτερικός νόμος ενός συγκεκριμένου πολιτισμού: «Η μουσική δεν
είναι μια καθολική γλώσσα για όλες τις εποχές, όπως τόσο συχνά λένε γι’ αυτήν προς
τιμή της, αλλά ακριβώς αντιστοιχεί σε ένα μέτρο συναισθήματος, ζέσης και
ευαισθησίας, που φέρει μέσα του ως εσωτερικό νόμο μια εντελώς συγκεκριμένη επί
μέρους κουλτούρα, περιορισμένη χρονικά και τοπικά».[5]
Αρκετοί Αφορισμοί
από το ίδιο δοκίμιο μιλούν για την ελληνική κληρονομιά του δυτικού πολιτισμού,
που πρέπει να διατηρηθεί ως τόπος επικοινωνίας του σημερινού πολιτισμού. Ο μακροσκελής
επίσης Αφορισμός 33 του Οδοιπόρου και της Σκιάς του
πραγματεύεται τα «Στοιχεία της Εκδίκησης».
Το θέμα της εκδίκησης ξανασυζητείται στον Αφορισμό 259: «Να μην εκδικούμαστε;» «Υπάρχουν τόσοι
πολλοί λεπτοί τρόποι εκδίκησης που κάποιος που έχει λόγους να εκδικηθεί μπορεί
βασικά να κάνει ή να μην κάνει ό,τι θέλει: μετά από λίγο όμως όλοι θα έχουν
συμφωνήσει ότι εκδικήθηκε. Επομένως, το να μην εκδικείται κανείς δύσκολα είναι
στην ευχέρεια ενός ανθρώπου: δεν του επιτρέπεται καν να πει ότι δεν το θέλει,
επειδή η περιφρόνηση για εκδίκηση ερμηνεύεται και γίνεται αισθητή ως μια
εξαιρετική, πολύ ευαίσθητη εκδίκηση. - Από αυτό προκύπτει ότι δεν πρέπει να
κάνει κανείς τίποτα περιττό».[6]
Αρκετοί Αφορισμοί
σε αυτό το δοκίμιο αναπτύσσουν περαιτέρω ιδέες μουσικής αισθητικής και
υπαρξιακής ηθικής. Σε κάθε περίπτωση, για τον Νίτσε, η ελευθερία του πνεύματος
αποτελεί τον πρώτο μεγάλο προσδιορισμό της έννοιας του φιλοσόφου, όπως την
ξανασκέφτεται ο ίδιος. Μεταφράζει τον «ξεπερασμένο» χαρακτήρα της και το θάρρος
της, την ικανότητά της να αντιμετωπίζει το άγνωστο με μια αυθεντική και
ριζοσπαστική αμφισβήτηση: «Ελεύθερο πνεύμα
είναι εκείνος που σκέφτεται διαφορετικά από ό,τι αναμένεται από αυτόν λόγω της
καταγωγής του, του περιβάλλοντός του, της τάξης του και του αξιώματός του ή
λόγω των επικρατουσών απόψεων της εποχής του. Αυτός είναι η εξαίρεση, τα αλυσοδεμένα
πνεύματα είναι ο κανόνας⸱ ετούτα τον κατηγορούν ότι οι ελεύθερες αρχές του είτε
έχουν την προέλευσή τους στην επιθυμία να τραβήξουν την προσοχή ή ακόμη και
προτείνουν ελεύθερες ενέργειες, δηλαδή ενέργειες που είναι ασυμβίβαστες με την
καθιερωμένη ηθική».[7]