Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

Αναξαγόρας: Βασικές αρχές της φιλοσοφίας του





 

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ

500-428 π.Χ.

 

1. Ο Αναξαγόρας, καταγόμενος από τις Κλαζομενές, γνώριζε τις θεωρίες των στοχαστών της Μιλήτου, καθώς επίσης του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή. Πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, όπου υποστήριξε την πολιτισμική ανανέωση που προωθούσε ο Περικλής. Εδώ κατηγορήθηκε, όπως και ο Σωκράτης αργότερα, για ασέβεια προς τους θεούς και για τη μη-συμμόρφωσή του με τη θρησκεία της πόλης και τούτο,  επειδή διακήρυσσε ότι ο ήλιος είναι πυρακτωμένος λίθος (τὸν ἥλιον μύδρον ἔλεγε διάπυρον) και τη σελήνη γήινο σώμα, παρά θεούς. Η κατηγορία της αθεΐας, που εκπορευόταν βασικά από τους αντιπάλους του Περικλή, τον ανάγκασε το 433 π.Χ. να εγκαταλείψει για πάντα την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε σχολή και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Ο Αναξαγόρας ήταν ο πρώτος στοχαστής από την Ιωνία, που με την έλευσή του στην Αθήνα αποτέλεσε μια από τις κινητήριες δυνάμεις για φιλοσοφικές αναζητήσεις. Ο Σωκράτης, που λογιζόταν κατά κάποιο τρόπο μαθητής του, μιλάει ρητά στον Φαίδωνα για τη δυναμική σκέψη του Αναξαγόρα, κρίνοντάς την βέβαια από τη σκοπιά της πλατωνικής φιλοσοφίας των Ιδεών.

2. Η σκέψη του συγκεντρώθηκε σε ένα βιβλίο με τίτλο: Περί φύσεως, από το οποίο έχουν φτάσει σε εμάς μόνο αποσπάσματα. Ο Αναξαγόρας ξεκινά από τη σκέψη ότι σκέπτονται λαθεμένα όσοι μιλούν για γέννηση και φθορά. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν γεννιέται και τίποτα δεν φθείρεται. Τα πράγματα, όλα μαζί, είναι πάντα τα ίδια. Από τη θεωρία λοιπόν του Παρμενίδη εκκινώντας σχετικά με την ακινησία της πραγματικότητας στο σύνολό της, η προσοχή του Αναξαγόρα οδηγείται επίσης στο να εξετάσει, όπως και στην περίπτωση του Εμπεδοκλή, το σύνολο των αρχών που διέπουν την πραγματικότητα. Κατά ταύτα, αποφαίνεται πως στο ακίνητο πραγματικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο από την ανάμειξη και τον διαχωρισμό. Ενώ για τον Εμπεδοκλή το μείγμα γεννάει όλες τις ποιότητες εκτός των τεσσάρων, καθεμιά από τις οποίες είναι μόνο ο εαυτός της, για τον Αναξαγόρα κάθε ποιότητα είναι πάντα μόνο η ίδια, αλλά εμφανίζεται στο μείγμα με όλες τις άλλες ιδιότητες. Πράγματι, πώς θα μπορούσε μια ποιότητα να προκύψει από κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό της; Πώς θα μπορούσε το ξύλο να προέρχεται από αυτό που δεν είναι ξύλο;

3. Από την άλλη, τα πράγματα που είναι σε έναν κόσμο δεν χωρίζονται ούτε κόβονται με τσεκούρι το ένα από το άλλο, ούτε ζέστη από κρύο, ούτε κρύο από ζέστη. Όχι μόνο τα αντίθετα είναι αδιαχώριστα μεταξύ τους, αλλά το ίδιο ισχύει για όλες τις ιδιότητες. «Σε όλα υπάρχει ένα μόριο από όλα» και «σε όλα τα πράγματα που ενώνονται υπάρχουν σπέρματα όλων των πραγμάτων». Όπως στο ψωμί, με το οποίο τρεφόμαστε, βρίσκουμε τη δύναμη που παράγει το αίμα και εδραιώνει τα κόκαλα και που κάνει τις τρίχες του σώματος να μεγαλώνουν, έτσι και σε όλα υπάρχουν σωματίδια παρόμοια με αυτά που προέρχονται από το αυτό πράγμα και εφόσον όλα τα πράγματα μπορούν να προκύψουν από όλα τα πράγματα, θα είναι απαραίτητο να υπάρχουν σε όλα τα όμοια σωματίδια όλων των πραγμάτων. Το γεγονός ότι ένα πράγμα είναι μικρό σε σχέση με ένα άλλο δεν συνεπάγεται δυσκολίες για το πιο μικρό να περιέχει μέσα του σωματίδια όλων των άλλων πραγμάτων, επειδή «δεν υπάρχει τελικός βαθμός μικρότητας, αλλά υπάρχει πάντα ένας μικρότερος» και επομένως ακόμα και ένα μικρό πράγμα αποτελείται από άπειρα μέρη. Ακριβώς επειδή τα πάντα είναι απείρως διαιρούμενα, δεν μπορεί κανείς να φτάσει σε ένα αδιαίρετο σωματίδιο για κάθε ποιότητα. Οι ποιότητες των πραγμάτων είναι αδιάκριτες, δηλαδή αξεχώριστες. Περαιτέρω ονομάζουμε κάθε πράγμα με διαφορετικό όνομα και το ξεχωρίζουμε από όλα τα άλλα, αναφερόμενοι σε εκείνη την ποιότητα της οποίας περιέχει τον μεγαλύτερο αριθμό σωματιδίων.

4. Ο Εμπεδοκλής είχε εισαγάγει αρχές διαφορετικές από τα τέσσερα ριζώματα των πραγμάτων για να εξηγήσει την ανάμειξή τους και το γίγνεσθαι. Ο Αναξαγόρας τον ακολουθεί σε αυτό το μονοπάτι, αλλά υιοθετεί, σε αντίθεση προς το Νείκος και τη Φιλότητα [=μίσος και αγάπη] του Εμπεδοκλή, ως ύψιστη αρχή του κόσμου, της κοσμικής τάξης τον Νου.  Για να δικαιούμαστε να λέμε ότι αποτελεί την αρχή της κίνησης, πρέπει να τον νοούμε ως αυτόνομη αρχή, που δεν αναμιγνύεται με τίποτα και επομένως δεν εμποδίζεται από τίποτα. Ακόμη κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά πνευματική αρχή, είναι πολύ σημαντικό να έχει τοποθετηθεί μια νοητική αρχή στη διακυβέρνηση όλης της πραγματικότητας. Ο Νους είναι για τον Αναξαγόρα μόνο το καλύτερο από όλα, η μεγαλύτερη δύναμη, το καλύτερο και αγνότερο από όλα τα πράγματα. Η αντίθεση που ήθελε να ξεπεράσει ο Αναξαγόρας στην αρχή της κίνησης έχει αντίθετα εισχωρήσει στη θεωρία της γνώσης.

 

«Η αίσθηση προκύπτει από τα αντίθετα, γιατί το όμοιο δεν μπορεί να επηρεαστεί από το όμοιο. Νιώθω το κρύο με τη ζέστη, το γλυκό με το πικρό, δηλαδή μέσα από αυτά που μας λείπουν στο καθένα»· αν η αίσθηση δεν είναι ένα σίγουρο όργανο γνώσης της αλήθειας, εντούτοις μας εισάγει στην κατανόηση του τι υπερβαίνει το πεδίο των αισθήσεων».

Συμπερασματικά: η ελληνική φιλοσοφία του πρώτου μισού του πέμπτου αιώνα ακολουθεί λοιπόν δυο κύριες κατευθύνσεις: αφενός, με τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, τονίζει την αυστηρή απαγωγγή ως εγγύηση της αλήθειας τόσο του λόγου όσο και του αντικειμένου του, αφετέρου με τον Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή και Αναξαγόρα, συνεχίζει τη νατουραλιστική έρευνα που ξεκίνησαν οι στοχαστές της Μιλήτου. Από τον μονισμό περνάμε στον πλουραλισμό, στην αναζήτηση των αρχών και από έναν υλιστικό νατουραλισμό περνάμε στην αιτιολόγηση του γίγνεσθαι και της κίνησης, σε έναν νατουραλισμό ανοιχτό: στις δυναμικές αρχές του Νείκους και της Φιλότητας και στην ορθολογική αρχή του Νου.