Νίτσε
1844–1900
Η γλώσσα ως υποτιθέμενη
επιστήμη
« –Η σημασία της γλώσσας για την ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος τη χρησιμοποίησε για να αντιπαραθέσει στον υπόλοιπο κόσμο έναν δικό του κόσμο, ένα μέρος που θεωρούσε τόσο σταθερό, ώστε εκκινώντας απ’ αυτό να αποκόψει τον υπόλοιπο κόσμο από τα θεμέλιά του και να γίνει κύριος αυτού. Στο βαθμό που ο άνθρωπος πίστευε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις έννοιες και τα ονόματα των πραγμάτων σαν aeternae veritates [=αιώνιες αλήθειες], απέκτησε αυτή την υπερηφάνεια με την οποία υψώθηκε πάνω από το ζώο: νόμιζε ότι είχε πραγματικά τη γνώση του κόσμου στη γλώσσα. Ο
Σχόλιο
Ι. Ο
Νίτσε αναδεικνύει τον ρόλο που παίζει η γλώσσα σε μια φαινομενικά επιστημονική
θεμελίωση ενός υποτιθέμενα υπαρκτού μεταφυσικού κόσμου. Από μια γενική άποψη,
κατ’ αρχήν, επαναλαμβάνει εδώ την αποστασιοποίησή του από το παραδοσιακό
μεταφυσικό πνεύμα, που αρνείται τον αισθητό κόσμο και στη θέση αυτού του όντως
πραγματικού κόσμου καθιδρύει έναν δικό του κόσμο, τον οποίο παρουσιάζει και
θεωρεί ως αιώνιο και γι’ αυτό ως μοναδικά αληθινό. Πρόκειται στ’ αλήθεια για
μια βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του υποκειμένου πλάνη του ιστορικού
φιλοσοφείν. Η παντελής απουσία ιστορικής αίσθησης επιτρέπει να συγκαλύπτονται
τα πάντα από μια τέτοια και τόσο ισχυρή πλάνη. Ο Λόγος, η γλώσσα, που υπό μια
ευρύτερη έννοια δεν περιλαμβάνει γενικά μόνο το πνεύμα αλλ’ επίσης τη λογική
και τα μαθηματικά, προορίζεται από τη μεταφυσική να κατασκευάζει πλάνες και να
δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Και τούτο συμβαίνει, επειδή η ορθή λειτουργία της είναι
άμεσα εξαρτημένη από την ως άνω έλλειψη ιστορικής αίσθησης.
ΙΙ. Επομένως
είναι απαραίτητο ένα πνεύμα μαχητικό, πολεμικό, απελευθερωτικό που θα είναι σε
θέση να διαλύσει όλες αυτές τις ψευδαισθήσεις και να αναγνωρίζει τις κάθε
είδους μυθοπλασίες ως μυθοπλασίες και όχι ως αιώνιες αλήθειες. Μπορεί πράγματι
κάποιες μυθοπλασίες να εισέρχονται στη ζωή μας ως αναγκαίες, στον ένα ή τον
άλλο βαθμό ή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Όμως, αν δεν εκλαμβάνονται ως
μυθοπλασίες αλλά ως ύψιστη γνώση, τότε οδηγούμαστε αναγκαστικά στη μεταφυσική,
στο πλαίσιο της οποίας η γλώσσα, ο μεταφυσικός Λόγος, γίνεται σήμα κατατεθέν της καταπιεστικής χρήσης της
αρχής της υποκειμενικότητας. Τούτη η αρχή είναι μια αρχή δεσποτικής κυριαρχίας,
που δυνάμει της γλώσσας τίθεται στην υπηρεσία «μιας μεταφυσικής των δημίων».[1]
Συμβαίνει ακριβώς εκείνοι οι φιλόσοφοι που σκέπτονται μεταφυσικά να μην έχουν
καμιά ιστορική αίσθηση και να θέλουν να καθιερώσουν τον δικό τους κόσμο,
υποτιθέμενα αληθινό, ως aeterna veritas [=αιώνια αλήθεια]:
«Με ρωτάτε ποιο είναι το
άπαν της ιδιοσυγκρασίας των φιλοσόφων; Είναι, για παράδειγμα, η έλλειψη ιστορικής αίσθησης, το μίσος τους για
την ίδια την ιδέα του γίγνεσθαι, ο αιγυπτιασμός
τους. Πιστεύουν ότι σέβονται ένα πράγμα, όταν το απο-ιστορικοποιούν, sub specie
aeterni [=υπό το πρίσμα του αιώνιου] –όταν απ’ αυτό φτιάχνουν μια μούμια».[2]
ΙΙΙ. Με αυτό
το νόημα, ο γλωσσικός τους κόσμος είναι ακαταμάχητα σαγηνευτικός, ήτοι άκρως
παραπλανητικός, ως υποτιθέμενη επιστήμη, αλλά ψευδής από τη σκοπιά της αληθινής
επιστήμης. Το κύριο βέβαια δεν είναι μόνο τι λένε οι μεταφυσικοί, αλλά και τι
θεωρούν ως αλήθεια και οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον Νίτσε, οι τελευταίοι
πιστεύουν πως στις λέξεις που είναι παρούσες κατά τη μια ή την άλλη στιγμή
πρέπει κατ’ ανάγκη να αντιστοιχεί κάτι, π.χ. ψυχή, θεός, βούληση, μοίρα κ.λπ.[3]
Έτσι επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η γλώσσα περνάει στον κόσμο ως επιστήμη, η
οποία όμως από τη σκοπιά της παρούσας φάσης της νιτσεϊκής σκέψης περί επιστήμης
είναι μια υποτιθέμενη επιστήμη. Ποιος μπορεί ν’ αποκαλύψει τη γλώσσα ως
υποτιθέμενη επιστήμη; Μπορεί όχι γενικά η φιλοσοφία αλλά η αντίστοιχη γλωσσική
επιστήμη, δηλαδή η γλωσσολογία. Κατά την περαιτέρω εξέλιξη της σκέψης του ο Νίτσε
εντείνει την κριτική των ανεπιστημονικών προκαταλήψεων που κουβαλά και διατηρεί
η γλώσσα.