Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Nietzsche: η Γλώσσα στην υπηρεσία των Δημίων



 

 Νίτσε

1844–1900

 

Η γλώσσα ως υποτιθέμενη επιστήμη

 

« –Η σημασία της γλώσσας για την ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος τη χρησιμοποίησε για να αντιπαραθέσει στον υπόλοιπο κόσμο έναν δικό του κόσμο, ένα μέρος που θεωρούσε τόσο σταθερό, ώστε εκκινώντας απ’ αυτό να αποκόψει τον υπόλοιπο κόσμο από τα θεμέλιά του και να γίνει κύριος αυτού. Στο βαθμό που ο άνθρωπος πίστευε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις έννοιες και τα ονόματα των πραγμάτων σαν aeternae veritates [=αιώνιες αλήθειες], απέκτησε αυτή την υπερηφάνεια με την οποία υψώθηκε πάνω από το ζώο: νόμιζε ότι είχε πραγματικά τη γνώση του κόσμου στη γλώσσα. Ο

δημιουργός της γλώσσας δεν ήταν τόσο σεμνός, ώστε να πιστεύει ότι μόνο κατονομασίες έδινε στα πράγματα απεναντίας, φανταζόταν μάλλον ότι με τις λέξεις εξέφραζε την ύψιστη γνώση για τα πράγματα στην πραγματικότητα, η γλώσσα είναι το πρώτο βήμα του αγώνα για την επιστήμη. Και εδώ επίσης από την πεποίθηση ότι έχει βρεθεί η αλήθεια ξεχύθηκαν οι πιο ισχυρές πηγές ενέργειας. Πολύ καθυστερημένα –μόλις στις μέρες μας– οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν πως με την πίστη τους στη γλώσσα έχουν διαδώσει μια τεράστια πλάνη. Ευτυχώς είναι πολύ αργά για να καταστεί δυνατή η αναστροφή της εξέλιξης του Λόγου, η οποία βασίζεται σ’ αυτή την πίστη. –Η λογική επίσης βασίζεται σε προϋποθέσεις, που δεν έχουν καμιά αντιστοιχία στον πραγματικό κόσμο, π.χ. στην προϋπόθεση της ομοιότητας πραγμάτων, της ταυτότητας του ίδιου πράγματος σε διαφορετικά σημεία του χρόνου: αλλά αυτή η επιστήμη γεννήθηκε από την αντίθετη πίστη (ότι δηλαδή τέτοια πράγματα υπάρχουν πράγματι στον πραγματικό κόσμο). Το ίδιο συμβαίνει και με τα μαθηματικά, που σίγουρα δεν θα είχαν γεννηθεί, αν ήταν γνωστό από την αρχή ότι στη φύση δεν υπάρχει ούτε ακριβώς ευθεία γραμμή, ούτε πραγματικός κύκλος, ούτε απόλυτο μέγεθος».

Σχόλιο

Ι. Ο Νίτσε αναδεικνύει τον ρόλο που παίζει η γλώσσα σε μια φαινομενικά επιστημονική θεμελίωση ενός υποτιθέμενα υπαρκτού μεταφυσικού κόσμου. Από μια γενική άποψη, κατ’ αρχήν, επαναλαμβάνει εδώ την αποστασιοποίησή του από το παραδοσιακό μεταφυσικό πνεύμα, που αρνείται τον αισθητό κόσμο και στη θέση αυτού του όντως πραγματικού κόσμου καθιδρύει έναν δικό του κόσμο, τον οποίο παρουσιάζει και θεωρεί ως αιώνιο και γι’ αυτό ως μοναδικά αληθινό. Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του υποκειμένου πλάνη του ιστορικού φιλοσοφείν. Η παντελής απουσία ιστορικής αίσθησης επιτρέπει να συγκαλύπτονται τα πάντα από μια τέτοια και τόσο ισχυρή πλάνη. Ο Λόγος, η γλώσσα, που υπό μια ευρύτερη έννοια δεν περιλαμβάνει γενικά μόνο το πνεύμα αλλ’ επίσης τη λογική και τα μαθηματικά, προορίζεται από τη μεταφυσική να κατασκευάζει πλάνες και να δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Και τούτο συμβαίνει, επειδή η ορθή λειτουργία της είναι άμεσα εξαρτημένη από την ως άνω έλλειψη ιστορικής αίσθησης.

ΙΙ. Επομένως είναι απαραίτητο ένα πνεύμα μαχητικό, πολεμικό, απελευθερωτικό που θα είναι σε θέση να διαλύσει όλες αυτές τις ψευδαισθήσεις και να αναγνωρίζει τις κάθε είδους μυθοπλασίες ως μυθοπλασίες και όχι ως αιώνιες αλήθειες. Μπορεί πράγματι κάποιες μυθοπλασίες να εισέρχονται στη ζωή μας ως αναγκαίες, στον ένα ή τον άλλο βαθμό ή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Όμως, αν δεν εκλαμβάνονται ως μυθοπλασίες αλλά ως ύψιστη γνώση, τότε οδηγούμαστε αναγκαστικά στη μεταφυσική, στο πλαίσιο της οποίας η γλώσσα, ο μεταφυσικός Λόγος, γίνεται  σήμα κατατεθέν της καταπιεστικής χρήσης της αρχής της υποκειμενικότητας. Τούτη η αρχή είναι μια αρχή δεσποτικής κυριαρχίας, που δυνάμει της γλώσσας τίθεται στην υπηρεσία «μιας μεταφυσικής των δημίων».[1] Συμβαίνει ακριβώς εκείνοι οι φιλόσοφοι που σκέπτονται μεταφυσικά να μην έχουν καμιά ιστορική αίσθηση και να θέλουν να καθιερώσουν τον δικό τους κόσμο, υποτιθέμενα αληθινό, ως aeterna veritas [=αιώνια αλήθεια]:

 

«Με ρωτάτε ποιο είναι το άπαν της ιδιοσυγκρασίας των φιλοσόφων; Είναι, για παράδειγμα, η έλλειψη ιστορικής αίσθησης, το μίσος τους για την ίδια την ιδέα του γίγνεσθαι, ο αιγυπτιασμός τους. Πιστεύουν ότι σέβονται ένα πράγμα, όταν το απο-ιστορικοποιούν, sub specie aeterni [=υπό το πρίσμα του αιώνιου] –όταν απ’ αυτό φτιάχνουν μια μούμια».[2]

 

ΙΙΙ. Με αυτό το νόημα, ο γλωσσικός τους κόσμος είναι ακαταμάχητα σαγηνευτικός, ήτοι άκρως παραπλανητικός, ως υποτιθέμενη επιστήμη, αλλά ψευδής από τη σκοπιά της αληθινής επιστήμης. Το κύριο βέβαια δεν είναι μόνο τι λένε οι μεταφυσικοί, αλλά και τι θεωρούν ως αλήθεια και οι άνθρωποι. Σύμφωνα με τον Νίτσε, οι τελευταίοι πιστεύουν πως στις λέξεις που είναι παρούσες κατά τη μια ή την άλλη στιγμή πρέπει κατ’ ανάγκη να αντιστοιχεί κάτι, π.χ. ψυχή, θεός, βούληση, μοίρα κ.λπ.[3] Έτσι επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η γλώσσα περνάει στον κόσμο ως επιστήμη, η οποία όμως από τη σκοπιά της παρούσας φάσης της νιτσεϊκής σκέψης περί επιστήμης είναι μια υποτιθέμενη επιστήμη. Ποιος μπορεί ν’ αποκαλύψει τη γλώσσα ως υποτιθέμενη επιστήμη; Μπορεί όχι γενικά η φιλοσοφία αλλά η αντίστοιχη γλωσσική επιστήμη, δηλαδή η γλωσσολογία. Κατά την περαιτέρω εξέλιξη της σκέψης του ο Νίτσε εντείνει την κριτική των ανεπιστημονικών προκαταλήψεων που κουβαλά και διατηρεί η γλώσσα.

 

 

 



[1] KSA 6, 96.

[2] Ό.π., σ. 74.

[3] KSA 8, σ. 464.