Κύκλος
και σφαῖρα
Ι. Η
έννοια του κύκλου είναι αεί παρούσα στην κοσμολογική σκέψη των προσωκρατικών.
Στον κύκλο, ως ένα εντελές σχήμα, όλα τα σημεία του απέχουν εξίσου από το
κέντρο. Εννοιολογικά λοιπόν απηχεί την απόλυτη ισορροπία και συνακόλουθα τη
μορφή, που ανταποκρίνεται, κατ’ αναγκαιότητα, στο Είναι, ιδωμένο στην πληρότητά
του, στην τελειότητά του, ως ολότητα.
ΙΙ. Ο Παρμενίδης λέει για το Είναι πως στον όγκο
μοιάζει με κυκλοτερή σφαίρα: «Αλλά αφού έχει έσχατο
πέρας, τελειωμένο είναι από παντού, όμοιο με όγκο
σφαίρας ολοστρόγγυλης απ’ το κέντρο παντού
ισοδύναμο. Γιατί δεν μπορεί να είναι ούτε μεγαλύτερο
ούτε μικρότερο εδώ ή εκεί. Γιατί ούτε είναι μη ον, ώστε
να εμποδίζεται να ενωθεί με το όμοιό του, ούτε είναι
ον λιγότερο εδώ και περισσότερο εκεί, επειδή
όλο είναι ακέραιο· από παντού ίσο, λοιπόν,
εκτείνεται ομοιόμορφα στα πέρατά του» (Β8, 42-49). ΙΙΙ. Πώς
εννοεί την κυκλική σφαίρα, στο ως άνω απόσπασμα, ο Παρμενίδης; Όλες οι
αναγνώσεις δεν συγκλίνουν προς μια ερμηνεία. Κάποιες παραδοσιακές αναγνώσεις,
που βρίσκονται πολύ κοντά στην κυριολεκτική χρήση του όρου, βλέπουν στην εν
λόγω σφαίρα του στ. 43 μια γεωμετρική εικόνα, προερχόμενη ως επί το πλείστον
από την επίδραση των Πυθαγορείων επί του Παρμενίδη και από την επαφή του με την
επιστήμη τους. Με βάση αυτή την εικόνα υποστηρίζουν πως ο Ελεάτης σοφός
συλλαμβάνει το Είναι/Ον υπό την αντικειμενική παράσταση μιας γεωμετρικής
σφαίρας, ως μια σφαίρα δηλαδή που εκτείνεται, κινείται στο χώρο. Εάν πράγματι
επρόκειτο για κάτι τέτοιο, δεν θα είχε κανένα νόημα ο περαιτέρω προσδιορισμός
της ως ολοστρόγγυλης. ΙV. Ο Παρμενίδης παρομοιάζει το
Είναι με τον όγκο, με το σώμα, μιας ολοστρόγγυλης σφαίρας, όχι για να δηλώσει
πως το ἐὸν έχει
το σχήμα μιας σφαίρας, εν είδει υλικής υπόστασης, ούτε απλώς για χάρη της
ποιητικότητας του λόγου του, αλλά για να δείξει πώς η σκέψη συλλαμβάνει το Είναι στην πληρότητά του: το συλλαμβάνει
να συνάπτεται με την ολοκλήρωσή του,
να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο Όλο με κέντρο τον ακέραιο εαυτό του, που έχει για
όριά του την εντελή του κατάσταση, δηλαδή την απόλυτη τελείωσή του, όπως είναι
ακριβώς η πληρότητα και η τελειότητα της σφαίρας. V. Με
δεδομένο ότι το παρμενίδειο ἐὸν το καθιστά αντιληπτό το νοείν,
η σκέψη και όχι η κατ’ αίσθηση αντίληψη,
ο λόγος εκτυλίσσεται εδώ μεταφορικά για να τονίσει τον ποιοτικό χαρακτήρα της
τελείωσης του Είναι/ἐὸντος: η ομοιομορφία του, το
ομογενές του, η ισότητα με τον εαυτό του, είναι τόσο τέλεια, όπως εκείνη μιας
σφαίρας, ώστε η οδός, ήτοι η μέθοδος έρευνάς του, προς το κέντρο ή από το
κέντρο προς τα άκρα να είναι μία και η αυτή.
Η σκέψη συλλαμβάνει το ἐὸν καθ’
όλο το νόημά του, στη νοηματική του τελείωση, έτσι ώστε να μην αφήνει περιθώρια
να συλλαμβάνεται ούτε ως κάτι που ενδημεί αποκλειστικά μέσα στην αισθητή
πραγματικότητα ούτε ως κάτι που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την τελευταία.
Δυνάμει, συνακόλουθα, της σύγκρισής του με τη σφαίρα, το ἐὸν πρέπει
να συλλαμβάνεται κατ’ αναλογία προς κάτι, όπως είναι η σφαίρα, που εμφανίζεται,
που γίνεται φανερή στην κοινή αντίληψη. Ταυτόχρονα το ίδιο δεν είναι
ενσωματωμένο στην κατ’ αίσθηση αντιληπτή πραγματικότητα, αλλά την περιλαμβάνει
και την υπερβαίνει. VI. Τούτη η
διεργασία υπέρβασης δεν είναι απλώς και κύρια μια μεταβατική κίνηση, μια
μετατόπιση του ἐὸντος μέσα στο χώρο με
προσθαφαίρεση ποσοτικών χαρακτηριστικών του αλλά η αληθινή οδός του ξέφωτου,
δηλαδή του ολόκληρου, ακέραιου, ανώλεθρου, ακίνητου, συνεχούς, ομογενούς,
μοναδικού ἐὸντος. Ως
εκ τούτου, το τελευταίο δεν νοείται ως μια άλλη πραγματικότητα, ευρισκόμενη σε
αντιπαράθεση με την κατ’ αίσθηση αντιληπτή πραγματικότητα, λες και υπάρχουν δυο
εντελώς αυτόνομες και παράλληλες πραγματικότητες: μια αισθητή, απατηλή, και μια
πνευματική. Από τη σκοπιά αυτής τούτης της ρεαλιστικής πραγματικότητας, το ἐὸν δεν
είναι Άλλο· Άλλο εμφανίζεται, σε σχέση με την αισθητή πραγματικότητα, από τη
σκοπιά του θνητού, που ακολουθεί την α-νόητη οδό (απ. 8, στ. 17) και όχι την
οδό του Είναι. VII. Ο
θνητός θεωρεί αληθινή όψη του κόσμου, έτσι όπως τούτος τον περιβάλλει και τον
εμπεριέχει, μια άλλη όψη κάθε φορά ανάλογα αν είναι
κλεισμένος/έγκλειστος/περιορισμένος στα στενά όρια της καθημερινής του
αντιληπτικής ικανότητας και πράξης ή αν ανοίγεται στον κόσμο του νου, δυνάμει
της χαρακτηριστικής του δυνατότητας/ικανότητας να αντιλαμβάνεται στοχαστικά τα
πράγματα. Κατ’ αυτή την έννοια έχουμε να κάνουμε όχι με κάποιο σχήμα σφαίρας
που ιδιάζει στο ἐὸν, παρά
με το σχήμα σφαίρας του κόσμου: αυτό φέρνει στο λόγο, εκφράζει την ουσία του ἐὸντος ως
αυτο-ταυτού, ως έχοντος τέλεια ομοιομορφία [ομοιογένεια] που προσδιορίζει και
περιλαμβάνει τον κόσμο, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η σφαίρα έχει τέλεια
ισορροπία σε σχέση με το κέντρο της.
VΙΙΙ. Ο
λόγος του Παρμενίδη, για το Είναι, περί εὐκύκλου
σφαίρης [=ολοστρόγγυλης σφαίρας] δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον
Εμπεδοκλή που αντιμετωπίζει κι αυτός, με ορισμένες βέβαια διαφοροποιήσεις, το
Είναι ως σφαίρα. Η έννοια που χρησιμοποιεί είναι ο Σφαῖρος. Αναφέρει σχετικά: «εκεί ούτε του ήλιου
ξεχωρίζουν τα γρήγορα μέλη ούτε της γης το γένος το
δασύ ούτε η θάλασσα· έτσι στεριωμένος σε πυκνή
κρυφότητα συναρμογής, ο Σφαίρος ο
κυκλοτερής/στρογγυλός χαίρεται τη γύρω μοναξιά του» (Β27, στ.1-4). Καθώς το Είναι υπόκειται στο γίγνεσθαι, στο πιο
πάνω απόσπασμα διέρχεται τη φάση, όπου επικρατεί η φιλότης/φιλία και
συνακόλουθα η Eνότητα
των πάντων. Τότε συμβαίνει όλα τα ριζώματα να είναι ενωμένα, να είναι
εναρμονισμένα και συναρμοσμένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ο
Σφαίρος, που έχει όλα τα γνωρίσματα της αντίστοιχης Σφαίρας του Παρμενίδη πλην
ενός: είναι θνητός και όχι αθάνατος, ανώλεθρος, ακόμη κι αν αλλού ο Εμπεδοκλής
τον χαρακτηρίζει θεό. IX. Το
Είναι/Ον κι εδώ είναι σφαιρικό. Τι εκφράζει το σφαιρικό του σχήμα; Εκφράζει την
απόλυτη ομοιογένεια και συμμετρία. Το Είναι/Ον γνωρίζει έναν κύκλο από
στοιχειώδεις μεταμορφώσεις, εντός του οποίου είναι εγκλεισμένο σε μια κυκλική
ακινησία, ακολουθεί δηλαδή μια κυκλική πορεία: «Έτσι όλα γίνονται και
αμετάβλητη ζωή δεν έχουν· κι όσο αυτή η συνεχής
εναλλαγή τέλος ποτέ δεν έχει, τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε
ακίνητα σε κυκλική πορεία» (Β17, στ. 11-13). Εδώ πρόκειται για μια κυκλικότητα, σχετιζόμενη με
την ιδέα της ζωής. Κατ’ αυτόν τον κοσμικό κύκλο συμβαίνει μια διαρκής εναλλαγή
των εκάστοτε διεργασιών συνένωσης και διαχωρισμού, όπου παράγονται εναλλακτικά
πολλαπλές μορφές ζωής από μια μορφή και αντίστροφα. Συμβαίνει μια κυκλική και
γι’ αυτό συνεχής διεργασία μετάβασης από τη μια οριακή κατάσταση του βίου στην
άλλη. Ο κύκλος συμπεριλαμβάνει τόσο τον ισομερή, συμμετρικό, συμπαγή, ενιαίο
κόσμο της Φιλότητας και τις ισάριθμες
παραλλαγές του ή υποτυπώσεις του, όσο και τον πολλαπλό κόσμο του Νείκους, ο οποίος
είναι κατατεμαχισμένος, ανομοιογενής, ασύμμετρος, άτακτος. X. Θεμελιώδη
γνωρίσματα αυτής της κυκλικής πορείας είναι η κίνηση και η ακινησία, που έχει
σταθερή θέση μέσα στην ίδια την κίνηση. Πώς συμβαίνει το τελευταίο; Ο
μεταβλητός κόσμος των φαινομένων, των φαινομενικών όντων, αυτών που έρχονται
στην προφάνεια με τη μείξη και τον αποχωρισμό είναι παραγόμενα μείγματα ή
αποχωρισμοί των πρωταρχικών, αμετάβλητων στοιχείων, δηλαδή εκείνων των
συστατικών στοιχείων του μείγματος, ας πούμε, που είναι αιώνια και θα
συνεχίσουν να υπάρχουν, ακόμη και τότε που το μείγμα θα πάψει να υφίσταται. Το
φαινομενικό, τουτέστι, δεν είναι κάτι το απατηλό εξ ορισμού και απορριπτέο παρά
μια άλλη έκφανση, λογικά δευτερογενής, του αληθινά πραγματικού, ήτοι του
έσχατου. Έτσι, το Είναι παραμένει άφθαρτο και στη μια και στην άλλη οριακή
κατάσταση, και στην απόλυτη ενότητα και στην ανάλογη πολλαπλότητα, γενικώς σε
όλες τις επαναλήψεις του κύκλου, καθ’ όλη δηλαδή την κίνηση. XΙ. Η
απόλυτη εναλλαγή είναι ενταγμένη στον αιώνιο, τον σταθερό συμπαντικό κύκλο και
ακολουθεί μια κανονικότητα, που τη διασφαλίζει ο κύκλος του χρόνου. Με την ιδέα
του χρονικού κύκλου, ο Εμπεδοκλής εφαρμόζει το σχήμα του κύκλου στη χρονική του
διάσταση: «γιατί αυτά είναι όλα ίσα
και συνομήλικα απ’ τη γέννα μα δικαιοδοσία άλλη έχει το
καθένα και άλλο χαρακτήρα και με σειρά εξουσιάζουν
κατά την περιφορά του χρόνου» (Β17, στ. 27-29). Εδώ κυριολεκτεί με τον χρόνο. Κάνει λόγο για περιπλομένοιο χρόνοιο, για την περιφορά, το γύρισμα του χρόνου, κατά
το οποίο τα στοιχεία και οι αντίστοιχες δυνάμεις εξουσιάζουν εκ περιτροπής. Σε
άλλο απόσπασμα βρίσκουμε μια παραλλαγή (=περιπλομένοιο
κύκλοιο), τρόπον τινά, της πιο πάνω έκφρασης, όπου τονίζεται και πάλι ο
κυκλικός χαρακτήρας του χρόνου: «και με σειρά εξουσιάζουν
κατά την περιφορά του κύκλου, και μειώνονται το ένα από το
άλλο και αυξάνονται κατά τη Μοίρα» (Β26, στ.1-2). Δυνάμει του κυκλικού του χαρακτήρα, ο χρόνος
εμφανίζεται θεμελιωδώς ως ενοποιητικός παράγοντας, ως αυτός που συλλέγει μάλλον
παρά διασπείρει τα στοιχεία: όποιες μη-ισορροπίες εκδηλώνονται κατά το
γίγνεσθαι του χρόνου, η δυναμική ύπαρξη του κύκλου υπόσχεται να τις επαναφέρει σε
εξισορρόπηση. XII. Ο
Ηράκλειτος συνάπτει την έννοια του κύκλου με την κυκλική ουσία του φιλοσοφικού
και κοσμικού γίγνεσθαι. Στο απ. 103 λέει
σχετικά: «Διότι στον κύκλο η αρχή και
το πέρας της περιφέρειας αποτελούν κοινό σημείο». Με τούτο θέλει
να μας πει πως σε αντίθεση με μια ευθεία γραμμή, όπου αρχή και πέρας
αντι-τίθενται μεταξύ τους και κείτονται χωριστά, στον κύκλο είναι συνενωμένα το
ένα με το άλλο, συναντώνται, συμπίπτουν σε ένα και το αυτό σημείο.