Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Kant: για τις έννοιες a priori και a posteriori


 

Immanuel Kant

1724 – 1804 

§1. Ο Καντ χρησιμοποιεί συχνά τις έννοιες/όρους a priori και a posteriori, που η πρωταρχική τους καταγωγή ανάγεται σε μια ευρεία παράδοση που εκτείνεται πίσω στο ιστορικο-φιλοσοφικό παρελθόν μέχρι τον Αριστοτέλη. Τις χρησιμοποιεί υπό μια αρνητική αλλά και υπό μια θετική προοπτική. Υπό την αρνητική προοπτική, ο όρος a priori παραπέμπει στην ανεξαρτησία από την εμπειρία, ενώ ο όρος a posteriori στην εξάρτηση από την τελευταία. Οι κρίσεις είναι a priori, αν μπορούν να δικαιολογηθούν χωρίς προσφυγή στην εμπειρία που καθορίζεται από την αισθητηριακή αντίληψη, ενώ οι εποπτείες ή οι έννοιες[1] είναι a priori, αν το περιεχόμενό τους δεν βασίζεται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην εμπειρία. Σημειώνει συγκεκριμένα ο Καντ στην Κριτική του Καθαρού Λόγου (B 3):

«…Λέγοντας γνώσεις a priori δεν εννοούμε εκείνες που λαμβάνουν χώρα ανεξάρτητα από τούτη ή εκείνη την εμπειρία, αλλά εκείνες που είναι απόλυτα ανεξάρτητες από κάθε είδους εμπειρία. Σε αυτές αντιτίθενται οι εμπειρικές γνώσεις ή τέτοιες γνώσεις, που είναι δυνατές μόνο a posteriori, δηλαδή μέσω της εμπειρίας».

§2. Η διάκριση μεταξύ a priori και a posteriori είναι ουσιαστικά γνωσιολογική: έχει να κάνει με τη γνώση. Εκ των προτέρων (a priori) γνώση είναι η γνώση που είναι προγενέστερη ή εντελώς ανεξάρτητη από την εμπειρία, ήτοι από την εμπειρική γνώση. Εκ των υστέρων (a posteriori), απεναντίας, η γνώση είναι εμπειρική, είναι μεταγενέστερη ή εξαρτάται από την εμπειρία. Είναι σημαντικό, στην περίπτωση εδώ, να γίνεται διάκριση όχι μόνο μεταξύ a priori και a posteriori γνώσης αλλά και μεταξύ a priori και εγγενούς γνώσης. Η λέξη εγγενής προέρχεται από το εν-γένος (γέννηση), επομένως οι εγγενείς γνώσεις ή ιδέες είναι αυτές με τις οποίες γεννιόμαστε. Ο Καντ δεν ταυτίζει την a priori γνώση με την εγγενή γνώση. Έτσι, για παράδειγμα, η μαθηματική γνώση είναι a priori αλλά όχι εγγενής. Δεν γεννιόμαστε γνωρίζοντας ότι το 7+5=12, καθώς πρέπει πρώτα να μάθουμε να μετράμε, άρα τέτοια γνώση δεν είναι εγγενής. Αυτή η γνώση είναι, ωστόσο, a priori, επειδή, μόλις μάθουμε τη βασική αριθμητική, γνωρίζουμε ότι τέτοιες κρίσεις είναι αληθινές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία.

§3. Στη συνάφεια τούτη, όπως υποστηρίζει ο Καντ, υπάρχουν κάποια κριτήρια για την εκ των προτέρων γνώση: (1) αναγκαιότητα και (2) καθολικότητα. Εάν κάτι είναι αληθινό εκ των προτέρων, δεν ξέρουμε απλώς ότι τυχαίνει να είναι αληθινό, αλλά ξέρουμε ότι πρέπει να είναι έτσι. Δεν ξέρω π.χ. απλώς ότι συμβαίνει αντικειμενικά, πραγματικά, το 7+5=12, αλλά ξέρω επίσης ότι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ούτε ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σύμπαν, στο οποίο θα ίσχυε το εξής: 7+5=13. Αυτό δεν συμβαίνει με την εκ των υστέρων, την εμπειρική γνώση. Ίσως όλα τα σκυλιά να έχουν λιγότερα από έξι πόδια, αλλά ίσως ο Θεός θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει έναν σκύλο με οκτώ πόδια. Ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος πιστεύει ότι η εμπειρία δεν μπορεί ποτέ να δώσει στοιχεία για την αυστηρή καθολικότητα, αλλά μόνο για τη γενικότητα, και έτσι, αν γνωρίζουμε ότι κάτι είναι αληθινό με μια αυστηρά καθολική έννοια, τότε ξέρουμε ότι δεν το γνωρίζουμε, γενικά και αφηρημένα, με βάση την εμπειρία. Μια κρίση έχει αυστηρή καθολικότητα, αν γνωρίζουμε ότι δεν δέχεται εξαιρέσεις.

§4. Αυτό συμβαίνει, υποστηρίζει ο Καντ, με τις μαθηματικές, λογικές και μεταφυσικές μας γνώσεις. Για παράδειγμα, δεν πιστεύουμε ότι το 7+5=12 είναι αλήθεια τις περισσότερες φορές, αλλά ότι ισχύει χωρίς εξαίρεση. Η εμπειρική γνώση είναι διαφορετική. Τα στοιχεία για την εμπειρική κρίση «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί», που ήταν αγαπημένο παράδειγμα στα εγχειρίδια Λογικής της πρώιμης νεοτερικότητας, βασίζονται στην επαγωγή. Όταν κάνουμε τέτοιες κρίσεις, δεν ισχυριζόμαστε ότι οι εξαιρέσεις στον κανόνα είναι αδύνατες, αλλά απλώς ότι, από όσο έχουμε αντιληφθεί, δεν υπήρξαν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα. Πράγματι, μαύροι κύκνοι βρίσκονται στην Αυστραλία, οπότε αποδεικνύεται ότι ο ισχυρισμός «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» είναι ψευδής. Η a priori γνώση όμως δεν μπορεί να παραποιηθεί με έναν τέτοιο τρόπο. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η a posteriori γνώση, σύμφωνα με τον Καντ, είναι πάντα συνθετική και ποτέ αναγκαία, καθολική και καθαρή.

§5. Βέβαια, το εννοιολογικό ζεύγος: a priori/a posteriori δεν εξαντλείται σε καμία περίπτωση στην ως άνω αρνητική προοπτική. Από τη θετική σκοπιά, το a priori και το a posteriori περιγράφουν τους δύο βασικούς τρόπους, με τους οποίους μπορούν να δικαιολογηθούν οι κρίσεις, δηλαδή είτε με την προσφυγή στη μορφή της ίδιας της γνωστικής ικανότητας (βλ. π.χ. KrV A50 κ.εξ. / B 75) (= a priori) ή στην εμπειρική ποικιλομορφία της αντίληψης (= a posteriori). Ο Καντ χρησιμοποιεί έτσι, ως επί το πλείστο, τον όρο «a posteriori» ως συνώνυμο του «εμπειρικού». Κατά ταύτα, οι μαθηματικές αλήθειες είναι καθολικές και αναγκαίες και έτσι a priori, αλλά είναι επίσης εφαρμόσιμες στον φυσικό κόσμο, κάτι που υποδηλώνει ότι είναι και συνθετικές. Επίσης ένα μέρος της γνώσης μας για τον φυσικό κόσμο, και ειδικότερα για τις πιο βασικές αρχές της φυσικής επιστήμης, είναι συνθετική a priori γνώση. Μερικά από τα παραδείγματα που δίνει ο φιλόσοφος για τέτοια γνώση συνοψίζονται στο γεγονός ότι σε όλες τις αλλοιώσεις η ποσότητα της ύλης παραμένει αναλλοίωτη, ότι σε κάθε επικοινωνία το φαινόμενο κίνησης και το αντίθετο αποτέλεσμα πρέπει να είναι πάντα όμοια [ή ίσα] και ότι όλες οι αλλαγές συμβαίνουν σύμφωνα με το νόμο της σύνδεσης της αιτίας και του αποτελέσματος. Με τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια γνώση είναι a priori, ο Καντ ουσιαστικά δηλώνει ότι αυτή η γνώση δεν είναι εμπειρική και ότι αυτές οι κρίσεις είναι και αναγκαίες και αυστηρά καθολικές. Με τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια γνώση είναι συνθετική, ο Καντ αναγνωρίζει ότι αυτές οι κρίσεις δεν μας παρέχουν απλώς γνώση των εννοιών μας, αλλά μας παρέχουν μια εικόνα για το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται οι έννοιές μας.



[1] Όπως λέει ο Καντ, «εποπτεία και έννοιες απαρτίζουν τα στοιχεία όλης της γνώσης μας, κατά τρόπο που ούτε έννοιες χωρίς ανταπόκριση, κατά ένα τρόπο, προς αυτές, εποπτεία, ούτε εποπτεία χωρίς έννοιες μπορούν να προσφέρουν μια γνώση» (Κριτική του Καθαρού Λόγου Β 74).