Ιμμάνουελ Καντ
(1724-1804)
Πώς νοείται ο προσανατολισμός στη σκέψη;
2. Ο
τίτλος του ως άνω δοκιμίου παραπέμπει σε μια φιλοσοφικά θαυμαστή προβληματική
σχετικά με το πώς και το τι ενός αυθεντικού προσανατολισμού
του ανθρώπου στη σκέψη. Το ανθρώπινο ον, ως τέτοιο, υποκειμενικά μπορεί και
αντικειμενικά χρειάζεται να προσανατολίζεται στην εξωτερικότητα της υπαρκτικής του
συνθήκης με στοχαστικό τρόπο και με συντονισμένη εκδίπλωση της θεωρίας και της πράξης του. Ανεξάρτητα από
τον βαθμό ή το ποιόν της κατεύθυνσης που παίρνει η θεωρητική και πρακτική
διεργασία εν γένει, σίγουρα δεν ευδοκιμεί κανένας προσανατολισμός σε ένα
μονοδιάστατα είτε εμπειρικό είτε εννοιολογικό περιβάλλον, χωρίς την ανταπόκριση
σε αυτό που εκάστοτε υπαγορεύει η ίδια η σκέψη, το νοείν εν γένει. Έτσι, με το παρόν δοκίμιο o Καντ μας υπενθυμίζει
ότι η σκέψη απαιτεί έναν προσανατολισμό του στοχαζόμενου υποκειμένου,
εναρμονισμένο με τη δική της ιδιαίτερη ουσία· τούτο σημαίνει να συνδυάζει
εποπτεία και έννοια, εμπειρία και έλλογο νόημα, έτσι ώστε ο Λόγος να μην
εστιάζεται μονομερώς στον κόσμο του κοινού νου μηδέ να περιορίζεται
αποκλειστικά στα δεδομένα των αισθήσεων ή, εξ αντιθέτου, να υπερίπταται άν-αρχα
σε αφηρημένους μεταφυσικούς χώρους, αλλά να είναι ανοικτός στην επεξεργασία των
ποικίλων εποπτειών και να τις διαμορφώνει αφενός με βάση τις καθαρές μορφές του
χώρου –ως μορφής περιορισμένης στα εξωτερικά φαινόμενα– και του χρόνου ως
μορφής της εσωτερικής εποπτείας, των ψυχικών φαινομένων, αφετέρου δε σε εσωτερική
επικοινωνία με τη διάνοια (Verstand). Αυτό λοιπόν που επιτρέπει έναν σωστό
προσανατολισμό στη σκέψη είναι η ανάδυση από την εμπειρία της διάνοιας, μηδέ
εξαιρουμένου υπό όρους και του Λόγου, και η παραγωγή γνώσης από τη συναγωγή των
δύο πηγών, της αισθητότητας και της διάνοιας. Γράφει ο Καντ στην Κριτική
του Καθαρού Λόγου (A 51/B 75-76): «Εάν θέλουμε να ονομάσουμε τη δεκτικότητα του πνεύματός μας,
δηλαδή την ικανότητά του να δέχεται παραστάσεις, στον βαθμό που επηρεάζεται με
κάποιο τρόπο, αισθητότητα, τότε, από την άλλη, η ικανότητα να παράγει η ίδια
παραστάσεις ή η αυτενέργεια της γνώσης είναι η διάνοια. Με τη φύση μας
συναρτάται ότι η εποπτεία δεν μπορεί ποτέ να είναι τίποτα άλλο εκτός από
αισθητηριακή, δηλ. περιέχει μόνο τον τρόπο με τον οποίο επηρεαζόμαστε από
αντικείμενα. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητα να σκεφτόμαστε το αντικείμενο της
κατ’ αίσθηση εποπτείας είναι η διάνοια. Καμιά απ’ αυτές τις ιδιότητες δεν είναι
προτιμότερη από την άλλη. Χωρίς αισθητότητα δεν θα μας δινόταν κανένα
αντικείμενο και χωρίς διάνοια δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κανένα τέτοιο. Εννοήματα
χωρίς περιεχόμενο είναι κενά, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές. Επομένως,
είναι εξίσου απαραίτητο να κάνει κανείς τις έννοιές του αισθητές (δηλαδή να τις
προσαρτά στο αντικείμενο που ανήκει στην εποπτεία) όσο και να κάνει διανοητές
τις εποπτείες του (δηλαδή να τις υπάγει κάτω από έννοιες). Και οι δυο δυνάμεις
ή ικανότητες δεν μπορούν να ανταλλάξουν τις λειτουργίες τους. Η διάνοια δεν
μπορεί να εποπτεύσει τίποτα και οι αισθήσεις δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα.
Μόνο από το γεγονός ότι ενώνονται μπορεί να προκύψει γνώση». 3. Ως
προκύπτει από τα ως άνω, το προσανατολίζεσθαι στο σύντομο δοκίμιο του Καντ από
το 1786, έχει καθολική παρουσία σε όλα τα επίπεδα χρήσης της γλώσσας: στο
καθημερινό, επιστημονικό και εξόχως αποκαλυπτικό στο φιλοσοφικό επίπεδο. Ειδικά
στο τελευταίο δεν νοείται, κατά κύριο λόγο, παρά ως απαραίτητη προϋπόθεση για
τον ορισμό άλλων εννοιών ή καταστάσεων πραγμάτων, χωρίς να απαιτείται ορισμός
για το ίδιο [το προσανατολίζεσθαι]. Γι’ αυτό και εντός του πλαισίου της χρήσης του
αποτελεί μια βασική, έσχατη και απόλυτη έννοια. Δυνάμει τούτου του χαρακτήρα
του, η άσκησή του πραγματοποιείται με τέτοια τάξη, ώστε τα χαοτικά αισθήματα να
ακολουθούν κάποια αξιώματα, γνώμονες ή κανόνες, συναρτώμενους άμεσα με τις
μορφές του χώρου και του χρόνου, με αποτέλεσμα να έρχονται σε ύπαρξη εποπτείες,
αισθητηριακές αντιλήψεις κ.λπ., που με τη σειρά τους διαμορφώνονται περαιτέρω
από τις έννοιες και δη από εκείνες τις υπέρτατες έννοιες, που τις γνωρίζουμε ως
κατηγορίες. 4. Σε όλη
αυτή τη διεργασία η διάνοια συμβάλλει με το να διατυπώνει κρίσεις, με το να
κρίνει. Τούτο το κρίνειν ανήκει στα δομικά γνωρίσματα του υπό συζήτηση
προσανατολισμού και είναι αυτό, με το οποίο εκφράζεται η ανθρώπινη γνώση. Έτσι,
από εδώ ανακύπτει η ανάγκη του Λόγου να προσανατολίζει την έρευνά του σε ό,τι
επιχειρεί να ορίσει και να καθορίσει, ως αντικειμενική γνώση, η κρίση μέσα στον
κόσμο των φαινομένων. Σε τούτη την έρευνα στρέφεται με επιμονή ο Λόγος, έχοντας
πάντα ως δεδομένο ότι ο εν λόγω προσανατολισμός έχει την ικανότητα να ορίσει
ό,τι νοείται ως αλήθεια σύμφυτη με τον ίδιο τον Λόγο. Η ικανότητά του αυτή
συνδέεται με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα προηγείται όλων των ορισμών. Το
τελευταίο συμβαίνει, επειδή είναι ήδη «προσανατολισμένος», υπό την έννοια ότι
είναι η περιεκτική έκφραση του προηγηθέντος φιλοσοφικού οικοδομήματος του Καντ,
έτσι όπως το γνωρίζουμε να δομείται σε όλο το κύριο έργο του. Ωστόσο, ο
προσανατολισμός στο παρόν δοκίμιο δεν είναι μια απλή επανάληψη του έως τώρα
στοχαστικού «προσανατολισμού» του Καντ, αλλά ένα περαιτέρω εγχείρημα της σκέψης
του, το οποίο καθιστά το σύντομο τούτο δοκίμιο κατ’ εξοχήν σημαντικό. Αυτό το εγχείρημα σχετίζεται με την απόφασή του
να συμμετάσχει σε μια συζήτηση που προέκυψε γύρω από τη σχέση μεταξύ πίστης και
Λόγου. Το σχετικό ερώτημα είχε τεθεί ως εξής: πρέπει να είναι η πίστη ή ο Λόγος
που ρίχνει φως σε ζητήματα σχετικά με θρησκευτικές και μεταφυσικές «αλήθειες»; Ο
φιλόσοφος, με βάση και το ως εκείνη τη στιγμή έργο του, δεν υιοθετεί ασφαλώς
στο εν λόγω δοκίμιό του την άποψη της μιας ή της άλλης πλευράς: όντως δεν
τάσσεται με την πλευρά της πίστης, επειδή δεν σκοπεύει να αποκηρύξει τον Λόγο,
παρόλο που συμμερίζεται την ιδέα ότι η έλλογη γνώση μας δεν είναι ικανή να
υπερβεί τα όρια της εμπειρίας· ούτε όμως επικαλείται την κυβίστηση της πίστης, που
μας εκτοξεύει απευθείας μέσα στη θεολογική Μεταφυσική, αλλά προσπαθεί να
επιχειρηματολογήσει υπέρ του Λόγου, χωρίς να εκτοπίζει συλλήβδην την πίστη. Αποφαίνεται λοιπόν ότι ο Λόγος, και μόνο αυτός,
είναι που μπορεί να εγγυηθεί τον σωστό προσανατολισμό, καθότι συνιστά, πέραν
των άλλων, τον λόγο (Grund), που καθιστά ικανούς τους ανθρώπους κατά τη σύμπασα
πορεία του βίου τους να αναμετρώνται με τον τελευταίο ως ένα Όλον. Αυτός είναι
η υπέρτατη γνωστική δύναμη, στην οποία υπάγεται τόσο η πίστη όσο και η διάνοια ως κριτική δύναμη. Κύριο μέλημά του
τώρα είναι να συλλάβει, κριτικά και θεμελιακά, τον ρόλο του Λόγου και της
πίστης στη φιλοσοφική διεργασία του προσανατολισμού στη σκέψη· τόσο θεμελιακά
και κριτικά όσο κανείς άλλος από τότε. Είναι αλήθεια πως ο Λόγος συνάπτεται με
την ικανότητά μας για γνώση. Αν η τελευταία φαίνεται να δημιουργεί τις
προϋποθέσεις προσανατολισμού εν γένει, τότε η ικανότητα προς γνώση λειτουργεί
ως εκείνη η κανονιστική δύναμη, που συντελεί ώστε το αληθινό να παρίσταται ως
πραγματικό και να αποτελεί μια προεργασία προσανατολισμού της ύπαρξής μας. Κατ’
αυτό το πνεύμα, ο Καντ αποφαίνεται πως ιδιάζει στον ανθρώπινο Λόγο και όχι σε
μια θεολογικώς εννοούμενη μεταφυσική πίστη να βυθίζεται
μέσα στα μεγάλα ερωτήματα, όπως αυτά για τις αποδείξεις περί του θεού ή για την
αθανασία της ψυχής, προκειμένου να εισαγάγει τον εαυτό του στον μεγάλο
αγωνιστικό στίβο ενός άκρως στοχαστικού προσανατολισμού.