ΠΛΑΤΩΝ
427-347 π.Χ.
Ἀφιλοσοφία και πολιτικοί κηφήνες
§1
Ι. Ανάμεσα στους εκατόν ογδόντα περίπου ορισμούς –184 για την ακρίβεια– σχετικά με διάφορες έννοιες της πλατωνικής φιλοσοφίας απαντά και ένας ορισμός για την αφιλοσοφία. Τι είναι όμως οι όροι; Είναι ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού με ορισμούς εννοιών της πλατωνικής φιλοσοφίας. Θεωρείται το αρχαιότερο λεξικό, του οποίου η σύνταξη αποδίδεται στον Σπεύσιππο, μαθητή του Πλάτωνος και διάδοχό του στην Ακαδημία. Με τους όρους μπορεί κανείς να έχει μπροστά του θεμελιώδεις αρχές και θέσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, έτσι όπως τις συναντάμε στα μεγάλα θεωρητικά του έργα.
<--more> --more>ΙΙ. Πώς ορίζεται η εν λόγω έννοια; Ορίζεται ως
εξής:
«Ἀφιλοσοφία ‒ἕξις καθ’ ἣν ὁ ἔχων μισόλογος ἐστίν = αφιλοσοφία είναι η διάθεση ή κατάσταση, στην οποία όποιος βρίσκεται
μισεί τον λόγο».
Η αφιλοσοφία,
κατ’ αυτό το πνεύμα, παραπέμπει ευθέως στην εχθρική στάση του ανθρώπου
απέναντι στο λόγο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος, ως άτομο και ως
γένος, φέρει μέσα του δυνάμει το θεϊκό στοιχείο, την έννοια
δηλαδή και την αίσθηση του ιερού, του πνευματικού, του ιδεατού, του
ορθολογικού ή εξ-ορθο-λογισμένου και του αυθεντικά αληθινού. Ως εκ της φύσης
του έτσι, καθ’ όλη την πορεία του βίου του προορίζεται να καλλιεργεί αυτό
το στοιχείο.
ΙΙΙ. Όσο το καλλιεργεί, τόσο γίνεται φιλόμουσος,
ευαίσθητος, διαλεκτικός, αυτάρκης, αυτοπροσδιοριζόμενος, αυτόνομος,
σκεπτόμενος, αυτοσυνείδητος κ.λπ. Και στο μέτρο που τείνει να πραγματώνει
τέτοιες και παρόμοιες αρχές ζωής, στον μεγάκοσμο της κοινωνίας και της
πολιτικής κοινότητας μπορεί να συμπεριφέρεται στοχαστικά και να
αγωνίζεται για το γενικό καλό. Αντίθετα, ο αφιλόσοφος είναι
αντικειμενικά μισόλογος· μισεί δηλαδή τον λόγο, τον διαλεκτικό λόγο
πρωτίστως και καταστρέφει κάθε δυνατότητα παραγωγής λόγου και δια-λόγου. Τότε
συμβαίνει να ρέπει προς την καθημερινή φλυαρία και να εχθρεύεται τη σκέψη, τη γλώσσα, την αρμονία,
τη συμμετρία, την κοσμιότητα, τον ρυθμό και
ως εκ τούτου την ευτυχία και ευδαιμονία Εαυτού και πολιτείας.
Παραδίνεται άνευ όρων στη «γαστριμαργία» [=λαιμαργία,
αδηφαγία] (Τίμαιος 73]
και, ως δημόσιο/πολιτικό πρόσωπο δεν είναι σε θέση να σκεφτεί το βάθος των
προβλημάτων της κοινωνίας και να αναπτύξει αντίστοιχους στοχαστικούς
προβληματισμούς: στον δημόσιο λόγο και
έργο του εκβαρβαρώνει και
εκβαρβαρώνεται.
§2
Ι. Μια ανεπανάληπτη εικόνα μισόλογου, βίαιου, ακόλαστου όντος μας παρουσιάζει ο Πλάτων στον Φαίδρο, εκεί που κάνει λόγο για το φτερωτό άρμα της ψυχής. Από τα δυο άλογα, τα δυο τμήματα της ψυχής δηλαδή, που ηνιοχεί ο ηνίοχος νους, το αριστερό άλογο παριστάνει τον δύσμορφο, αισχρό, βάρβαρο, μισόλογο, αφιλόσοφο τύπο ανθρώπου, που έχει ως καθοριστική οντολογική του έγνοια την κατώτατη μορφή φιληδονίας. Πρόκειται για μια εκβαρβάρωση, που εφάμιλλη δεν βρίσκει ο Πλάτων παρά μόνο στον φαύλο κόσμο της πολιτικής.
ΙΙ. Η εκβαρβάρωση του Πολιτικού και
της πολιτικής απασχολεί τον φιλόσοφο σε όλα σχεδόν τα έργα
του, αλλά και πιο συγκεκριμένα, άμεσα και παραστατικά στην Πολιτεία.
Εδώ ο αφιλόσοφος πολιτικός είναι αδίστακτος, απαίδευτος και ασύδοτος. Χρηματίζεται
χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και θέτει το ίδιον όφελος πάνω από το
συμφέρον της πολιτικής κοινότητας. Είναι απόλυτα εξαχρειωμένος και στην
πολιτική πράξη αποδεικνύεται πραγματικός κηφήνας (Πολιτεία Η,
ΧΙΙ, ΧΙΙΙ). Ως εκ τούτου, είναι ανίκανος να κυβερνήσει με
δικαιοσύνη την πολιτεία και γίνεται ένας καθεστωτικός πολτός:
Παράφρονας, ωμός, βίαιος, κυνικός, αδίστακτος
και άπατρις.
Προκειμένου να
διατηρείται στην εξουσία δέχεται να ξεπουλήσει την πατρίδα του, αρκεί ο ίδιος
να μη διακινδυνεύσει τη φιλήδονη ζωή του και τα εξουσιαστικά του προνόμια. Όπως
πολύ εύγλωττα τονίζει ο Πλάτων, σε μια τέτοια άνομη πολιτεία, ενώ η
πλειονότητα των ανθρώπων πένεται, σε επίπεδο καθεστωτικής πολιτικής
αναπτύσσονται και αναπαράγονται τα πιο επικίνδυνα κακοποιά στοιχεία: κλέφτες,
λωποδύτες, ιερόσυλοι, απατεώνες και ό,τι παρόμοιο θα
μπορούσε να φανταστεί κανείς.
ΙΙΙ. Όλα τότε οδηγούν σε μια πολιτική απάθεια,
η οποία επιτρέπει να εναλλάσσονται στην εξουσία, με δημοκρατικό ιδίως
μανδύα, ο ένας πολιτικός διαφθορέας μετά τον άλλο. Και όλη αυτή η εναλλαγή
παρουσιάζεται ως σωτηρία της πατρίδας, την ίδια στιγμή που
στην πράξη εκτρέφει τον αφανισμό της. Συμβαίνουν όλα τούτα ως συμπτώματα
της αφιλοσοφίας, του μίσους δηλαδή των πολιτικών απέναντι
στον λόγο. Αυτό το μίσος έχει ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά την άκριτη
προσήλωση στο Αισθητό και στην ακοσμία του καθημερινού κόσμου,
την ανεστραμμένη λογική και συνακόλουθα το μίσος απέναντι σε κάθε
πνευματικότητα ή πνευματική φύση.
ΙV. Γι’ αυτό βλέπουμε και τα αριστερά άλογα της τρέχουσας πολιτικής, σε πλήρη
εναρμόνιση και με άλλα πολιτικά άλογα, ανεξάρτητα από ιδεολογικά επιχρίσματα,
να στοχεύουν πρωτίστως στην ολοσχερή διάλυση του συστήματος παιδείας,
υποβιβάζοντάς το στο δικό τους αμόρφωτο επίπεδο. Το ερώτημα εν
τέλει είναι: γιατί η πολιτική σκέψη του Πλάτωνα αντέχει στον
χρόνο; Επειδή ομιλεί πολύ διορατικά για το εκάστοτε τραγικό παρόν των ανθρώπων,
συμπεριλαμβανομένης και της ελλαδικής πολιτείας –όπως και κάθε άλλης σύγχρονης
πολιτείας– της οποίας το πολιτικό προσωπικό είναι ο κατ’ εξοχήν μέντορας
της αφιλοσοφίας και της μισολογίας. Γι’ αυτό και η πολιτική σήψη, πάντοτε
κυρίαρχη, καλπάζει, οδηγώντας προς τον βέβαιο όλεθρο σύμπασα την πολιτεία:
«Aν ακολουθήσουν έναν πιο αγροίκο και αφιλοσόφητο τρόπο ζωής, υποκαθιστώντας τη φιλοσοφία με τη φιλοδοξία, τότε μπορεί να συμβεί, σε στιγμή μέθης ή κάποιας άλλης ολιγωρίας, τα δυο ακόλαστα άλογα να καταλάβουν αιφνιδιαστικά τις ψυχές ανυπεράσπιστες, να τις οδηγήσουν τη μια κοντά στην άλλη, και τότε να επιλέξουν να κάνουν εκείνο που προτιμά ο πολύς κόσμος και το θεωρεί ευτυχία· και αφού το κάνουν μια φορά, να συνεχίζουν να το κάνουν» (Φαίδρος 256b7-c5).
V. Ο αληθινός φιλόσοφος, από την άλλη πλευρά,
δεν ασχολείται με κανενός είδους μίσος ή έχθρα προς τον λόγο. Βίος και έργο ενός
τέτοιου φιλοσόφου αλληλο-νοηματοδοτούνται από μια και την αυτή νοητική γραμμή,
αυτή της διαλεκτικής, δυνάμει της οποίας αίρονται πάνω από το φαύλο, το
εμπαθές, το φιλόνικο, τις μικρότητες της καθημερινής πολιτικής πράξης κ.λπ.
Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Πλάτων:
«Ο φιλόσοφος μόνο με το σώμα του βρίσκεται στην
πόλη και παρεπιδημεί· ο νους του όμως …πετάει πάνω από τη γη … και πέρα από τον
ουρανό …και ερευνά τη φύση των όντων. Και όταν πρόκειται για βρισιές, δεν
συνηθίζει να βρίζει κανέναν, αφού δεν ασχολήθηκε ποτέ με κανέναν… Όταν ακούει
να εγκωμιάζουν κανένα βασιλιά ή τύραννο νομίζει πως ακούει να μακαρίζουν κανένα
χοιροβοσκό ή βουκόλο που αρμέγει γάλα. Νομίζει μάλιστα πως οι βασιλείς και οι
τύραννοι φυλάνε και αρμέγουν ζώα πιο δύστροπα και πιο ύπουλα από τους ποιμένες
και πως, επειδή τους λείπει η σχόλη, γίνονται κατ’ ανάγκη εξίσου αγροίκοι και
απαίδευτοι, όπως οι ποιμένες» (Θεαίτητος 173).