HEGEL
Διαλεκτικός Λόγος και η Λογική του
Γιγνεσθαι
1. Γράφει ο Χέγκελ
«Αντίστροφα, το μηδέν,
ως αυτό το άμεσο αυτό-όμοιο, είναι εξίσου το ίδιο πράγμα με αυτό που είναι το Είναι.
Η αλήθεια του Είναι, καθώς και του μηδενός, είναι επομένως η ενότητα αμφοτέρων·
αυτή η ενότητα είναι το γίγνεσθαι» (GW20, σ. 124).
2. Σχολιασμός:
Η ιδέα, που εκφράζεται εδώ, σχετίζεται με
τη διαλεκτική του Είναι και του Μηδενός. Αμφότερα δεν τίθενται χωριστά ούτε
συλλαμβάνονται από τη σκέψη, πιο ειδικά από τον Λόγο (Vernunft), χωριστά, όπως συμβαίνει με τη
διάνοια (Verstand), με τον
κοινό νου. Ο Χέγκελ θεμελιώνει αυτή την ιδέα στο επίπεδο της Επιστήμης της Λογικής, που
πραγματεύεται, υπό ένα διαλεκτικό πνεύμα, τις πιο γενικές κατηγορίες έτσι όπως
τούτες έχουν αναδυθεί από τη βαθιά επεξεργασία της κλασικής λογικής, που ανάγει
τις ρίζες της στον Πλάτωνα και ειδικότερα στον Αριστοτέλη.
Η Επιστήμη
της Λογικής ξεκινά με την πιο γενική, την πιο αφηρημένη κατηγορία/έννοια:
αυτή του Είναι. Για καθετί μπορούμε να πούμε ότι είναι. Το Είναι συνιστά την
πιο εκτεινόμενη κατηγορία ή έννοια. Ανάμεσα στην έκταση αυτής της έννοιας και
της συγκεκριμένης κατανόησής της ποικίλουν οι μεταξύ τους αντίθετες
κατευθύνσεις: όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση μιας έννοιας, τόσο ενδεής και
αφηρημένη είναι η κατανόησή της· και αντίστροφα: όσο λιγότερο εκτεινόμενη είναι
μια έννοια, τόσο πιο πλούσια και βαθιά/συγκεκριμένη είναι η κατανόησή της.
Το Είναι είναι η κατηγορία με την ευρύτερη
έκταση, αφού για οτιδήποτε μπορούμε να πούμε: αυτό είναι. Ακόμη και για ένα ον που
δεν υπάρχει στον φυσικό μας κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι είναι: π.χ. είναι ένα
φανταστικό ον· διαθέτει επομένως μια ορισμένη μορφή του Είναι. Για όλα τα όντα
και τα πράγματα λέμε ότι είναι, δεν μπορούμε να πούμε κάτι διαφορετικό. Το
κοινό στοιχείο όλων των όντων είναι ότι αυτά είναι, δηλαδή το κοινό τους
στοιχείο είναι το Είναι· δεν έχουν τίποτε άλλο. Αυτό το Είναι είναι ένα κενό,
αφηρημένο Είναι, καθότι δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν συνάγεται από
καθορισμένους προσδιορισμούς, δεν διαμεσολαβείται δηλαδή από τις μεν ή τις δε
λογικές κατηγορίες. Αυτό το Είναι, ενώ δεν είναι από τη φύση του μηδέν, ενώ είναι
το εντελώς αντίθετό του, εν τούτοις εξισώνεται με το μηδέν, διότι έχει ως κοινό
στοιχείο με τούτο την απροσδιοριστία. Αμφότερα είναι άμεσα, ταυτά με τον εαυτό τους,
διότι δεν τίθενται ούτε συλλαμβάνονται στη σκέψη μέσα από διαμεσολάβηση.
Εάν για τον Παρμενίδη το Είναι είναι [=υπάρχει]
και το μη-Είναι δεν είναι [=δεν υπάρχει], για τον Χέγκελ ισχύει κάτι
διαφορετικό: 1. η υιοθέτηση μιας τέτοιας αρχής καταδικάζει τη σκέψη και την
ύπαρξη στη μονωδία μιας αφηρημένης, κενής, αντιδιαλεκτικής ταυτότητας, σύμφωνα
με την οποία δεν θα μπορούσε κανείς ποτέ να πει για οποιοδήποτε πράγμα κάτι
άλλο πέραν του ότι αυτό είναι. 2. Για να υπερβούμε αυτή την ταυτολογία, πρέπει
να αναγνωρίσουμε, ενάντια στον Παρμενίδη και όπως είχε ήδη αναγνωρίσει ο
Πλάτων, ότι το Είναι είναι [=υπάρχει ως] το Είναι του μη-Είναι και το μη-Είναι
είναι [=υπάρχει ως] το μη-Είναι του Είναι. Στη συνάφεια τούτη, κατά τον Χέγκελ,
η αλήθεια δεν είναι μια φορμαλιστική διατύπωση κανόνων ή ορισμών, δεν είναι
κάτι το χειροπιαστό ή το άμεσα κατάδηλο, αλλά προκύπτει ως το αποτέλεσμα μιας
διαδικασίας. Επομένως, η αλήθεια του Είναι και του μη-Είναι δεν είναι δυο αμοιβαία
ξεχωριστές και μεμονωμένες γνωσιοντολογικές καταστάσεις ή πραγματικότητες,
αλλά, αντίθετα, είναι η ενότητά τους. Όπως αναφέρει ο διαλεκτικός φιλόσοφος στη
Φαινομενολογία του πνεύματος (§20), η
αλήθεια είναι το Όλο, του οποίου η ουσία φτάνει στην τελείωσή της μέσα από την
ανάπτυξή της.
Από τα ως άνω προκύπτει το ερώτημα: πώς
κατανοείται το γίγνεσθαι ως ενότητα του Είναι και του μη-Είναι; Κατανοείται ως
εξής: το γίγνεσθαι, ως τέτοια ενότητα, σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι στην
πραγματικότητα είναι πια αυτό που δεν ήταν πριν και δεν είναι πια αυτό που ήταν
πριν. Π.χ. ένα παιδί που μεγαλώνει δεν είναι πλέον αυτό που ήταν, δηλαδή παιδί,
και καταλήγει να είναι αυτό που δεν ήταν, δηλαδή ενήλικας. Αυτό ισχύει εξίσου
για τις ιδέες, για τον πολιτισμό, για την πολιτική κ.λπ., εν ολίγοις για όλες
τις πραγματικότητες. Γράφει σχετικά ο Χέγκελ στη μεγάλη Λογική του[1]:
«Αυτό που συνιστά
την αλήθεια δεν είναι ούτε το Είναι ούτε το Μηδέν, αλλά το γεγονός ότι το Είναι
… έχει μεταβεί στο Μηδέν και το Μηδέν στο Είναι. Όμως είναι
εξίσου αλήθεια ότι αυτά δεν είναι αδιαφοροποίητα μεταξύ τους, ότι, απεναντίας, δεν είναι το ίδιο πράγμα, ότι είναι απολύτως διαφορετικά αλλά εξίσου
αχώριστα και τέτοια που δεν μπορούν να χωριστούν, ότι το καθένα άμεσα εξαφανίζεται
μέσα στο αντίθετό του. Η αλήθεια τους, επομένως, είναι τούτη η κίνηση του άμεσου εξαφανίζεσθαι του ενός
μέσα στο άλλο: το γίγνεσθαι, μια
κίνηση, όπου αμφότερα είναι διαφοροποιημένα, αλλά μέσω μιας διαφοράς, η οποία
εξίσου άμεσα έχει καταλυθεί».
Η διαλεκτική λογική του Χέγκελ είναι μια
λογική του γίγνεσθαι, δηλαδή της κίνησης, της διαδικασίας, της χρονικότητας και
της ιστορίας. Ο Χέγκελ αναγνώρισε τον Ηράκλειτο ως τον πατέρα της διαλεκτικής,
επειδή ο φιλόσοφος από την Έφεσο συνέλαβε πρώτος ιστορικά την ιδέα της ενότητας
των αντιθέτων και τη καθολικής ροής των πραγμάτων. Ο ισχυρισμός, απεναντίας,
του Παρμενίδη ότι το Είναι είναι [=υπάρχει] και ότι το μη-Είναι δεν είναι [=δεν
υπάρχει], συνεπάγεται την ακινησία του Είναι. Στο πλαίσιο της λογικής του
γίγνεσθαι ιδιαίτερο ρόλο παίζουν ο χώρος και ο χρόνος. Ο χώρος επιτρέπει τη
δυνατότητα συνύπαρξης μεταξύ των πραγμάτων, τα οποία βρίσκονται έτσι
δίπλα-δίπλα, ενώ ο χρόνος εξαλείφει αυτή τη συνύπαρξη, καθιστώντας κάθε στιγμή
την άρνηση της προηγούμενης και την υπερβαση της επόμενης. Ο χρόνος, συνεπώς,
δεν είναι, όπως πίστευε ο Καντ, μια a priori μορφή της ετερογενούς μας προς τις
κατηγορίες της κατανόησης αισθητηριακότητας, αλλά το νοητό γίγνεσθαι των
πεπερασμένων πραγμάτων, η ενυπάρχουσα αποκάλυψη της αρνητικότητάς τους, της
οντολογικής τους ασυνέπειας. Ο χρόνος είναι ο ίδιος ο ιστός του ιδεατού
πραγματικού (αφού κάθε πράγμα που εξαφανίζεται γίνεται ιδέα, εντύπωση, ίχνος,
μνήμη). Αλλά δεν είναι μέσα στον ίδιο το χρόνο που γεννιούνται και
εξαφανίζονται τα πάντα· απεναντίας,
ο ίδιος ο χρόνος είναι ένα τέτοιο γίγνεσθαι, αυτή η κίνηση της γένεσης και της φθοράς.
[1] Δες Η Διδασκαλία περί του Είναι Α΄, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ.
Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Νόηση, Αθήνα 2013, σσ. 143-144.