Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900
Πού
είναι ο θεός;
§1. Είναι πολύ συνηθισμένο για την πλειονότητα του κοινού νου, γι’ αυτούς δηλαδή που περιορίζουν τη σκέψη τους στα όρια της ιδιωτικής γνώμης σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, να απομονώνει ορισμένες διατυπώσεις ή ρήσεις από μεγάλους φιλοσόφους και να επιχειρεί, με περισσή αυταρέσκεια, να κατανοήσει το σύνολο της σκέψης του ενός ή του άλλου στοχαστή. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη σκέψη του Νίτσε: απομονώνονται κάποιες διατυπώσεις του για το θάνατο του θεού –ιδιαίτερα τέτοιες σαν τη φράση «ο θεός είναι νεκρός»- και συνάγονται λαθεμένα συμπεράσματα σχετικά με τα απώτερα νοήματα της περί θεού θεωρίας του. Ανάλογα δε και με την εποχή εδραιώνονται και ως μεγάλο στοχαστικό επίτευγμα, ενώ επί της ουσίας πρόκειται για ένα άκρως υποβαθμισμένο πολιτιστικό αγαθό. Συνέπεια μιας τέτοιας μεθόδευσης είναι το γεγονός ότι η μονοδιάστατη αξιοποίησή τους για μια αθεϊστική ατζέντα αλλοιώνει τις προθέσεις του Νίτσε περί θανάτου του θεού στην ίδια αναλογία με τη δογματική/σκοταδιστική αντίδραση σε αυτές. Παράλληλα χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη ότι σημαντικό ρόλο στη σημασιολογική καταστροφή και την πολιτισμική απονέκρωση της έννοιας του Θεού έπαιξαν η ιστορικο-φιλολογική κριτική της Βίβλου, η ριζοσπαστική λογοτεχνία του Διαφωτισμού και η θεωρητικο-ιστορική ερμηνευτική κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπως και οι κοινωνικές θεωρητικές αντιλήψεις του φιλελευθερισμού, του θετικισμού και του σοσιαλισμού.
§2. Επομένως, ο Νίτσε δεν είναι ούτε η αφετηρία ούτε η βασική φιγούρα ενός νέου είδους κινήματος κριτικής της θρησκείας, αλλά μάλλον ένας φιλοσοφικός παρατηρητής της και ένας ερμηνευτής των συνεπειών που προκύπτουν από αυτήν για την άθεη πλέον ανθρώπινη αυτοκατανόηση. Στα κατάλοιπά του του 1881, η δική του θεωρητική προσέγγιση του θέματος γίνεται εμφανής στα βασικά του περιγράμματα: Ασχολείται με το φωτισμό μιας εμπειρίας που, αν και μπορεί να επιβεβαιωθεί, δεν έχει ακόμη κατανοηθεί επαρκώς στην έκτασή της: «Ο Θεός πέθανε — ποιος τον σκότωσε τότε; Αυτό το συναίσθημα επίσης ότι σκότωσαν τον Παντοδύναμο πρέπει να εξακολουθεί να διακατέχει μεμονωμένους ανθρώπους...- τώρα είναι ακόμα πολύ νωρίς! πολύ αδύναμο!» (KSA 9, 590). Με βάση αυτή τη διαπίστωση, ο Νίτσε αναπτύσσει μια πρωτότυπη θεωρία περί της άθεης ύπαρξης, που δεν αφορά πλέον την ίδια την είδηση (ή ακόμη και το μήνυμα) του θανάτου, αλλά δίνει έμφαση στον συμπαντικό του χαρακτήρα και, με τον τρόπο αυτό, τονίζει είτε τις συγκλονιστικές συνέπειές του είτε τις απελευθερωτικές δυνατότητες που προσφέρει για το μέλλον.
§3. Το
πρόβλημα, όπως το σκιαγραφεί ο Νίτσε στο δημοσιευμένο έργο του, προεικονίζεται
σε έναν αφορισμό από τη Χαρούμενη Επιστήμη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Νέοι αγώνες. Η εκπληκτική αλλαγή στο
πολιτισμικό πλαίσιο θα πρέπει πρώτα απ' όλα να αποσαφηνίσει την πραγματική
διάσταση του εγχειρήματος. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:
«Νέοι
αγώνες. – Μετά το θάνατο του Βούδα, η σκιά του εξακολουθούσε να εμφανίζεται για
αιώνες σε μια σπηλιά –μια τρομερή, φρικτή σκιά. Ο θεός είναι νεκρός· αλλά έτσι
όπως είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι, ίσως να υπάρχουν για χιλιετίες ακόμη
σπηλιές, όπου θα εμφανίζεται η σκιά του. Κι εμείς –εμείς πρέπει ακόμη
οπωσδήποτε να νικήσουμε και τη σκιά του!» (KSA 3, 467).
Το γεγονός εδώ είναι ο θάνατος του θεού. Εκκινώντας από τούτο το γεγονός ο Νίτσε μετατοπίζει την προβληματική του στις συνέπειες και τα προβλήματα που απορρέουν απ’ αυτό το γεγονός. Τούτη η μετατόπιση υποδηλώνεται προσεκτικά και άμεσα με τη μεταφορά των σκιών, χωρίς να υπόκειται σε πιο διεξοδική εκδίπλωση. Αυτό που μας δίνει με αποφασιστικό τρόπο εδώ ο Νίτσε η κατεύθυνση του αγώνα ενάντια στην κυριαρχία των σκιών· δηλαδή μας δίνει μια καθαρά προγραμματική κατεύθυνση, όπως δηλώνουν και οι τελευταίες σειρές του ως άνω αποσπάσματος: «εμείς … και τη σκιά του». §4. Σε έναν άλλο αφορισμό του, με τίτλο: ο τρελός, ο Νίτσε μιλάει για τη δολοφονία του θεού. Μας λέει συγκεκριμένα:
«Ο τρελός. Δεν έχετε ακούσει για
εκείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι μέρα μεσημέρι, έτρεχε στην αγορά και
φώναζε ακατάπαυστα: «Ψάχνω τον Θεό! Ψάχνω τον Θεό!» –Και, καθώς υπήρχαν πολλοί
εκεί γύρω απ’ αυτούς που δεν πίστευαν στον Θεό, προκάλεσε πολύ γέλιο. Μήπως
έχει χαθεί; είπε κάποιος. Μήπως έχει χάσει το δρόμο του σαν παιδί; είπε ένας
άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μας φοβάται; Μπήκε σε πλοίο; Μετανάστευσε; –Έτσι φώναζαν
και γελούσαν ο ένας με τον άλλον. Ο τρελός πήδηξε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε
με το βλέμμα του. «Πού είναι ο Θεός;» φώναξε, «Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε
–εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του! Αλλά πώς το κάναμε αυτό; Πώς καταφέραμε
να αδειάσουμε τη θάλασσα πίνοντάς την μέχρι την τελευταία σταγόνα; Ποιος μας
έδωσε το σφουγγάρι για να σβήσουμε ολόκληρο τον ορίζοντα; Τι κάναμε, όταν κόψαμε
την αλυσίδα που συνδέει τούτη τη γη με τον ήλιο της; Προς τα πού κινείται αυτή
τώρα; Προς τα πού κινούμαστε εμείς; Μακριά απ’ όλους τους ήλιους; Δεν είναι η
δική μας μια αιώνια πτώση; Και προς τα πίσω, προς τα πλάγια, προς τα μπρος,
προς όλες τις πλευρές; Υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε,
λες, μέσα σε ένα άπειρο μηδέν/τίποτα; Δεν νιώθουμε την ανάσα του κενού στο
πρόσωπό μας; Δεν κάνει περισσότερο κρύο; Δεν έρχεται πάντα η νύχτα κι όλο και
περισσότερο νύχτα; Δεν χρειάζεται ν’ ανάβουμε φανάρια το πρωί; Δεν ακούμε ακόμα
τίποτα από το θόρυβο που κάνουν οι νεκροθάφτες, ενώ θάβουν τον Θεό; Δεν
μυρίζουμε ακόμα τη δυσωδία της θεϊκής σήψης; –Και οι θεοί σήπονται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός!
Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πώς μπορούμε εμείς, οι φονιάδες όλων των φονιάδων, να
παρηγορηθούμε; Το πιο ιερό και το πιο ισχυρό που είχε ποτέ ο κόσμος έχει αιμορραγήσει
μέχρι θανάτου κάτω από τα μαχαίρια μας –ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από
πάνω μας; Με ποιο νερό μπορούμε να πλυθούμε; Ποιες γιορτές εξιλέωσης, ποια ιερά
παιχνίδια πρέπει να επινοήσουμε; Δεν είναι πολύ μεγάλο το μέγεθος αυτής της
πράξης για μας; Δεν πρέπει να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι θεοί μόνο και μόνο για
να φαινόμαστε αντάξιοί της; Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη – και όποιος
γεννηθεί μετά από εμάς θα ανήκει, χάρη σε αυτή την πράξη, σε μια ανώτερη
ιστορία από όλη τη μέχρι τώρα ιστορία!» –Εδώ σώπασε ο τρελός και ξανακοίταξε
τους ακροατές του: κι αυτοί έμειναν σιωπηλοί και τον κοίταζαν έκπληκτοι. Στο
τέλος πέταξε το φανάρι του στο έδαφος, κι αυτό έσπασε σε κομμάτια και έσβησε. «Ήρθα
πολύ νωρίς», είπε τότε, «δεν είναι ακόμα η ώρα μου. Αυτό το τρομερό γεγονός
είναι ακόμα καθ’ οδόν και περιπλανιέται, –δεν έχει φτάσει ακόμα στ’ αυτιά των
ανθρώπων. Οι αστραπές και οι βροντές χρειάζονται χρόνο, το φως των αστεριών
χρειάζεται χρόνο, οι πράξεις χρειάζονται χρόνο, ακόμα και αφού έχουν γίνει, για
να ιδωθούν και να ακουστούν. Αυτή η πράξη είναι ακόμα πιο μακριά απ’ αυτούς απ’
ό,τι τα πιο απομακρυσμένα αστέρια –και όμως αυτοί την έχουν κάνει!». Λένε
ακόμη πως την ίδια μέρα ο τρελός μπήκε
με το ζόρι σε διάφορες εκκλησίες, όπου έψαλλε το Requiem aeternam deo του. Όταν τον πέταξαν έξω και του
ζήτησαν να λογοδοτήσει, το μόνο που απάντησε ήταν: «μα τι είναι τελικά αυτές οι
εκκλησίες, αν δεν είναι οι τάφοι και τα μαυσωλεία του θεού;» (KSA 3, 480).
Στον ως άνω αφορισμό ο Νίτσε περιγράφει, με πολύ πιο πυκνό τρόπο και με μια καθοριστική προσήλωση στον δικό του πολιτισμικό αστερισμό το κεντρικό του θέμα: τη δολοφονία του θεού: ο θεός είναι νεκρός, επειδή τον σκοτώσαμε εμείς. Εκείνος που αναζητά μάταια τον Θεό απεικονίζεται εδώ ως διαγνώστης κρίσεων και αποκαλυπτικός μιας νέας εποχής, όπου ο θεός έχει δολοφονηθεί. Ο αστερισμός της σκηνής είναι σημαντικός: ο τρελός μιλάει ήδη μπροστά σε εκείνους «που δεν πίστευαν στον Θεό» και «προκάλεσε [...] μεγάλα γέλια».
§5.
Με τη φαινομενικά αυτονόητη αθεΐα τους,
οι εκεί παρευρισκόμενοι θεωρούν τους εαυτούς τους ώριμους στη σκέψη και με
νηπιακό μυαλό όλους εκείνους που έχουν γοητευτεί από το μήνυμά του. Με την
ερμηνεία του θανάτου ως δολοφονίας, το επίκεντρο μετατοπίζεται στη συνέχεια
στην αποφασιστική πλέον περίσταση της δικαιολόγησης ή της ανάληψης ευθύνης για
την πράξη και τις συνέπειές της. Με δραστικές εικόνες, οι διαφωτισμένοι
έρχονται τώρα αντιμέτωποι με την παιδική τους αφέλεια: «Το πιο ιερό και ισχυρό πράγμα που είχε
ποτέ ο κόσμος αιμορραγούσε μέχρι θανάτου κάτω από τα μαχαίρια μας - ποιος θα σκουπίσει
αυτό το αίμα από πάνω μας; [...] Δεν είναι πολύ μεγάλο για μας το μέγεθος αυτής
της πράξης; [...] Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη, - και όποιος γεννηθεί μετά
από εμάς ανήκει, χάρη σε αυτή την πράξη, σε μια ανώτερη ιστορία από όλη την
ιστορία που υπήρξε ποτέ!» Η
έξοδος από την ιστορία της σωτηρίας ερμηνεύεται έτσι ως είσοδος σε εκείνη τη
φρικτή ιστορία, όπου ο άνθρωπος πρέπει να επαναδιατυπώσει πλήρως τον εαυτό του,
το νόημά του και τα καθήκοντά του στον κόσμο. Και αυτό χωρίς προσφυγή σε
υπερβατικές αναφορές. Προκειμένου να κινητοποιήσει έναν νέο άνθρωπο, ο τρελός συγκομίζει
την αποξένωση και τη σιωπή, για να δηλώσει τελικά με μια παράδοξη διαπίστωση: «Αυτό το τρομερό γεγονός είναι ακόμα καθ’
οδόν και περιπλανιέται, - δεν έχει φτάσει ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. [...]
Αυτή η πράξη είναι ακόμα πιο μακρινή απ’ αυτούς από τα πιο μακρινά αστέρια, -
και όμως αυτοί την έχουν κάνει!». Αυτό
που δείχνεται για μια ακόμη φορά αλλά πιο ορατά τώρα είναι ότι υπάρχει επίγνωση
του χαρακτήρα που έχει το γεγονός του θανάτου του Θεού. Και μια τέτοια επίγνωση
δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην εμπειρία του μηδενισμού. Ο μηδενισμός πλέον
είναι προ των πυλών μας. Δεν μπορούμε να μένουμε άπραγοι· πρέπει κατ’ ανάγκη να
τον αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά. Αυτό ακριβώς κάνει ο Νίτσε σε όλο το ώριμο
έργο του.