Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Hegel: Πώς νοείται η Γνώση και η σχέση Γνώσης;



 

                                                    HEGEL

1770–1831

                                           ΓΝΩΡΙΖΕΙΝ–ΓΝΩΣΗ

                                          Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

1.     Ο Χέγκελ διακρίνει συνήθως, μέσα στα κείμενά του, το γνωρίζειν (γερμανικά: Erkennen) από τη γνώση (γερμανικά: Wissen): γνωρίζειν και γνώση αλληλοσυνδέονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Γνωρίζω ένα αντικείμενο με την έννοια του Erkennen σημαίνει γνωρίζω ή έχω γνώση κατά ένα διαμεσολαβημένο τρόπο. Το Erkennen κατανοείται ως διαδικασία, κίνηση, σχέση γνώσης,  

2.     Η φύση του γνωρίζειν συνυφαίνεται ουσιαστικά με την βαθύτερη επιδίωξη του Χέγκελ να ανυψώσει τη φιλοσοφία σε επιστήμη. Δομεί και εκφράζει τον προγραμματικό λόγο αυτής της φιλοσοφίας και συναφώς στρέφεται ενάντια στον φορμαλισμό που συλλαμβάνει το απόλυτο ως μια κενή περιεχομένου μορφή ή άμεσα, όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες. Βάση για την κατανόηση της φύσης του γνωρίζειν αποτελεί η περίφημη ρήση του Προλόγου της Φαινομενολογίας: «να συλλάβουμε και να εκφράσουμε το αληθές όχι ως υπόσταση, αλλά εξίσου και ως υποκείμενο». Το να συλλαμβάνουμε εννοιολογικά το αληθές ή το απόλυτο ως υποκείμενο σημαίνει να γνωρίζουμε ότι αυτό έχει τη φυσιογνωμία της υποκειμενικότητας.

3.     Συναφώς, το γνωρίζειν συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της υποκειμενικότητας: ενέργεια, ως ενέργεια του απόλυτου ή ως αυτοκινησία της έννοιας ή ως αυτo-αναφορά του εαυτού.

4. Το γνωρίζειν, ως ενεργείν της διάνοιας, συλλαμβάνει τα υπάρχοντα αντι-κείμενα στην προσδιορισμένη τους διαφορά. 

5. Η ψυχή του επιστημονικού, ήτοι του φιλοσοφικού γνωρίζειν είναι ο διαλεκτικός του χαρακτήρας.

                                               ΙΙ. Κείμενα

                              1. Γνωρίζειν και Νοείν

1.1. «Ο πιο τέλειος τρόπος [ήτοι μέθοδος] του γνωρίζειν είναι εκείνος/η που έχει θέση μέσα στην καθαρή μορφή του νοείν. Εδώ, ο άνθρωπος συμπεριφέρεται με έναν τρόπο ελεύθερο πέρα για πέρα. Το γενικό αξίωμα της φιλοσοφίας είναι τούτο: η μορφή του νοείν είναι η απόλυτη τοιαύτη και η αλήθεια εμφανίζεται μέσα σ’ αυτή όπως είναι καθεαυτήν και διεαυτήν. Η απόδειξη για την ισχύ τούτου του αξιώματος έγκειται, κατ, αρχήν, στο να δείξουμε ότι εκείνες οι άλλες μορφές του γνωρίζειν είναι περατές» W 8, 87.

1.2. «Εάν συγκρίνουμε τις διάφορες μορφές του γνωρίζειν μεταξύ τους, τότε μπορεί η πρώτη μορφή, εκείνη της άμεσης γνώσης, να φαίνεται εύκολα ως η πιο κατάλληλη, η πιο ωραία και η ύψιστη μορφή.  Ετούτη περικλείει καθετί που στην ηθική σφαίρα αποκαλείται αθωότητα καθώς επίσης θρησκευτικό συναίσθημα, απλή εμπιστοσύνη, αγάπη, αφοσίωση και φυσική πίστη. Οι άλλες δύο μορφές, πρώτον εκείνη του αναστοχαστικού γνωρίζειν και δεύτερον το φιλοσοφικό γνωρίζειν αφήνουν πίσω τους εκείνη την άμεση φυσική ενότητα» ό.π. 

1.3. «Το γνωρίζειν είναι πράγματι προσδιορίζον και προσδιορισμένο νοείνεάν ο Λόγος είναι μόνο ένα κενό, αόριστο νοείν, τότε δεν σκέπτεται τίποτα» ό.π., 127.  

1.4. «Η απαρχή της Λογικής είναι το ίδιο με την απαρχή της καθαυτό ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτή η απαρχή ανάγεται στην Ελεατική φιλοσοφία και ειδικότερα στη φιλοσοφία του Παρμενίδη, ο οποίος συλλαμβάνει το απόλυτο ως το Είναι, καθώς αποφαίνεται: «το Είναι μόνο είναι και το Μηδέν δεν είναι». Αυτό πρέπει να λαμβάνεται ως η αυθεντική απαρχή της φιλοσοφίας, διότι η φιλοσοφία ως τέτοια είναι  στοχαστικό γνωρίζειν[1]» ό.π., 185.

1.5. «Το γνωρίζον νοείν[2] δεν σταματά σε εκείνες τις μορφές [του χώρου και του χρόνου]συλλαμβάνει τα πράγματα στην έννοιά τους που περιέχει μέσα της τον χώρο και το χρόνο ως ανηρημένα στάδια» W 10, 253.          

1.6. «Βέβαια το νοείν πρέπει να μην παραμένει ένα αφηρημένο, απλώς μορφικό νοείν –διότι τούτο κατακερματίζει το περιεχόμενο της αλήθειας– αλλά  να εξελίσσεται σε συγκεκριμένο νοείν, σε κατανοητικό γνωρίζειν»[3] ό.π., 284.

1.7. «Στην αρχή, το νοείν γνωρίζει[4] την ενότητα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού ως εντελώς αφηρημένη, απροσδιόριστη, απλώς βέβαιη, όχι πεπληρωμένη και επαληθευμένη. Όθεν, η προσδιοριστικότητα του έλλογου περιεχόμενου εξακολουθεί να είναι εξωτερική σε τούτη την ενότητα, επομένως μια δεδομένη προσδιοριστικότητα, –εξ ου και το γνωρίζειν είναι απλώς μορφικό. Επειδή όμως αυτή η προσδιοριστικότητα, καθεαυτήν [=δυνάμει], περιέχεται μέσα στο στοχαστικό γνωρίζειν, ο προαναφερθείς φορμαλισμός αντιφάσκει σε τούτο εδώ και γι’ αυτό αναιρείται από το νοείν» W 10, 284–85.

1.8. «Επειδή το κατανοητικό γνωρίζειν, μέσα στο αντι-κείμενο,  είναι απόλυτα κοντά στον ίδιο του τον εαυτό, πρέπει να γνωρίζει ότι οι προσδιορισμοί του είναι προσδιορισμοί του Πράγματος [δηλ. του αντικειμένου] και ότι αντίστροφα οι αντικειμενικά ισχύοντες προσδιορισμοί, αυτοί που είναι στο αντικείμενο, είναι δικοί του» ό.π., 287.  

1.9. «Το Πράγμα έχει εν γένει ως εξής: χάρη στο γνωρίζειν ο άνθρωπος είναι αθάνατοςδιότι μόνο σκεπτόμενος παύει να είναι θνητή, ζωώδης ψυχή και ανυψώνεται σε ελεύθερη, καθαρή ψυχή.  Το γνωρίζειν, το νοείν είναι η ρίζα της ζωής του, της αθανασίας του, ως ολότητα εν εαυτώ. Η ζωώδης ψυχή είναι βυθισμένη στη σωματικότητα, ενώ το πνεύμα είναι η ολότητα εν εαυτώ» W 17, 262.

1.10. «Πώς πρέπει να διερευνάται ο Λόγος;  Αναμφίβολα με έλλογο τρόπο η διερεύνηση επομένως τούτη είναι η ίδια έλλογο γνωρίζειν. Για τη διερεύνηση του γνωρίζειν δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά εκείνος του γνωρίζειν. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να γνωρίζουμε τον Λόγοκαι ό,τι θέλουμε να κάνουμε, υποτίθεται βεβαίως πως είναι ένα έλλογο γνωρίζειν.  Με αυτό τον τρόπο, συνεπώς, θέτουμε μια απαίτηση που αυτό-αναιρείται. Είναι η ίδια απαίτηση με εκείνη που μαρτυρείται σε ένα ανέκδοτο, όπου ένας σχολαστικός δηλώνει ότι δεν θέλει να μπει στο νερό, πριν μάθει να κολυμπά»  Vorlesungen über die Philosophie der Religion, 78–79.   

                                             2.  Γνωρίζειν και Γνώση

2.1. «Γνωρίζειν  [με την έννοια του Erkennen] δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το να γνωρίζουμε (Wissen) το αντι-κείμενο σύμφωνα με το προσδιορισμένο του περιεχόμενο. Αλλά ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο εμπεριέχει μια πολλαπλή συνάφεια με τον εαυτό του και θεμελιώνει μια συνάφεια με πολλά άλλα αντι-κείμενα» W 8, 123.

2.2. «Η αληθινή και θετική σημασία των αντινομιών συνίσταται γενικώς σε τούτο, ότι καθετί το πραγματικό περιέχει μέσα του αντί-θετους προσδιορισμούς και ότι επομένως το γνωρίζειν και ακριβέστερα το συλλαμβάνειν στην έννοιά του ένα αντι-κείμενο ισοδυναμεί, για την ακρίβεια, με το να έχουμε συνείδηση τούτου του αντι-κειμένου ως μιας συγκεκριμένης ενότητας αντί-θετων προσδιορισμών»  ό.π., 128.

2.3. «Όταν η πλατωνική Φιλοσοφία λέει ότι αναθυμόμαστε τις Ιδέες, αυτό έχει το νόημα ότι οι Ιδέες υπάρχουν καθεαυτές μέσα στον άνθρωπο και όχι (όπως ισχυρίζονταν οι σοφιστές) ως κάτι ξένο προς τον άνθρωπο, ως κάτι που έρχεται απ’ έξω. Σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη του γνωρίζειν ως ανάμνησης δεν αποκλείει την ανάπτυξη αυτού που υπάρχει καθεαυτό μέσα στον άνθρωποκαι τούτη η ανάπτυξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαμεσολάβηση» ό.π., 158.

2.4. «Έχει καταδειχθεί ως πραγματικά εσφαλμένο το να λέγεται ότι υπάρχει μια άμεση γνώση, μια γνώση χωρίς διαμεσολάβηση, είτε με κάτι άλλο είτε εσωτερικά με τον εαυτό. Παρόμοια έχει δειχτεί ως πραγματική αναλήθεια το να λέγεται ότι το νοείν προχωρεί μόνο με περατούς και εξαρτημένους προσδιορισμούς, διαμεσολαβημένους από κάτι άλλο και ότι αυτή η ίδια η διαμεσολάβηση δεν αναιρείται μέσα στη διαμεσολάβηση. Αλλά το παράδειγμα για το γεγονός ότι υπάρχει ένα τέτοιο γνωρίζειν, το οποίο δεν κινείται ούτε σε μονομερή αμεσότητα ούτε σε μονομερή διαμεσολάβηση, είναι η Λογική και ολόκληρη η φιλοσοφία» ό.π., 164-65.     

 

2.5. «Η πρόσφατη θεωρία [του Jacobi περί άμεσης γνώσης], απεναντίας, κατέληξε στο αποτέλεσμα –σημαντικό για λογαριασμό του (§ 62)– ότι το γνωρίζειν, το οποίο προχωρεί με πεπερασμένες διαμεσολαβήσεις, γνωρίζει μόνο ό,τι είναι πεπερασμένο και δεν περιέχει καμιά αλήθειααπαιτεί ωστόσο από τη συνείδησή μας περί θεού να μένει ανεξέλικτη σε εκείνη την [άμεση] πίστη που είναι μάλιστα εντελώς αφηρημένη»  ό.π., 166-67. 

 

2.6. «Η διανόηση βρίσκει τον εαυτό της προσδιορισμένοπρόκειται για τη φαινομενική της όψη, την οποία λαμβάνει ως αφετηρία μέσα στην αμεσότητά τηςαλλά ως γνώση, η διανόηση έγκειται στο να μεταχειρίζεται καθετί το ευρισκόμενο ως δικό της. Η δραστηριότητά της έχει να κάνει με την κενή μορφή, με το γεγονός ότι βρίσκει τον Λόγοο σκοπός της δε συνίσταται σε τούτο: η έννοιά της να είναι γιαυτήν, δηλαδή η ίδια η διανόηση διεαυτήν [=ενεργεία] να είναι Λόγος, με τον οποίο δια μας το περιεχόμενο γίνεται γι’ αυτήν έλλογο. Τούτη η δραστηριότητα είναι το γνωρίζειν. H απλώς μορφική γνώση,  που   είναι η βεβαιότητα, ανυψώνεται σε προσδιορισμένη και εννοιολογική γνώση, καθώς ο Λόγος είναι συγκεκριμένος» W 10, 240.

2.7. «Το γνωρίζειν πρέπει σαφώς να διακρίνεται από την απλή γνώση. Γιατί η συνείδηση είναι ήδη γνώση. Το ελεύθερο πνεύμα όμως δεν αρκείται στην απλή γνώση θέλει να γνωρίσει (erkennen), δηλαδή δεν θέλει μόνο να ξέρει (wissen) ότι ένα αντι-κείμενο υπάρχει και τι είναι το ίδιο γενικά και ως προς τους τυχαίους, εξωτερικούς του προσδιορισμούς, αλλά και σε τι συνίσταται η καθορισμένη ουσιαστική φύση του αντι-κειμένου. Αυτή η διάκριση ανάμεσα στη γνώση και το γνωρίζειν είναι κάτι το εντελώς συνηθισμένο στην καλλιεργημένη σκέψη. Έτσι λέμε για παράδειγμα: αν και ξέρουμε (wissen) ότι υπάρχει θεός, δεν μπορούμε εν τούτοις να τον γνωρίσουμε (erkennen). Το νόημα  αυτού του ισχυρισμού είναι ότι ναι μεν έχουμε μια απροσδιόριστη παράσταση της αφηρημένης ουσίας του θεού, δεν μπορούμε ωστόσο να συλλάβουμε εννοιακά ή κατανοητικά (begreifen) την προσδιορισμένη, συγκεκριμένη του φύση» ό.π.,244.                                                                                                                                 

2.8. «Η αρχή της άμεσης γνώσης δεν μένει ακίνητη σε αυτή την απλή προσδιοριστικότητα, σε αυτό το αφελές περιεχόμενο και δεν εκφράζεται απλώς καταφατικά, αλλά προβαίνει πολεμικά ενάντια στο γνωρίζειν και κατευθύνει την επίθεσή της ειδικά ενάντια στο γνωρίζειν και το συλλαμβάνειν τον θεό στην έννοιά του. Δεν μας διδάσκει απλώς ότι πρέπει να πιστεύουμε και να γνωρίζουμε[5] με έναν άμεσο τρόπο, δεν υποστηρίζει μόνο ότι η συνείδηση του θεού συνδέεται με τη συνείδηση του εαυτού, αλλά ότι η σχέση προς τον θεό είναι μόνο άμεση. Η αμεσότητα της ενδοσυνάφειας λαμβάνεται ως τέτοια που αποκλείει τον εναλλακτικό προσδιορισμό της διαμεσολάβησης και η φιλοσοφία, επειδή είναι διαμεσολαβημένη γνώση,  ότι δεν είναι παρά μια περατή γνώση του περατού» W 16, 50–51.

2.9. «Ως εκ τούτου, η αμεσότητα αυτής της γνώσης υποτίθεται ότι δεν προχωρεί πέρα από τούτο: πως ξέρουμε ότι ο θεός είναι, αλλά όχι τι είναι θεόςτο περιεχόμενο, η πλήρωση της ιδέας του θεού έχει υποστεί άρνηση. Ό,τι ονομάζουμε «γνωρίζειν» σημαίνει πως δεν ξέρουμε απλώς ότι ένα αντι-κείμενο είναι, αλλά και τι είναιεπίσης σημαίνει πως η γνώση μας σχετικά με το τι είναι δεν κατανοείται γενικά ως μια ορισμένη πληροφοριακή γνώση [ήτοι απλή γνώση (Kenntnis)], ως μια βεβαιότητα του τι είναιαπεναντίας, η γνώση πρέπει να σχετίζεται με τους προσδιορισμούς της, με το περιεχόμενό της και να είναι πλήρης και αποδεδειγμένη γνώση που θα μας επιτρέπει να γνωρίζουμε την αναγκαιότητα της ενδοσυνάφειας αυτών των προσδιορισμών» ό.π., 51.

2.10. «Τι σημαίνει γνώση; Αυτή διακρίνεται από το γνωρίζειν.  Χρησιμοποιούμε τη λέξη «βέβαιος[6]» και αντιπαραθέτουμε τη βεβαιότητα στην αλήθεια. Η γνώση εκφράζει τον υποκειμενικό τρόπο, με τον οποίο κάτι είναι για μένα, είναι μέσα στη συνείδησή μου, έτσι ώστε να έχει τον προσδιορισμό αυτού που απλώς είναι» ό.π., 118.

2.11. «Γνώση λοιπόν σημαίνει εν γένει ότι το αντι-κείμενο είναι το άλλο και το Είναι του συνδέεται με το δικό μου. Μπορώ επίσης να ξέρω τι είναι τούτο, όπως προκύπτει από την άμεση εποπτεία ή από την ανασκόπησηόταν όμως λέγω: «ξέρω τούτο», τότε ξέρω μόνο το Είναι του. Αυτό το Είναι βέβαια δεν είναι το κενό Είναιέχω ακόμη γνώση ακριβέστερων προσδιορισμών του, ιδιοτήτων του, αλλά και γι’ αυτές ξέρω μόνο ότι είναι. Χρησιμοποιούμε ακόμη τη γνώση με το νόημα ότι «έχουμε παράσταση ή αντίληψη κάποιου πράγματος», αλλά τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι το περιεχόμενο είναι. Άρα, γνώση σημαίνει αφηρημένη στάση και άμεση σχέση, ενώ η λέξη «αλήθεια» υπομιμνήσκει μια διάσταση της βεβαιότητας και της αντικειμενικότητας και τη διαμεσολάβησή τους. Αντίθετα, μιλάμε για γνωρίζειν, όταν έχουμε γνώση ενός καθολικού, αλλά και όταν τούτο εδώ το συλλαμβάνουμε στον ιδιαίτερο προσδιορισμό του και ως μια ενδοσυνάφεια στο εσωτερικό του εαυτού του» ό.π., 119.  

 2.12. «Το να κατέχει κανείς προσδιορισμένη γνώση είναι αυτό που εννοούμε με το  γνωρίζειν» Vorlesungen über die Philosophie der Religion, 76.

2.13. «Εφόσον έχουμε γνώση του θεού, του απόλυτου Λόγου, και διερευνάμε τούτο τον Λόγο, τον γνωρίζουμε, συμπεριφερόμαστε γνωσιακά. Το απόλυτο πνεύμα είναι γνώση, προσδιορισμένη, έλλογη γνώση του εαυτού του. Επομένως, η ενασχόλησή μας με αυτό το αντικείμενο άμεσα σημαίνει ότι πραγματευόμαστε και διερευνάμε το έλλογο γνωρίζεινκαι τότε τούτο το γνωρίζειν είναι το ίδιο έλλογη, εννοιολογική διερεύνηση, και γνώση. Έτσι, η απαίτηση τούτη δείχνεται ένα απόλυτα τίποτα. Το επιστημονικό μας γνωρίζειν, το ίδιο, είναι αυτή η τεθείσα ως απαίτηση διερεύνηση του γνωρίζειν» (Der Begriff der Religion, 79).

2.14. «Πράγματι, γνωρίζειν σημαίνει γνώση ενός αντι-κειμένου που είναι εσωτερικά συγκεκριμένο, προσδιορισμένο. [Αλλά η άποψη που εξετάζουμε] εδώ έχει φτάσει μόνο να υποστηρίζει ότι ο θεός είναι καθόλου, ότι φέρει τον προσδιορισμό του απεριόριστου, του καθολικού, του απροσδιόριστου. Έτσι, ο θεός δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο του γνωρίζεινδιότι, για να γνωρίζεται, θα έπρεπε να είναι συγκεκριμένος, δηλαδή να έχει τουλάχιστο δύο προσδιορισμούς. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα υπήρχε διαμεσολάβηση, αφού γνώση του συγκεκριμένου σημαίνει παρευθύς διαμεσολαβημένη γνώση, γνωρίζειν. Αλλά η εν λόγω άποψη [περί θεού] αγνοεί τη διαμεσολάβηση και αρκείται έτσι στο απροσδιόριστο» W 20, 383.

 

                                         



[1] Denkendes Erkennen: το γνωρίζειν που εισχωρεί στη βαθύτερη ουσία του αντικειμένου δια του νοείν.

[2] Erkennendes Denken: το νοείν που γνωρίζει με την έννοια του γνωρίζειν.

[3] Begreifendes Erkennen: το γνωρίζειν που συλλαμβάνει και κατανοεί το αντικείμενο στην έννοιά του.

[4] Γνωρίζει με την έννοια του Wissen.

[5] Με την έννοια του Wissen και όχι του Erkennen.

[6] Gewiß, Gewißheit και Wissen: ο Χέγκελ  υπαινίσσεται την ετυμολογική τους συγγένεια.