Οι προσωκρατικές απαρχές της
Ελληνικής φιλοσοφίας
Η διαλεκτική
της έννοιας
Η έννοια-όρος «προσωκρατικός» αναφέρεται στην αρχαιότερη φάση της ελληνικής φιλοσοφίας (6ο και 5ο αιώνας π.Χ.) και ταυτόχρονα σε μια πολύ ετερογενή πλειάδα στοχαστών. Περιλαμβάνει, με έναν πολύ πρωτότυπο και θαυμαστό τρόπο, ένα ευρύ φάσμα θεωρήσεων τόσο από εκείνους τους στοχαστές, που προηγήθηκαν του Σωκράτη όσο και από κάποιους συγχρόνους του που δεν περιλαμβάνονται στην κλασική εποχή της ελληνικής φιλοσοφίας· σ’ αυτή δηλαδή που εκπροσωπείται από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Κοινό εξωτερικό στοιχείο όλων αυτών των προσωκρατικών στοχαστών είναι ότι μόνο αποσπάσματα των έργων τους έχουν διασωθεί. Στους Προσωκρατικούς συναντάμε διαφορετικές κατευθύνσεις της σκέψης, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η αναζήτηση μιας καθολικής αρχής του κόσμου και των πραγμάτων, όπως επίσης και ένα είδος διαλεκτικής αντιπαράθεσης αντιθετικών απόψεων, π.χ. Ηράκλειτος και Ελεάτες, ειδικότερα ο Παρμενίδης. Ο πρώτος πρεσβεύει την αείζωη κίνηση του Είναι, το γίγνεσθαι μέσα στο Είναι ενώ ο τελευταίος την αποκλειστική αμεταβλησία του Είναι, την ανυπαρξία γένεσης και φθοράς, πολλότητας, του γίγνεσθαι. Παρομοίως, οι ατομικοί φιλόσοφοι Λεύκιππος και Δημόκριτος με την αντίστοιχη θεωρία τους επιχειρούν να υπερβούν την αντίθεση ηρακλείτειας και ελεατικής σκέψης. Είναι επομένως φανερό ότι η προσωκρατική σκέψη ανήκει στις πιο πολύπλοκες εκφάνσεις της γενικότερης φιλοσοφικής σκέψης και η κατανόησή της προϋποθέτει συγκεκριμένη εκάστοτε γνώση και ανά-γνωση του κάθε στοχαστή. Για παράδειγμα, η λέξη-έννοια Χάος δεν είναι μονοσήμαντη. Σε κάθε προσωκρατικό στοχαστή ξεχωριστά χρειάζεται να ερμηνεύεται ανάλογα προς τη συνολική του σκέψη, γιατί μπορεί να σημαίνει αταξία, αρρυθμία, κενότητα, κρυπτότητα, σφαιρική περιχαράκωση κ.λπ.
§2 Η απαρχή της σκέψης
Ι. Τον 6ο
αιώνα π.Χ. ο ελληνικός κόσμος γνώρισε βαθιές ανατροπές. Οι παραδοσιακές μορφές
διακυβέρνησης αμφισβητήθηκαν, όπως και οι παραδοσιακές μυθικές κοσμοθεωρίες. Η
δημοκρατικοποίηση των πολιτευμάτων, η επέκταση του εμπορίου και η περαιτέρω
διάδοση της γραφής συνέβαλαν στην ανάδειξη της έλλογης σκέψης ως κοινού τόπου
για την ορθολογική ερμηνεία του κόσμου και την ανταλλαγή ριζοσπαστικών
εν-νοημάτων και επιχειρημάτων. Επιπλέον, κάθε σχολή καταβάλλει προσπάθεια να διατυπώσει
βαθύνοες θεωρήσεις σχετικά με την έλλογη απαρχή και παρά τη διαφορετικότητά τους
κατά την ονομαστική τους επιλογή της μιας ή της άλλης αρχέγονης αρχής –π.χ. η
μια μιλάει για το άπειρο, η άλλη για το άτομο κ.λπ.– η βαθύνοη θεώρηση, ως
τέτοια, αποτελεί βασικό προσανατολισμό όλων των προσωκρατικών σχολών, χωρίς εξαίρεση. Ας
προσθέσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια στενή σχέση, μια έντονη όσμωση, ως προς τη
γνώση των διαφόρων σχολών, από την οποία μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι
κύριες έννοιες κάθε σχολής είναι πολύ πιο κοντά στις έννοιες μιας άλλης από
ό,τι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Συναφώς θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί
ποια είναι η εννοιολογική σχέση μεταξύ των εννοιών αρχή και άπειρον,
δηλαδή, αν η διατύπωση της μιας έννοιας βρίσκεται σε ενδοσυνάφεια ή μη ουσιαστικά
με τη διατύπωση της άλλης, και αν, για τους δημιουργούς τους, αποτελούν ή όχι διαφοροποιημένες ονομασίες της ίδιας ιδέας, ή
μια ποικιλία ονομάτων για την καθολικότητα της έννοιας. Σε κάθε περίπτωση, η
απαρχή της προσωκρατικής σκέψης συνδέεται με την αναζήτηση του νοήματος, χωρίς
να αποκόπτει τον εμπνευσιακό της χαρακτήρα από την παραδοσιακή ποίηση. Στην
αρχή της ποιητικής παράδοσης βρίσκεται ο Όμηρος, κάτι που θα μπορούσε να υποδηλώνει
τον κανόνα ότι στην αρχή ήταν η ποίηση Αλλά η ποίηση και η φιλοσοφία είναι τόσο
στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους που είναι δύσκολο να τις διαχωρίσει κανείς,
τουλάχιστον πριν από τον Αναξίμανδρο, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έγραψε σε πεζό
λόγο, επειδή ο Λόγος δηλώνει τόσο
τον ποιητικό λόγο όσο και τον λόγο που ενυπάρχει στον ποιητικό λόγο. Η
δημιουργική έννοια, που παρεμβάλλεται στη σχέση μεταξύ Λόγου και Ποίησης,
αναδύεται ως η πρώτη γνωσιακή ικανότητα του ανθρώπου να εκπλήσσεται μπροστά σε
αυτή την αίσθηση του εαυτού του αλλά και μπροστά στην αίσθηση ότι περιβάλλεται
από μια φύση, που τα φαινόμενά της είναι μεν σαφώς εμφανή αλλά η οποία κρύβει
το βάθος του Λόγου του Είναι [της], αφού φαίνεται ότι η ίδια η φύση εμφανίζεται
στους ανθρώπους, όχι σύμφωνα με την εγγενή της πραγματικότητα, αλλά ως μια υφή
συμβόλων, που ο Λόγος πρέπει να τα ερμηνεύσει. Αργότερα, ο Λόγος υπέστη τις
αλλαγές που προέκυψαν από την πολιτισμική εξέλιξη και την εκάστοτε εμβάθυνση στη
σκέψη του Είναι.
ΙΙ. Καθ’ όλη
αυτή τη δια-νοηματική εμβάθυνση, το Είναι και η σκέψη λειτουργούν ταυτόχρονα:
το Είναι καταφάσκει τον εαυτό του ως αυτόν που σκέφτεται και έτσι του αποδίδει μια
βαθιά πραγματικότητα που, χωρίς να σκέφτεται, θα ήταν αδύνατο να την έχει.
Αναλογικά λοιπόν ο άνθρωπος αναδύεται ως η έκφραση/ενσάρκωση της φύσης, στην
οποία (έκφραση) οι κατηγορίες του Είναι και της σκέψης αλληλοσυνδέονται με
τέτοιο τρόπο, ώστε να σκέφτεται όποιος είναι άνθρωπος και αν δεν σκέφτεται, δεν
είναι άνθρωπος. Σε αυτό το κυματώδες πέλαγος της σκέψης, οι Έλληνες θεωρούσαν
τους εαυτούς τους ανθρώπους με μια μοναδική αξιοπρέπεια εκείνη τη σκοτεινή
εποχή, όταν, απορροφημένοι στις κοιλάδες, αναρωτιόντουσαν τι ήταν, πού
βρίσκονταν, ποια ήταν η προέλευση ή η αρχή όλων αυτών και πώς ήταν ο κόσμος
πέρα από τις κοιλάδες. Έπρεπε να ανέβουν στα βουνά, να εξετάσουν τους
ορίζοντες, να διαλογιστούν, να ερευνήσουν, να αναθερμάνουν το μυαλό και την
καρδιά τους, συνοπτικά: να προσπαθήσουν να βρουν μια ικανοποιητική απάντηση στα
ερωτήματα που έθετε ο μύθος του Οιδίποδα, ο οποίος (μύθος), από πολύ νωρίς, μας
φέρνει σε επαφή με την ενέργεια που καθορίζει το θαύμα της ελληνικής
φιλοσοφίας: την ικανότητα της αμφισβήτησης, την επιμονή απέναντι στο αίνιγμα,
τη λατρεία του μυστηρίου, το αίθριο κάθε πιθανής ανακάλυψης.
§3
Η διαμόρφωση της σκέψης
Οι πρώτοι προσωκρατικοί εμφανίστηκαν στις ιωνικές
ακτές της Μικράς Ασίας. Έθεσαν το ερώτημα για τις ύστατες αρχές του σύμπαντος,
τις οποίες συνδύασαν με το ερώτημα της «αρχής»,
της αρχέγονης ύλης του κόσμου. Η διερεύνηση
αυτών των πρώτων αρχών πραγματοποιείται ως μια φυσιολογική ερμηνευτική,
που εκφράζεται σε ένα σύνολο πραγματειών και παραλλαγών τους, με κεντρική
αναφορά πάντα στη φύση, στο Είναι. Για τον Θαλή η εν λόγω αρχή ήταν το νερό,
για τον Αναξίμανδρο το άπειρο και για τον Αναξιμένη ο αέρας. Οι Ίωνες στοχαστές
υποστηρίζουν έναν πλουραλισμό, μια θεωρία με την οποία αναγνωρίζουν την
πολλαπλότητα ή την πληθώρα στοιχείων και όντων και συγχρόνως υποδηλώνουν ότι
δεν υπάρχουν περιθώρια κατηγοριοποίησης μεταξύ ύλης και πνεύματος και ύλης. Ο Θαλής,
σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι ο πρώτος φιλόσοφος και, σύμφωνα με πληροφορίες
από τον Διογένη τον Λαέρτιο, ήταν κοινώς γνωστός ως «Σοφός», καθώς ήταν αυτός που ξεκίνησε τη διδασκαλία φυσικής στους Έλληνες. Ο Εμπεδοκλής, που
καταγόταν από τη Σικελία, είδε τη «ρίζα
όλων των πραγμάτων» στα τέσσερα στοιχεία: γη, νερό, φωτιά και αέρα. Ο
σύγχρονος του Αναξαγόρας άσκησε μεγάλη επιρροή στη μεταγενέστερη μεταφυσική του
Αριστοτέλη με την έννοια του «νου»,
του καθαρού απείρου πνεύματος ως πρώτη αρχή του κόσμου. Τρεις άλλοι, πολύ
διαφορετικοί στοχαστές έγιναν ακόμη πιο σημαντικοί για τον Πλάτωνα και τον
Αριστοτέλη: ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης. Ο Πυθαγόρας, ο οποίος
είναι διάσημος ως μαθηματικός μέχρι και σήμερα, πίστευε ότι η τάξη του Κόσμου
μπορούσε να εκφραστεί συμβολικά σε αριθμητικές αναλογίες και υιοθέτησε, από τις
ανατολίτικες διδασκαλίες, την ιδέα της μετεμψύχωσης των ψυχών. Ο Ηράκλειτος
κατανοούσε τον κόσμο ως μια συνεχή διαδικασία αλλαγής που προκαλείται από τη
σύγκρουση των αντιθέτων και γι' αυτό θεωρείται ο πατέρας της διαλεκτικής. Ο
Χέγκελ έχει πει σχετικά: «ούτε μια λέξη του Ηράκλειτου δεν
υπάρχει που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου». Ωστόσο,
πίστευε επίσης ότι αυτές οι αλλαγές βασίζονται στον Λόγο, έναν καθολικό-οικουμενικό
Λόγο που λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους του σύμπαντος κόσμου. Ο Παρμενίδης
από την Ελέα, ο αρχηγέτης της «ελεατικής» σχολής, θεωρούσε κάθε αλλαγή ως απλή
εμφάνιση και υποστήριζε ότι το αληθινό ον είναι αιώνιο και αμετάβλητο. Αυτή η
ιδέα ενός αμετάβλητου, αιώνιου όντος επέδρασε ουσιωδώς στις προϋποθέσεις για την
πλατωνική σύλληψη της θεωρίας των Ιδεών. Μετά τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη,
η προσπάθεια εξήγησης της «αλλαγής» έγινε κεντρικό μέλημα της κλασικής
μεταφυσικής.
§4
Διαφωτισμός
και Σοφιστές
Ένας Διαφωτισμός με τη μορφή θρησκευτικής
κριτικής είναι ήδη αισθητός τον 6ο π.Χ. αιώνα από τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο
οποίος ερμήνευσε τις θρησκευτικές παραστάσεις και αντιλήψεις που έχουν οι
άνθρωποι για τους θεούς ως προβολές του ανθρωπίνου κόσμου. Με τους σοφιστές, τους Έλληνες φιλοσόφους του
Διαφωτισμού του 5ου αιώνα π.Χ., που συκοφαντήθηκαν από τον Πλάτωνα ως
«στρεψόδικοι», ο φιλοσοφικός λογισμός, η σκέψη, στράφηκαν προς τους ανθρώπους
και τις πράξεις τους. Η πρόταση του Πρωταγόρα: «Ο άνθρωπος
είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων», αποτέλεσε έναν νέο ορίζοντα
σκέψης. Η διάκριση μεταξύ των φυσικών νόμων και των νόμων που θέσπισαν οι
άνθρωποι άνοιξε το δρόμο για μια ορθολογική κριτική της παντός είδους
κυριαρχίας που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει η εξελισσόμενη σκέψη. Ενάντια σε
μια ελιτίστικη άποψη της φιλοσοφίας, οι σοφιστές έβλεπαν τους εαυτούς τους ως
επαγγελματίες διανοητές, με έντονο φιλοσοφικό χρώμα, που έθεταν ως προορισμό
τους να διαμορφώνουν τον δημόσιο λόγο μέσα από μια διαδικασία επίπονης άσκησης
του κάθε ατόμου ως τέτοιου. Δημιούργησαν τη ρητορική ως τεχνική του
επιχειρήματος, την οποία ο καθένας μπορούσε να μάθει. Πολλοί σοφιστές έγιναν
υποστηρικτές της αθηναϊκής δημοκρατίας και, κυρίως για αυτόν τον λόγο,
αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους συντηρητικούς κύκλους. Ο Δημόκριτος, ο
ίδιος υλιστής φυσικός φιλόσοφος, δημοκράτης και σύγχρονος του Σωκράτη, υπέστη
επίσης την μοίρα να δεχτεί σφοδρή επίθεση και να περιθωριοποιηθεί από τους
αντιπάλους του. Όπως κι ο δάσκαλός του Λεύκιππος, ερμήνευσε τον κόσμο ως μια
σύνθεση αδιαίρετων, μικροσκοπικών στοιχείων, των ατόμων, και έτσι ενέπνευσε τη
σύγχρονη φυσική επιστήμη.