1844-1900
Νίτσε: πώς νοείται ο μηδενισμός
στη ζωή μας;
§1 Είναι αλήθεια πως με την έννοια του μηδενισμού έχει συνδεθεί στις εποχές μας κατά πρώτο λόγο το όνομα του Νίτσε. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ερμηνευτές που βλέπουν στον λόγο του ακαταμάχητου αυτού φιλοσόφου μια οξύτατη διατύπωση της μηδενιστικής προοπτικής και με μια απερίγραπτη ελαφρότητα του νου τους του αποδίδουν δικές τους παρερμηνείες. Σύμφωνα με αυτούς, ο Νίτσε είναι κήρυκας του ολέθρου, γι’ αυτό και σε όλο του σχεδόν το έργο μιλάει για την έλλειψη νοήματος της ύπαρξης και για την εκ-μηδένιση κάθε αξίας ή νοήματος που προέρχεται από τα διάφορα φιλοσοφικά αλλά και θεολογικά ιδεώδη ή από αντίστοιχες διδασκαλίες. Οι αντιλήψεις του Νίτσε για τον Μηδενισμό είναι εντελώς διαφορετικές. Ποτέ δεν τον συνέδεσε με μια χρονικά περιοδική κατάσταση πραγμάτων, μονοσήμαντα είτε αρνητική είτε θετική, είτε ψευδή είτε αληθινή. Τον αντιμετώπισε ως ιστορικό φαινόμενο, γιατί ο μηδενισμός εν γένει έχει ιστορία και δεν είναι μια μυθοπλαστική αοριστολογία. Γι’ αυτό και έστρεψε όλο του το φιλοσοφικό Είναι στην υπέρβαση του Μηδενισμού ως ιστορικού φαινομένου.
§2. Ο Νίτσε προφητεύει την αμείλικτη
συντριβή του ειδώλου του Μηδενισμού, θεμελιωδώς από πρακτική-ηθική σκοπιά. Αμφισβήτησε
το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού στην ίδια του τη ρίζα. Εκκινούσε για τούτη
τη ριζική αμφισβήτηση από μια ανεξάντλητη πνευματικότητα, που αντλούσε τη
βεβαιότητά της από ένα πηγαίο βίωμα,
μοναδικό στη δυναμική του εκδήλωση, σχεδόν θεοτικό. Ένιωθε αμείλικτη την
ανάγκη υπέρβασης του Μηδενισμού, καθώς διέκρινε τις καταστροφικές συνέπειές του
για τις ανθρώπινες κοινότητες αλλά και για αυτή τούτη την ουσία του ανθρώπινου
ατόμου. Έτσι ο φιλόσοφος αισθανόταν όλη τη φιλοσοφική του δραστηριότητα ως την
πιο ασυγκράτητη δράση ανατροπής σύμπαντος του υπαρκτού συστήματος αξιών. Αντιλαμβανόταν
τον εαυτό του ως τον «φιλόσοφο με το
σφυρί», που είχε για προορισμό να συντρίψει το παλαιό και να πραγματώσει τη
φιλοσοφία ως την καθίδρυση του Νέου: της εποχής του Διονύσου, την οποία
ενσαρκώνει η ζωή του υπερ-ανθρώπου και η αιώνια επιστροφή. Σε συνδυασμό με το
φιλοσοφικό του σφυροκόπημα θεωρούσε ως τον πιο κοντινό του φιλόσοφο τον
Ηράκλειτο και κατανοούσε την βαρυσήμαντη ρήση του τελευταίου: «πόλεμος πατήρ πάντων …» ως την αρχέγονη
δύναμη της ουσίας του κόσμου, που στη δική του γλώσσα σήμαινε: η δύναμη της
βούλησης, κωδικοποιημένη, εκδηλωνόμενη ως η βούληση για δύναμη (der Wille zur Macht) και τίποτε άλλο πέραν
τούτου.
§3. Η
βούληση για δύναμη νοείται ως βούληση αιώνιας επιστροφής του ανθρώπου στην
αρχέγονη δύναμή του. Με τη σκέψη της αιώνιας
επιστροφής γίνεται πιο δυναμικό το ξεπέρασμα του Μηδενισμού. Πιο
συγκεκριμένα, η αιώνια επιστροφή της έλλειψης νοήματος καθιστά δυνατή την ατέρμονη
διεργασία του ανθρώπου για αναζήτηση νέου νοήματος της ζωής, για ανά-κτηση της
αρχέγονης δύναμής του υπό τη μορφή της δράσης στο παρόν ενάντια σε κάθε
εξουσιαστική επιβολή πάνω στην ουσία του, με μια λέξη ως Μηδενισμός. Απ’ αυτή
την άποψη, ο Νίτσε θεωρεί ως μια τεράστια επιχείρηση εξαπάτησης και
ασυναρτησίας όλη τη δραστηριότητα της φιλοσοφίας και της θρησκείας – πέραν
αυτής της συγκεκριμένης για την ανάκτηση ολόκληρης της ανθρώπινης ουσίας ως
αρχέγονης δύναμης, πέραν δηλαδή της δράσης του Υπερ-ανθρώπου– για να καθιδρυθεί
ένας δεύτερος ιδεατός, ήτοι μετα-φυσικός κόσμος. Στους κόλπους της δυτικής
σκέψης ο μηδενισμός έχει αναπτυχθεί ως έννοια με τεράστιες ηθικές, πολιτικές
και επιστημολογικές προεκτάσεις.
§4. Στην ελληνική
κοσμολογία εγκαινιάζεται μια πρώτη, αλλά ουσιαστική και αρχέγονη σύλληψη του
Μηδενός, σύμφωνα με την οποία από το Μηδέν προκύπτει το Μηδέν. Για τον Νίτσε, από το Μηδέν, στην ιστορική του
διάσταση, που χαρακτηρίζει τον Μηδενισμό κάτι άλλο μπορεί να προκύψει. Αυτό το
άλλο δεν είναι ένα απτό αποτέλεσμα, ένα τυπολογικό μαύρο ή άσπρο, αλλά η
διαδικασία απαξίωσης των ιστορικά υπαρκτών αξιών. Γράφει σχετικά ο Νίτσε:
«Τι
σημαίνει μηδενισμός; –Ότι οι ανώτερες αξίες απαξιώνονται/αυτο-απαξιώνονται.
Λείπει ο σκοπός. Λείπει η απάντηση στο “γιατί;”» (Νίτσε, Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, εκδόσεις
Ηριδανός, σ. 51).
Ο
μηδενισμός υποδηλώνει πώς αναπτύσσονται οι αξίες μέσα στο
ιστορικό τους γίγνεσθαι και μέσα στον χρόνο. Όσο ανώτερες είναι, τόσο πιο
ριζικά αυτο-απαξιώνονται. Κι ακόμη: αποκαλύπτονται ανώτερες από το γεγονός της αυτο-απαξίωσής
τους. Πώς κατανοείται τούτο; Σε πρακτικο-ηθικό επίπεδο αναγνωρίζονται ως
ύψιστες αξίες, γιατί μας προσδένουν σε ένα Καθεαυτό των πραγμάτων, σε ένα
επέκεινα, ειλημμένο ως το «θείο» (ό.π., σ. 53), ως το τέλειο, το πανάγαθο, το
πάνσοφο, το ακήρατο, τα αμόλυντο, κλείνοντας τα μάτια στον πόνο και την οδύνη της
εντεύθεν ζωής.
§5. Εκείνες οι αξίες της δυτικής
παράδοσης, που τη διαμόρφωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος, είναι αλλοκοσμικές, παραπέμπουν
δηλαδή σε ένα επέκεινα, σε έναν άλλο μεταφυσικό κόσμο και συσκοτίζουν την
εμπράγματη πραγματικότητα, που καθηλώνει τον άνθρωπο μέσα στο μηδενισμό. Γράφει
ο Νίτσε για την ουσία της χριστιανικής
ηθικής και για όσα φαίνεται ότι μας προσφέρει:
«1) Προσέδιδε στον άνθρωπο μια απόλυτη αξία, σε
αντίθεση με τη μικρότητά του και τη συμπτωματική του ύπαρξη μέσα στη ροή του γίγνεσθαι και της φθοράς·
2)
υπηρετούσε τους συνηγόρους του θεού, υπό την έννοια ότι παραχωρούσε στον κόσμο,
παρά τον πόνο και το κακό, τον χαρακτήρα της τελειότητας –μαζί και εκείνη την «ελευθερία» –: το κακό
εμφανιζόταν γεμάτο νόημα·
3)
όριζε πως ο άνθρωπος κατέχει μια Γνώση
γύρω από απόλυτες αξίες και έτσι
του παρείχε ακριβώς επαρκή γνώση για τα πιο σημαντικά πράγματα.
4)
Αποσοβούσε τον άνθρωπο από το: να περιφρονεί τον εαυτό του ως άνθρωπο, να
παίρνει θέση ενάντια στη ζωή, να απελπίζεται με τη γνώση: υπήρξε ένα μέσο
επιβίωσης» (ό.π., σσ. 54-55).
Μια τέτοια ηθική λειτουργούσε και λειτουργεί ως παραμυθία, ως παρηγοριά, ως υποκατάστατο επιβίωσης απέναντι στην εξαθλίωση της ανθρώπινης ζωής, ήτοι: απέναντι στη μηδενιστική της απαξίωση, χωρίς να ακυρώνει πραγματικά τούτη την απαξίωση. Αντιθέτως, τη διαιωνίζει ως την καθιερωμένη αξία της. §6. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανθρώπινη κατάσταση έχει ως εξής: πρώτα-πρώτα, αυτές οι απόκοσμες αξίες αναδύθηκαν ως αποτέλεσμα επιβεβαίωσης του επίγειου μηδενισμού της βασανισμένης μας ύπαρξης. Στη συνάφεια τούτη, κατά δεύτερον, προέκυψαν και ενεργούν ως υποτίμηση, ως συγκάλυψη των αληθινά υψηλότερων αξιών, των ευγενών αξιών της διεκδίκησης της δύναμης του ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο. Τρίτον, ο άνθρωπος ζει μέσα στην αντινομία: να μην αντέχει τον μηδενισμό του παρόντος κόσμου, τις συμφορές που ο τελευταίος του επιφυλάσσει, αλλά συγχρόνως να μη θέλει να τον απαρνηθεί για χάρη του θεολογικο-μεταφυσικού κόσμου. Αναγνωρίζει, εν πολλοίς, ότι αυτές οι απόκοσμες αξίες δεν έχουν πραγματική βάση. Ωστόσο, με αυτήν μόνο την απόρριψη της επίπλαστης δέσμης των θεολογικο-μεταφυσικών αξιών δεν έχει προχωρήσει πέρα από τον μηδενισμό. Αντίθετα, ενσαρκώνει μια σύγχρονη μορφή του, η οποία είναι και η τελική. Αποκορυφώνεται με τη μορφή της κρίσης υπό το διττό νόημα: της κρίσης ως γνώμης της θορυβώδους μαζικής κουλτούρας και της κρίσης ως κρίσης της ζωής και της ύπαρξης μέσα στο χρόνο και στο χώρο. Δεν υπάρχει στιγμή ούτε κανείς τόπος, που να μην ξεσπάει κρίση ή να μην ξεσπούν κρίσεις και ταυτόχρονα να μη διατυπώνονται "κριτικές" θεωρίες ή διδασκαλίες, που παρουσιάζονται ως ριζοσπαστικές, αλλά στην πράξη αναπαράγουν σύγχρονες μορφές Μηδενισμού. Μια σχετικά προσεχτική ματιά στις σύγχρονες πολιτικές, πολιτιστικές, επιστημονικές και άλλες πραγματικότητες, τόσο σε Ελλαδικό όσο και σε Παγκόσμιο επίπεδο, φωτίζει καθαρά τη δογματική εξάρτηση από αναρίθμητες μορφές μηδενισμού και τη μηδενιστική έκπτωση/αυτο-έκπτωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε πράγμα και των ύψιστων αξιών σε εμπορευματικές "αξίες".