FRIEDRICH SCHLEIERMACHER
1768-1834
Friedrich Schleiermacher:
πώς κατανοείται η κατανόηση;
Τι είναι αυτό που προσδιορίζει κατά κύριο λόγο τον Schleiermacher ως στοχαστή; Είναι η πρωτοποριακή του σκέψη ως προς τη σύγχρονη θεολογία, μεταξύ άλλων, και ως προς την ερμηνευτική. Θεολογία και ερμηνευτική δεν αποτελούν δυο απόλυτα αυτόνομες περιοχές της σκέψης[1], αλλά μια πολύπλοκη σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ερμηνεία και κατανόηση κατέχουν εξέχουσα θέση: αν η ερμηνεία, για τον Schleiermacher, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος αγγέλματος, αποκάλυψης εν γένει του Πράγματος και προηγείται της κατανόησης, η κατανόηση είναι τέχνη, με την έννοια της ελληνικής λέξης «τέχνη», δηλαδή νοείται ως μια ξεχωριστή δεξιότητα, πρακτική, τεχνική ικανότητα και όχι ως μια μορφή καλλιτεχνικής δραστηριότητας ή πρακτικής. Κατά τον αυτό τρόπο και η ερμηνεία είναι τέχνη/τεχνική, για την οποία η κατανόηση δεν είναι κάτι παράπλευρο μέσα στο Όλο της κατά Schleiermacher ερμηνευτικής, αλλά τείνει να ανιχνεύεται, κατά την ουσία της, στην περιοχή της μεθόδου και έτσι να επιτελεί καθοριστικό έργο στο επίπεδο της διερεύνησης του λόγου/των λόγων, για τον οποίο/για τους οποίους κάτι κατανοείται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τι είναι λοιπόν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ερμηνευτική του Schleiermacher; Είναι μια θεωρία της τέχνης [=μια τεχνική θεωρία (Kunstlehre)] της κατανόησης. Σύμφωνα με τούτη τη θεωρία, η κατανόηση δεν είναι κλειστή και αποκλειστική ενέργεια για την παραγωγή νοήματος, αλλά διανοίγεται διαρκώς στο πεδίο της κριτικής. Τι σημαίνει τούτο; Σημαίνει πώς καθιστά δυνατή την κριτική, ανοίγει τη σκέψη στην τελευταία, την καθιστά κριτική σκέψη, κριτικό λόγο, ενώ συγχρόνως υπόκειται στην εν λόγω κριτική, εξαρτάται απ’ αυτήν: το τι και το πώς κάτι γίνεται κατανοητό δεν είναι μια αυτονόητη πράξη, άμεσα εφαρμόσιμη, αλλά προϋποθέτει τη φανέρωση, την αποκάλυψη αυτού του τι και του πώς. Τούτη η αποκάλυψη συμβαίνει με την ερμηνεία:
«Η τέχνη της ερμηνείας είναι λοιπόν η τέχνη του να κατέχει κανείς όλες τις προϋποθέσεις για την κατανόηση»[2].
Υπ’ αυτό το νόημα, ο Schleiermacher μιλάει για πρωτοκαθεδρία της ερμηνείας έναντι της κατανόησης, χωρίς να διαφοροποιεί ποιοτικά την πρώτη από τη δεύτερη. Αμφότερες αποτελούν μια αμοιβαία σχέση[3] του όλου της ερμηνευτικής· γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρχει η τέχνη της κατανόησης, χωρίς την ενέργεια της τέχνης της ερμηνείας. Στο πλαίσιο τούτο, κατά ταύτα, η ερμηνευτική είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κριτική. Η μια προϋποθέτει την άλλη, με δεδομένο ότι η ερμηνευτική αποφεύγει να είναι ερμητική, έτσι ώστε καθετί να τίθεται πρώτα σε κριτική συζήτηση, αν θέλει να γίνεται πραγματικά κατανοητό. Ακριβώς αυτό παραμένει το κομβικό σημείο της τέχνης της ερμηνείας, η οποία δεν δύναται να αρχίζει μόνο όταν η κατανόηση γίνεται αβέβαιη, αλλά από την αρχή της προσπάθειας να κατανοήσει κανείς έναν λόγο[4]. Ως εκ τούτου, μια θεωρία της τέχνης/μια τεχνική θεωρία της κατανόησης πρέπει απαραίτητα να ξεκινά από την παραδοχή ότι η κατανόηση δεν προκύπτει από μόνη της, όπως υποθέτει η άτεχνη πρακτική[5], αλλά πρέπει να επιδιώκεται και να αναζητείται· από μόνη της προκύπτει μόνο η παρανόηση[6]. Ο Schleiermacher δεν αφήνει καμια αμφιβολία εδώ ότι η ερμηνευτική πρέπει να έχει μια θεμελιώδη προσέγγιση και να αντιμετωπίζει πάντα την κατανόηση υπό το φως της ερμηνευτικής τέχνης.
Η ερμηνευτική τέχνη μας οδηγεί στις άμεσες συνάφειες της ζωής και στην ενδότερη αντιστοιχία τους με τις συνάφειες των διαφόρων εννοημάτων/σκέψεων (Gedanken). Από εδώ έτσι αντλείται η μεγάλη συμβολή του Schleiermacher, σύμφωνα με την οποία η ύψιστη κατανόηση επιτυγχάνεται με βεβαιότητα από την τέχνη της ερμηνείας και κατά θαυμαστή αναλογία οι συνάφειες των εννοημάτων από τις συνάφειες της ζωής. Κάθε έργο, συνακόλουθα, δεν μπορεί να ερμηνεύεται αφηρημένα παρά μόνο συγκεκριμένα· και συγκεκριμένα σημαίνει να ερμηνεύεται ως αυτό που διαυγάζει τη ζωή και την ψυχοσύνθεση του δημιουργού.
Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια ψυχολογική, ως επί το πλείστον ερμηνεία, που δεν επισκιάζει διόλου τον τεχνικό χαρακτήρα της ερμηνευτικής ως τέτοιας. Απεναντίας αποτελεί κι αυτή ένα τεχνικό στοιχείο ή μέρος του συστηματικού status της ερμηνευτικής. Πράγματι, η ερμηνεία του έργου ενός συγγραφέως δεν μπορεί να στηρίζεται σε ιστοριογραφικές ή ιστορικές πληροφορίες για το έργο, αλλά θεμελιωδώς σε έναν ζωντανό διά-λογο, που χρειάζεται τελικά και ο ίδιος να ερμηνεύεται. Η ερμηνεία τούτη της ερμηνείας του ζωντανού δια-λόγου πραγματοποιείται ως μαντική εισχώρηση στον πυρήνα των σκέψεων εν γένει, αλλά και στις ατομικές μεθόδους ή τρόπους που χρησιμοποιεί ο δημιουργός. Κατά τη διάρκεια της ερμηνευτικής τέχνης/τεχνικής λαμβάνει χώρα μια λεπτομερής και προσεκτική εξέταση του έργου με ίδιον τρόπο. Κατ’ αυτόν τον ίδιον τρόπο, από έργο εσωτερικό, άμορφο, αφηρημένο μετουσιώνεται σε έργο συγκεκριμένο με μορφή και έκφραση ή δομή, κατ’ εξοχήν ξεχωριστό, διακρινόμενο πλήρως από οποιαδήποτε μεταποίησή του σε μαζικό προϊόν, αλλά πάντοτε προσλήψιμο από τους άλλους[7]. Τι υποδηλώνει μια τέτοια αντικειμενοποίηση του έργου; Υποδηλώνει πως το έργο εξ ιδίας εσωτερικής παρώθησης επιζητεί να εξωτερικευθεί, να υπερβεί την υποκειμενικότητα του δημιουργού του, να βγει έξω από την εσωτερικότητα του τελευταίου, να αποκτήσει αντικειμενική ύπαρξη και να γίνει καθολικό, οικουμενικό. Συγχρόνως ωστόσο το έργο δεν παύει να αντανακλά την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα του δημιουργού του και την επιδίωξή του, κατ’ επέκταση, να γνωρίσει τον εαυτό του.
Στο πλαίσιο της ερμηνείας του έργου με βάση την ιδιαιτερότητα [=προσωπικά χαρακτηριστικά, προθέσεις, εποχή, εμπειρίες, ιδιαίτερες ευαισθησίες ή ψυχολογικές καταστάσεις κ.λπ.] του δημιουργού, ο Schleiermacher εισάγει στην ερμηνευτική του τη μαντική διαδικασία, γενικώς τον όρο: μαντική (Divination). Στην καθημερινή του προφάνεια αυτός ο όρος δεν λέει και πολλά πράγματα, στην υπό συζήτηση όμως ερμηνευτική αρθρώνει πρωτότυπο λόγο, καθώς παραπέμπει στη φαντασιακή δύναμη και ουσιαστικά χρησιμοποιείται ως συνώνυμος ή ακριβέστερα ως ταυτόσημος με τη φαντασία. Ως φαντασία καθιστά θεμελιωδώς δυνατή την κατανόηση της μορφής του έργου, δηλαδή της δομής του όλου[8]. Από μια άποψη λοιπόν γενικής αρχής, η μαντική σχετίζεται με τη δημιουργική φαντασία ή έμπνευση του δημιουργού και ιδιαίτερα με τον τρόπο, με τον οποίο οι δευτερεύουσες ιδέες –δηλαδή οι ιδέες που δεν είναι αρχικά κεντρικές, αλλά γίνονται κεντρικές στην πορεία– αναδύονται σταδιακά και απρόβλεπτα καθ’ όλη την εξέλιξη της δημιουργικής του πράξης. Η μαντική εδώ, ως μεταφορική έννοια, δεν έχει καμιά σχέση με την προφητεία, αλλά φαίνεται να υποδηλώνει τη διαισθητική, ενορατική ή εμπνευσμένη φύση της πράξης του δημιουργού, δηλαδή ότι o τελευταίος δεν μπορεί να προβλέψει εξαρχής όλες τις ιδέες ή τα μοτίβα που θα ενσωματώσει στο έργο του. Αυτή η μη πρόβλεψη σημαίνει ότι η δημιουργική πράξη χαρακτηρίζεται για τη δυναμική της φύση και κατ’ επέκταση για την απροσδιοριστία της. Ένας εξαρχής προσδιορισμός της θα αντέβαινε στο χαρακτήρα της και θα την έπνιγε στα απόνερα ενός άκαρδου υπολογισμού.
Γι’ αυτό συμβαίνει και οι ιδέες να έρχονται στην έμπνευση του δημιουργού διαδοχικά: να προκύπτουν δηλαδή ως απόρροια της ίδιας της δημιουργικής του πράξης, και όχι από έναν προδιαγεγραμμένο σχεδιασμό[9]. Από εδώ γίνεται φανερό πως η μαντική δεν εξαντλείται σε μια κατάχρηση της ερμηνευτικής ενσυναίσθησης (Einfühlung), αλλά «πρέπει απαραίτητα να επεκτείνεται μόνο στο επόμενο»[10], δηλαδή πρέπει κατ’ εσωτερική αναγκαιότητα να μη μένει απλώς στην αποκρυπτογράφηση της προσωπικότητας του δημιουργού και τις δευτερεύουσες προθέσεις του, αλλά να προχωρεί και προς έναν κριτικό προσδιορισμό του έργου, ειδικά όταν πρόκειται για κειμενικό έργο.
Ολόκληρη τούτη η διεργασία παραπέμπει σε ένα ίδιον της μαντικής χαρακτηριστικό: αν και φαντασιακή δύναμη, δεν λειτουργεί έξω από τον ρυθμό του λόγου, άρα δεν είναι παρά-λογη και δεν βρίσκεται σε εναντίωση προς την επιστήμη. Πώς θα μπορούσε να εναντιώνεται στην επιστήμη, όταν ως μαντική διεργασία εκτυλίσσεται πάντοτε δυνάμει της εσωτερικής τάξης του λόγου, που διέπει το έργο ή το κείμενο; Σε κάθε περίπτωση βέβαια η εν λόγω μη εναντίωση δεν υποχρεώνει την ερμηνευτική πράξη να υπόκειται σε επιστημονικούς κανόνες. Η εν λόγω πράξη, στο βαθμό που εκάστοτε διατελεί σε εσωτερική επικοινωνία με το πνεύμα ή τον λόγο της φιλοσοφίας, δεν μεταποιείται σε μεταφυσική ή θεωρητική εποπτεία, αλλά διατηρεί τον χαρακτήρα του ζωντανού δια-λόγου και κατακυρώνεται ως αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της ζωής. Ένα τέτοιο αναπόσπαστο μέρος της ζωής καθίσταται έτσι και η φιλοσοφία. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να επιτύχει ο Schleiermacher και με την αξιοθαύμαστη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα. Τούτο, με τη σειρά του, υποδηλώνει πως η οποιαδήποτε ερμηνευτική προσπάθεια δεν είναι, από τη φύση της, επιδεκτική μιας οριστικής ή απόλυτης ολοκλήρωσης παρά εννοεί να κινείται στη σφαίρα της σχετικότητας, κάτι που καθιστά εφικτή και ευέλικτη τη μαντική διαδικασία.
[1] Αποφαίνεται σχετικά ο Schleiermacher: «Ο αναγκαίος, υπό οποιοδήποτε στυλ, αναστοχασμός του ομιλητή σχετικά με τη σύνδεση των σκέψεων και την κατανόηση των ακροατών πρέπει απαραίτητα να ισχύει στην Καινή Διαθήκη όπως και αλλού» (Kritische Gesamtausgabe.{=KGA} II/4, 27).
[2] KGA II/4, 73.
[3] Ό.π., 74.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., 127.
[6] Ό.π.
[7] KGA II/4, 57.
[8] Sämmtliche Werke, Abt. 1, Bd. 7, 256.
[9] KGA II/4, 67
[10] Ό.π.