Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889–1976
1. Κάθε μεγάλη φιλοσοφία έχει σύμφυτο τον πολιτικό της χαρακτήρα. Αυτό παρατηρούμε να ισχύει ιστορικά σε όλους σχεδόν τους σπουδαίους φιλοσόφους, όπως είναι ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Λοκ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ κ.λπ. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση του Χάιντεγκερ. Η σκέψη του διακρίνεται για τη μοναδική της βαθύτητα και αληθινότητα, διότι πρωτίστως είναι πολιτική σκέψη. Κάποιες επιπόλαιες-επιφανειακές προσεγγίσεις της σκέψης του ταυτίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της τελευταίας με τη σύντομη, αλλά αμήχανη εμπλοκή του φιλοσόφου στην πρυτανεία του πανεπιστημίου του Freiburg κατά το 1933, υπό το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Ωστόσο, η αλήθεια δεν είναι τόσο επιφανειακή, με δεδομένο ότι η πολιτική σκέψη του Χάιντεγκερ είναι πολεμική με το νόημα του Ηράκλειτου: «πόλεμος πατήρ πάντων …», δηλαδή αγώνας (Kampf), σύγκρουση, αντιπαράθεση για την επικράτηση του κόσμου ως ευταξίας, ως αρμονίας των αντιθέτων. Με αυτόν τον πόλεμο και μόνο με αυτόν, τα πάντα εκ-τίθενται στο φως, εξ-έρχονται σε φανέρωση, εντάσσονται εκεί που ανήκουν: στο ξέφωτο της Πολιτείας. Εδώ τότε το παν είναι πολιτικό, όχι επειδή σχετίζεται με άεργους πολιτικούς ή οιονδήποτε ακίνδυνο πολιτικό ακτιβισμό, αλλά επειδή ενδημεί στο πιο πάνω ξέφωτο και εξ-ίσταται στην επικινδυνότητα του Είναι του, προκειμένου να συμβεί ιστορία. Και ιστορία συμβαίνει με όλα τα καθεστώτα, γιατί φαινομενικά μπορεί να διαφέρουν, ας πούμε, η «δημοκρατία», η «σοσιαλδημοκρατία», ο «σοσιαλισμός», ο «εθνικοσοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός» κ.λπ., αλλά στην πράξη όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δεν παύουν να είναι καθεστώτα, δηλαδή, λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωτικές εξουσίες, που δομούν την ιεραρχική τους ηγεμονία στη βάση εικονικής, συναισθηματικής επίκλησης του «λαού» [=όλα γίνονται στο όνομα και για το συμφέρον του «λαού»], επί της ουσίας όμως τον περιθωριοποιούν άσπλαχνα.
2. Ο
πόλεμος επομένως, για τον Χάιντεγκερ, δεν έχει καμιά σχέση με την κοινή σημασία
της πολεμικής σύρραξης ούτε με την αγελαία αντιπαλότητα, σαν αυτή π.χ. που έχει
συσσωρευτεί στα λεγόμενα «δημοκρατικά» καθεστώτα και ενεργοποιείται εκάστοτε
για να εξαπατά τις μάζες προεκλογικά και να τις ξεπουλά μετεκλογικά. Μια τέτοια
εικονική αντιπαλότητα, τόσο στον Ελλαδικό όσο και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο,
καλλιεργείται σχεδόν από όλες τις πτέρυγες του επαγγελματικού πολιτικαντισμού:
από τον παλαιο-νεο-φιλελευθερισμό έως την καταχθόνια σοσιαλδημοκρατία και την
ακόμα πιο καταχθόνια καθεστωτική «αριστερά». Η τελευταία έδειξε, για ακόμη μια
φορά, με κενές περιεχομένου «πολιτικές αντιπαραθέσεις» τη σφοδρότητα του
εξουσιαστικού της παφλασμού στην πριν από λίγα χρόνια διακυβέρνησή της: αντί να
«διεκδικεί τη φανέρωση, την αποκάλυψη του
πολιτικού Είναι» (Χάιντεγκερ) –αποκάλυψη π.χ. μιας συντελεσθείσας εθνοπροδοσίας, ενός διεφθαρμένου πολιτικού
συστήματος κ.λπ.– ανέλαβε εργολαβικά τη συγκάλυψή του/τους. Αντί να αγωνίζεται
για να συμβεί ιστορία, δια-γωνίζεται για να πείσει τις ήδη υπάρχουσες
συστημικές εξουσίες ότι αυτή είναι μια πιο «εξευγενισμένη» συστημική δύναμη και
μπορεί, καλύτερα απ’ αυτές, να καταλαγιάσει τον πολιτικό θυμό των μαζών και να
εκμηδενίσει κάθε ίχνος κοινωνικής σύγκρουσης. Προς τούτο δηλώνει πρό-θυμη να
αφομοιώσει όλο το διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό και με «αριστερό» προσωπείο
πλέον να το από-ενοχοποιήσει.
3. Εκκινώντας
λοιπόν ο Χάιντεγκερ από την υπαρκτή, κατά τον τρόπο που επισημάνθηκε πιο πάνω,
ιστορική κατάσταση της πολιτικής, αποφαίνεται ως εξής:
«Αυτό που ο Ernst Jünger εννοεί με την ιδέα του περί κυριαρχίας και μορφής του
εργάτη και αυτό που βλέπει υπό το φως της εν λόγω ιδέας είναι η οικουμενική
κυριαρχία της βούλησης για δύναμη στους κόλπους της πλανητικά ιδωμένης
ιστορίας. Καθετί σήμερα αποτελεί μέρος αυτής της ενεργού-πραγματικότητας, είτε
ονομάζεται κομμουνισμός, είτε φασισμός ή παγκόσμια δημοκρατία» (GA 16,
375).
Ως προκύπτει, ο κορυφαίος αυτός φιλόσοφος
υπερβαίνει τα ποικίλα πολιτικο-κοινωνικά ιδεολογήματα και προχωρεί αποφασιστικά
στην ανα-τομία του πολιτικού Είναι, όπως εκάστοτε διαμορφώνεται ιστορικά, χωρίς
να πνίγεται μέσα στα απόνερα της μαζικής δημοκρατίας. Ο πολιτικός χαρακτήρας
της σκέψης του ανάγει τη ρίζα του στη δυναμική του ερωτήματος για το νόημα του
Είναι και για την αποστολή της φιλοσοφίας. Το ερώτημα για το Είναι τίθεται
αυθεντικά, προ-καλεί πόλεμο, στο βαθμό που δεν αδιαφορεί για τις ανθρώπινες
υποθέσεις. Η πηγαία δυναμική του έγκειται στο ότι εκτυλίσσεται ως ένας
«αρχέγονος αγώνας» (GA 40, 66) και από έναν τέτοιο αγώνα, μας λέει ο Χάιντεγκερ,
αναδύονται, πριν απ’ όλα, όλοι οι αληθινά αγωνιζόμενοι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή
ο πόλεμος-αγώνας είναι η γλωσσική μελωδία του Είναι που γεννάει τα όντα και τα
κυβερνά. Ακόμη, επειδή ο δεσμός του ανθρώπου με το Είναι παραμένει ακατάλυτος
και ως τέτοιος συνιστά την αφανή του αρμονία, που μας χορηγείται με τον
πόλεμο-αγώνα και η οποία υπερέχει της εμφανούς, του φαίνεσθαι. Υπ’ αυτή την έννοια,
όπου λείπει ο πόλεμος, κατακεραυνώνει τα πάντα η υποχώρηση, η ασημαντότητα, η
κατάπτωση και η παρακμή.
4. Το
ζητούμενο επομένως είναι πώς ο ίδιος ο άνθρωπος στέκεται απέναντι σε έναν
τέτοιο δεσμό: στέκεται ως φενακισμένη συνείδηση, ως ανεστραμμένη λογική, όπως
συμβαίνει με τις ορδές των προαναφερθέντων καθεστωτικών, οπότε στερείται τη
δυνατότητα, την ικανότητα να αντιλαμβάνεται την παρακμή, το ξερίζωμα που του
επιφυλάσσουν οι παντοειδείς συστημικοί και συμβιβάζεται με τη μοίρα του
μαζανθρώπου, ή ως σκεπτόμενο ον, που αναζητεί μέσα στην ιστορική αποστολή της
φιλοσοφίας την αφύπνιση, το ξέσπασμα, την έκρηξη (Aufbruch); Ετούτη η έκρηξη –όχι τα σωτηριολογικά
κηρύγματα των καθεστωτικών– προετοιμάζει τους ανθρώπους να εισέρχονται μέσα
στην ιστορία και να αποφασίζουν για την ύπαρξή τους, έτσι όπως τούτη συμβαίνει
στο εκάστοτε παρόν. Αποφασίζω (entschließen), κατά τον Χάιντεγκερ, σημαίνει όχι
απλώς δράση, γιατί τότε και η κάθε εκλογική φαρσοκωμωδία θα είχε βαθύτερο νόημα
από αυτό του ανοήμονος μιμητισμού, αλλά «αποφασιστική
απαρχή της δράσης» (GA 40, 23, βλ. επίσης Χάιντεγκερ: περί πολιτικής, περί αλήθειας … εκδ. Ηριδανός, σ. 140 κ.εξ.) με το εξής νόημα:
εγκατάλειψη ενός επιβληθέντος εγκλεισμού και ανάληψη αγώνα προς την ανοικτότητα
(Ent-schlossen-heit). Αυτός ο αγώνας/πόλεμος, δεν ενσκήπτει ως λεηλασία, ως
επιδρομή σε ό,τι είναι παρόν, αλλά
πρωτίστως ως διαρκής εναντίωση στο κυριαρχούν σκοτείνιασμα του κόσμου, ως
αποφασιστική αντιπαράθεση, αναμέτρηση. Αυτό το σκοτείνιασμα λογίζεται για τον
φιλόσοφο ως ο πιο πνευματοκτόνος σκοταδισμός, που συνεπάγεται «φυγή των θεών, καταστροφή της γης, μαζοποίηση του
ανθρώπου, προβολή της μετριότητας» (GA 40, 48). Όπου κυριαρχεί η
μετριότητα, εκτρέπεται ο κόσμος, γι’ αυτό και ο εν λόγω πόλεμος είναι πάνω απ’
όλα αγώνας των δημιουργών.
5. Η
πολιτική, ως εκ τούτου, ερμηνεύεται στην αλήθεια της έξω από τη σκοπιά της
μεμονωμένης διεργασίας, που εκτυλίσσεται ως καθημερινή συνήθεια, ήτοι έτσι όπως
ορισμένοι συνάγουν απόλυτα συμπεράσματα για τον πολιτικό Χάιντεγκερ από τα
τεκταινόμενα το 1933. Απεναντίας ερμηνεύεται αληθινά με βάση την ανηλεή
αναμέτρηση με τον ιστορικό χρόνο της πολιτικής. Τούτη η αναμέτρηση γίνεται
πράξη μόνο από τους δημιουργούς, από τους ποιητές με την αρχέγονη ελληνική
έννοια του ποιούντος, δηλαδή αυτού που ποιεί, που ενεργεί και αποφασιστικά
καταλύει κάθε ανασχετικό όριο της δημιουργίας. Πού συμβαίνουν όλα τούτα;
Συμβαίνουν στην πόλη, στην πολιτεία ή
πολιτική κοινότητα με το αρχαιοελληνικό νόημα:
«Η
πόλις είναι ο ιστορικός τόπος, η ιστορική εστία,
το Da [=εδωνά], εντός του οποίου, εκ του οποίου και για τον
οποίο συμβαίνει ιστορία» (GA 40, 161).
Όλα, όσα ανήκουν στην πόλη, δηλαδή οι θεοί, οι
δημιουργοί, οι ποιητές, οι αγώνες κ.λπ. είναι πολιτικά με το νόημα ότι ενδημούν
στον ιστορικό τόπο και όχι, επειδή σχετίζονται με έναν πολιτικό, στρατιωτικό
κ.λπ. (ό.π.). Η πόλις, κατά ταύτα, δεν είναι η περιβόητη πόλις-κράτος, αλλά η
ιστορική τοπο-θεσία-τοπο-σήμανση της ιστορικής διαμονής των Ελλήνων, η
τοπο-θεσία του τόπου της ιστορίας του Ελληνισμού, η εστία της αποκάλυψης των
όντων (GA 54,
132-133). Όλα τούτα παραπέμπουν στην κοινοτική ουσία του Είναι, την οποία
στερείται ο άνθρωπος του νεότερου πολιτικού εξουσιασμού
`
