HEGEL
«Ό,τι είναι έλλογο,
αυτό είναι ενεργώς πραγματικό·
και ό,τι είναι ενεργώς πραγματικό, αυτό είναι έλλογο»
1. Πρώτος ο Παρμενίδης, στην ιστορία του στοχασμού, συνέλαβε
την ταυτότητα νοείν και είναι. Έχει πει σχετικά:
«Γιατί το ίδιο είναι το Νοείν και το Είναι»[1].
Ο Λόγος δεν χρησιμοποιεί τη γλώσσα απλά και μόνο ως ένα μέσο για την αναγκαία εξωτερίκευσή του, αλλά σ’ αυτή ανάγει την ύπαρξή του [το προσδιορισμένο-Είναι του (Dasein)], που οδεύει ολοταχώς προς αυτο-ολοκλήρωση ως πνεύμα. Κατ’ αυτή την έννοια, η γλώσσα ενοποιεί μια γνωσιοντολογική σχέση του Λόγου ανάμεσα στην υπόσταση και το υποκείμενο. Σε τούτη τη σχέση, ο Λόγος κατονομάζει το μέτρο, κατ’ απαίτηση του οποίου συλλέγονται, συνάγονται απείρως και μεθοδικά: το υποστασιακό, ήτοι το καθεαυτό-Είναι, και το υποκειμενικό, δηλαδή το διεαυτό-Είναι· εισδύουν το ένα μέσα στο άλλο και συγκροτούν την ανάπτυξη της έννοιας. Ως ένα τέτοιο μέτρο είναι η ιδεατότητα ενός υπάρχοντος πράγματος, η άμεση μη-ύπαρξή του. Στον Λόγο, ως εκ τούτου, συντελείται η επιστροφή από την απροσδιόριστη νύχτα της μορφής του Εγώ στο Είναι.
2. Στον Πρόλογο των Αρχών της Φιλοσοφίας του
Δικαίου ο Χέγκελ αναφέρει το πιο πάνω απόσπασμα του τίτλου, που
συμπυκνώνει σε δυο λέξεις όλα τα βαθύτερα νοήματα της πρακτικής του φιλοσοφίας
και θεωρείται ένα από τα λιγότερο σωστά κατανοημένο. Σε αυτό το έργο, ο Χέγκελ
επεξεργάζεται τη φιλοσοφική θεωρία του
αντικειμενικού πνεύματος ως οικογένεια, κοινωνία των πολιτών και πολιτεία
και, εξίσου μακριά από ουτοπικές ονειροπολήσεις και αφηρημένες κατασκευές,
υπερασπίζεται αποφασιστικά ρεαλιστικές
κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιλήψεις, δηλαδή εκκινεί από την ίδια
την ιστορική πραγματικότητα. Αυτό το απόσπασμα έχει καταστεί αφορμή για να
εγερθούν αφελείς αντιρρήσεις που δεν πλησιάζουν, στην
ουσία τους, ούτε κατ’ ελάχιστο αυτό που θέλει να πει εδώ ο Χέγκελ. Έτσι αμφισβητούν,
χωρίς μια δεύτερη ερμηνεία, πως ό,τι είναι έλ-λογο είναι ενεργώς πραγματικό,
όπως δείχνουν επαρκώς οι ουτοπικές κατασκευές, που διεκδικούν μάλιστα και το αλάθητο της
υλιστικής πραγματικότητας. Επίσης δεν θεωρούν αληθές πως ό,τι είναι ενεργώς πραγματικό
είναι έλ-λογο, όπως το δείχνουν επαρκώς οι διάφορες φρικαλεότητες της Ιστορίας.
Τέτοιες αντιρρήσεις/ανασκευές του περιεχομένου από το συγκεκριμένο απόσπασμα
πηγάζουν από μια διπλή παρανόηση, σχετικά με την έννοια της πραγματικότητας και
σχετικά με αυτή του Λόγου.
3. Αυτό που ο Χέγκελ αποκαλεί εδώ «ενεργώς πραγματικό» (wirklich) δεν είναι η εμπειρική, αισθητή
πραγματικότητα του ενός ή του άλλου πράγματος που μπορεί να παρατηρηθεί, αλλά
του πραγματοποιηθέντος, δηλαδή του πλήρως τετελεσμένου. Συμβαίνει, πράγματι, να
υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην άμεση εμπειρική
πραγματικότητα (Realität) και στην ενεργώς πραγματικότητα (Wirklichkeit)., η οποία έχει περάσει από όλες
τις διαμεσολαβήσεις της σε αντίθεση από τον αδιαμεσολάβητο χαρακτήρα της πρώτης.
Αυτό που ονομάζουμε άμεση αισθητή πραγματικότητα (Realität) είναι μια πιο ισχυρή
ψευδαίσθηση, πιο παραπλανητική
εμφάνεια από την εμφάνεια της τέχνης, παρατηρεί ο Χέγκελ στις Παραδόσεις του για την Αισθητική.
Μια ανάλογη αντίθεση διαχωρίζει το εμπειρικό πράγμα (Ding), το κάτι της
κατ’ αίσθηση συνείδησης, από το ενεργώς
Πράγμα (Sache), το συσχετικό του
Λόγου, που είναι το θέμα, η υπόθεση, με την οποία ασχολείται κανείς, το αντικείμενο
της σκέψης. Το ενεργώς Πράγμα, για παράδειγμα η νομική πρόταση ή το αντικείμενο μελέτης, είναι η διαλεκτική ενότητα του Είναι και της
αυτοσυνείδησης, που βρίσκει ξανά τον εαυτό της, μετά την εξωτερίκευσή της, μέσα
σε τούτη την ενότητα, καταφάσκει ελεύθερο τον εαυτό της εκεί. Η ενεργώς
πραγματικότητα είναι η συντελεσθείσα, μέσω των διαμεσολαβήσεών της, άμεση πλέον ενότητα της ουσίας και της ύπαρξης,
της εσωτερικότητας και της εξωτερικότητας.
4. Όσο για την έλλογη
δραστηριότητα, τη δραστηριότητα που αναπτύσσει ο Λόγος, η ενεργώς πραγματικότητά
του δεν είναι η λογική δομή της διάνοιας
(Verstand), δηλαδή
της λογικής κατηγορίας που στέκεται αποκλειστικά στον χωρισμό των πραγμάτων, αλλά η διαλεκτική
κίνηση του γίγνεσθαι και η ολοκλήρωσή της στο γίγνεσθαι. Με αυτή την έννοια
μπορούμε να πούμε ότι μια κατασκευή όσο
λογική, όσο συστηματική κι αν είναι, από τη στιγμή που είναι ένα ουτοπικό έργο, μια ουτοπική σύλληψη, όπως
για παράδειγμα η πλατωνική Καλλίπολη, δεν είναι ορθολογική
με την εγελιανή έννοια του όρου, ακριβώς επειδή
παραμένει ουτοπικός σχεδιασμός, πράγμα που σημαίνει
πως η ουσία του, η Ιδέα του δεν είναι σε θέση, δεν καταφέρνει
να πραγματοποιήσει τη σύνδεση της με μια ενεργώς ιστορική ύπαρξη. Για τον Χέγκελ,
το Είναι και το Γίγνεσθαι δεν αποτελούν χωριστές οντότητες, έτσι ώστε η μια να αποκλείει την άλλη, αλλά φάσεις ή βαθμίδες της έλλογης διαλεκτικής κίνησης, δυνάμει της οποίας η ενεργώς
πραγματικότητα ως ολότητα αποτελεί τη διαλεκτική ενότητα δυνατότητας και εμπειρικής πραγματικότητας. Όπως είναι γνωστό, ο
κορυφαίος διαλεκτικός φιλόσοφος μιλάει όχι
μόνο γενικά για τον Λόγο αλλά και για την πανουργία του Λόγου, κάτι που του επιτρέπει να αναγιγνώσκει, όσο
κανείς άλλος, την ανθρώπινη Ιστορία τόσο στην εμπειρική της πραγματικότητα, την
ιστορία των διαφόρων ανθρώπινων παθών κ.λπ., όσο και στην ενεργώς αληθινή της πραγματικότητα,
όπως την εκφράζουν, για παράδειγμα, οι μεγάλοι
άνδρες της ιστορίας
5. Τι είναι π.χ. πραγματικά αληθινό στη δράση του Αλέξανδρου; Τα επί μέρους πάθη του ή το μεγαλείο της ιστορικής του δράσης; Η
προσωπική του φιλοδοξία ή η ίδρυση πόλεων; Ο θυμός του που, μια μέρα μέθης, τον
οδήγησε να σκοτώσει τον καλύτερό του φίλο με τα ίδια του τα χέρια ή η συμβολή
του στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή και στη γέννηση του
ελληνιστικού πολιτισμού; Το πραγματικό,
για το οποίο μιλά ο Χέγκελ στο υπό συζήτηση απόσπασμά του, δεν είναι η ανεκδοτική πραγματικότητα των μικρών γεγονότων που η απλή γνώμη λέει ότι είναι
αληθινά, αλλά η ενεργώς πραγματικότητα που παράγει
νόημα μέσα στην Ιστορία και για την Ιστορία. Αυτό που έχει σημασία για την
αληθινή, την ενεργώς πραγματικότητα, είναι όχι πώς θα όφειλε να είναι, ας πούμε,
η πολιτεία ή οτιδήποτε άλλο ρεαλιστικά
υπαρκτό πράγμα, αλλά πώς είναι. Ο εγελιανός ορθολογισμός είναι ένας απόλυτος ορθολογισμός, δηλαδή απαλλαγμένος από αθεμελίωτες γνώμες ή
κρίσεις, και όχι ένας ολικός, συνθετικά ολικός
ορθολογισμός, με την έννοια ότι αντιμετωπίζει αθροιστικά τα γεγονότα και τα πράγματα.
Εάν θέλουμε να μιλάμε με όρους ολότητας,
τότε χρειάζεται να διακρίνουμε την κοινή
εξωτερική ολότητα, που εκτείνεται σε ένα σύν-ολο/συνονθύλευμα αόριστων και ακαθόριστων φαινομένων και γεγονότων από την εγελιανή ολότητα της εσωτερικής
έντασης, ενέργειας και συνάφειας των πραγμάτων.