Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Hegel: από την α-φιλοσοφία στη φιλοσοφία


 

Χέγκελ

(1770-1831)

 

«Το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο»

 

1. Στον Πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος ο Χέγκελ διακρίνει σχετικά την ουσία της γνώσης, τη φιλοσοφική δηλαδή γνώση, από την κατ’ επίφαση ουσία της, από τη μη-φιλοσοφική γνώση. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μια διαλεκτική κίνηση της γνώσης, που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε, προκειμένου να φτάσουμε στην αλήθεια της τελευταίας. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια φαινομενικότητα γνώσης, που δεν οδηγεί σε καμιά γνωσιακή αλήθεια παρά μόνο στην άβυσσο. Γράφει σχετικά ο κορυφαίος διαλεκτικός φιλόσοφος:

 

«Το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο. Ο πιο συνήθης τρόπος να καλλιεργούμε αυταπάτες και στους άλλους ψευδαισθήσεις έγκειται στο να προϋποθέτουμε κατά τη διαδικασία του γνωρίζειν κάτι ως οικείο και να το ανεχόμαστε ως τέτοιο· μια τέτοια γνώση, χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί, δεν κινείται από τη θέση της με όλο αυτό το άσκοπο κουβεντολόι. Υποκείμενο και αντικείμενο, θεός, φύση, η διάνοια, η αισθητήρια ικανότητα κλπ., θεωρούνται ασυλλόγιστα οικεία, θεμελιώνονται ως έγκυρα και συνιστούν σταθερά σημεία τόσο για την αναχώρηση όσο και για την επιστροφή. Ενώ αυτά παραμένουν ακίνητα, η κίνηση [της γνώσης] χωρεί ανάμεσα τους και αναπτύσσεται πέρα-δώθε, έτσι που να προχωρεί μόνο στην επιφάνεια τους. Το κατανοείν και το ελέγχειν σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να δούμε, αν ο καθένας βρίσκει στην παράσταση του το λεχθέν για τούτα τα σημεία, αν αυτό του φαίνεται έτσι και είναι οικείο ή όχι»[1] .

 

2. Η βασική ιδέα του παρόντος αποσπάσματος συνοψίζεται στο γεγονός ότι η μεγαλύτερη άγνοια, στο πλαίσιο της γνωσιακής κίνησης, δεν είναι η απουσία γνώσης αλλά η ψευδαίσθηση ότι κατέχουμε τη γνώση. Ο Χέγκελ εδώ υιοθετεί μια από τις ιδρυτικές ιδέες της φιλοσοφίας, που ανάγεται στις ιστορικές ρίζες της τελευταίας, ήτοι πίσω στη σωκρατική και πλατωνική φιλοσοφία. Κρίνει αναγκαία μια τέτοια επιστροφή στις ρίζες στο πλαίσιο του γενικότερου πνεύματος του Προλόγου της Φαινομενολογίας του πνεύματος, όπου επικρίνει με δριμύτητα τον φετιχισμό, κατά κάποιο τρόπο, της απαρχής στη φιλοσοφία: φετιχισμός, με την έννοια ότι κανείς προσκολλάται σε αυτό που νομίζει ότι ξέρει και το επαναλαμβάνει συνεχώς, χωρίς να επιχειρεί να σκεφτεί και να  ξανασκεφτεί εκ νέου  τις αρχές και απαρχές της φιλοσοφίας εντός του πνεύματος της εποχής. Καθημερινό είναι το φαινόμενο, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν αμετακίνητοι στην άμεση, επιφανειακή αποδοχή ενός πράγματος, π.χ. ενός αντικειμένου ή υποκειμένου, της διάνοιας, του θεού κ.λπ., ως οικείου, ως γνωστού, λέγοντας με ανακούφιση και χωρίς να σκεφτούν ουδόλως τις παντοειδείς διαμεσολαβήσεις του ίδιου του Πράγματος: «το ξέρω!». Έτσι δεν παράγουν καμιά πρωτότυπη σκέψη παρά μόνο θέσεις, προτάσεις, κρίσεις, αποτιμήσεις κ.λπ.  που θεωρούνται ως βάσεις εγκυρότητας, τη στιγμή μάλιστα που δεν εναρμονισμένες ούτε κατ’ ελάχιστο με την αντικειμενική πραγματικότητα. Το «ξέρω» πάει να πει σε αυτή την περίπτωση: δεν χρειάζεται να σκεφτώ, απλώς πρέπει να επαναλάβω αυτό που μου είναι ήδη οικείο. Μια τέτοια αποδοχή λαμβάνει χώρα συνήθως στη σφαίρα του κοινού νου και αποτελεί έναν μοναδικό τρόπο πλάνης και αυταπάτης. Υπ’ αυτό το πνεύμα του γνωστού, όλα τα πράγματα συνιστούν πάγια, σταθερά και ακίνητα σημεία τόσο της αφετηρίας, της αναχώρησης όσο και της επιστροφής.

3.   Το οικείο, το γνωστό, νομιμοποιείται κυρίως στον καθημερινό τρόπο ζωής, έτσι ώστε οι λαϊκές προκαταλήψεις να εκλαμβάνονται ως μια συλλογική μορφή του οικείου. Όσο δε για τους επιστημονικούς κλάδους του πνεύματος ένα είναι που έχουν οικείο και γνωστό: πρόκειται για τα στοιχεία, τις ιδέες, τα δόγματα που ποτέ δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση, ούτε καν στο παιχνίδι. Το γνωστό μας επιβάλλεται ως μια φυσική απόδειξη.  Αν αναζητήσουμε μια από τις αφετηρίες της φιλοσοφίας, που αμφισβητούν την εν λόγω λογική του γνωστού, είναι η σωκρατική αντίληψη: «το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω τίποτα». Μοιάζει ως ένα παράδοξο για τον κοινό νου, αλλά δεν παύει διαχρονικά να αποτελεί μια αληθινή εκκίνηση της φιλοσοφίας. Ο Σωκράτης εδώ ακολουθεί την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση της σκέψης από εκείνη των σοφιστών, που ισχυρίζονταν ότι ήταν παντογνώστες. Ανάμεσα σ’ εκείνον που ξέρει ότι δεν ξέρει και σ’ εκείνον που δεν ξέρει ότι δεν ξέρει, ο δεύτερος απέχει πόρρω από την αληθινή αρχή της φιλοσοφίας. Στα μάτια του Πλάτωνος, τέτοιοι μη σχετικοί με την αληθινή φιλοσοφία ήταν οι σοφιστές, που ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν τα πάντα.  Για τον Χέγκελ δεν μπορεί να υπάρχουν πρωταρχικά, καθηλωμένα στοιχεία και αρχές παρά μόνο μια διαλεκτική κίνηση της γνώσης. Τούτη η κίνηση διαλύει την ψευδαίσθηση που δημιουργεί το γνωστό ότι από την αρχή κατέχουμε οριστικά την αλήθεια. Η άσκοπη λογοκοπία ή εκείνη η γνώση που κινείται ανάμεσα στα ως άνω καθηλωμένα στοιχεία και τα εξετάζει επιφανειακά, δηλαδή όχι στην κατανοητική τους σύλληψη, δεν είναι καμιά γνώση. Με αυτή την έννοια, το εγνωσμένο είναι αυτό, δηλαδή η γνώση, που φτάνει να γνωρίσει το αντικείμενο ή το πράγμα στην έννοιά του. Τούτο σημαίνει ότι δεν εξαντλείται στην απλή παράσταση ή απόφανση γύρω από το φαινόμενο, που το συλλαμβάνει στην επιφανειακή σφαίρα του γνωστού, ήτοι ως απλώς γνωστό και όχι κατανοητικά, όχι εννοιολογικά· τουτέστι αφηρημένα, γενικά, χωρίς να το προσδιορίσει συγκεκριμένα, να το γνωρίσει στα συγκεκριμένα του συστατικά ή δομικά στοιχεία. Σε αντίθεση με τη γενική αντίληψη ότι η φιλοσοφία είναι αφηρημένη, ενώ η κοινή γνώμη λέγεται και αναπαρίσταται ως ιδιαίτερα προσκολλημένη στο συγκεκριμένο, για τον Χέγκελ, η φιλοσοφία είναι συγκεκριμένη, ενώ η κατ' αίσθηση γνώμη και αντίληψη, η αισθητηριακή συνείδηση είναι αφηρημένη. Ο Χέγκελ ορίζει το αφηρημένο ως το μερικό (βλ.: «Το αληθινό είναι το Όλο») και το συγκεκριμένο ως το τελειωμένο, το αναπτυγμένο, το πλήρες. Μια αίσθηση και μια γνώμη είναι αφηρημένα με την έννοια ότι αντιλαμβάνονται μόνο ένα μικρό μέρος της πραγματικότητας, ενώ η έννοια, πλούσια σε όλους τους προσδιορισμούς της, είναι συγκεκριμένη.



[1] Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, σ. 153.