Jacques Derrida
(Ζακ Ντεριντά: 1930-2004)
Πώς μπορούμε να
σκεφτόμαστε την αποδόμηση;
§1
Εισαγωγικές
παρατηρήσεις
Ο Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida, γεννημένος στην Αλγερία το 1930, ανήκει στους πλέον γνωστούς μετα-νεοτερικούς διανοητές της Γαλλίας: έγινε ένας από τους πιο διάσημους και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενους και δύσκολους στην παρακολούθηση στοχαστές του τελευταίου μέρους του 20ού αιώνα. Σπούδασε φιλοσοφία στο Παρίσι, όπου έζησε από μέσα τη μεγάλη φιλοσοφική άνθηση που άλλαξε τη γαλλική σκέψη στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Νέος και χαρισματικός, σύντομα απέκτησε οπαδούς, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο John Hopkins, στο Yale και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Το έργο του είναι ποσοτικά ευρύ και ποιοτικά πολύ σημαντικό, ειδικά εντός της απόλυτης κυριαρχίας του μεταμοντερνισμού ή της μετανεοτερικότητας. Η σκέψη του, ωστόσο, τον έκανε να έχει τόσο εχθρούς όσο και υποστηρικτές και εξακολουθεί να θεωρείται εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Η γραφή του είναι αρκετά πολύπλοκη, καθώς διατυπώνει τις σκέψεις του και τα επιχειρήματά του
με πολύ δυσνόητο τρόπο: νεολογισμοί,
ποικιλότροπα λογοπαίγνια, στριφνές και παράδοξες διατυπώσεις κ.λπ. δυσκολεύουν τον
αναγνώστη σε μια αποδεικτική και
αποδεκτή πρόσληψη νοημάτων. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο Ντεριντά σε ένα
μεγάλο μέρος των κειμένων του εκδιπλώνει τη σκέψη του μέσα από μια ενδελεχή ανάγνωση, ανάλυση και σχολιασμό
ή ερμηνεία άλλων διανοητών. Η επιχειρηματολογία του έτσι και η συλλογιστική
του, για να κατανοείται με έναν κατά το δυνατό σαφή και ακριβή τρόπο, απαιτεί
από τον αναγνώστη να διαθέτει μια καλή γνώση αυτών των διανοητών. Ο Ντεριντά δεν
ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, που διέπεται από πάγιες βασικές αρχές και με
βάση αυτές καθιδρύει μια ορισμένη
και οριστική φιλοσοφική αλήθεια, μια
σταθερή εννοιολογική τάξη ή ένα αφηρημένο νόημα, που σχετίζεται με τα πράγματα,
τα μη γλωσσικά δηλαδή όντα, και με
τις περιγραφές τους, όχι όμως με τις αλληλο-αναφορικές σχέσεις των λέξεων και
των εκφράσεων μέσα στην ίδια τη γλώσσα.
§2
Η
αποδόμηση
Ι. Ο
Ντεριντά είναι ο ιδρυτής και ο κύριος εκφραστής της αποδόμησης, μιας στρατηγικής κειμενικής ανάλυσης που εφαρμόζεται σε
όλη τη γραφή, από τη φιλοσοφία μέχρι και τη λογοτεχνία, και η οποία μέσω
μιας σειράς άκρως αμφιλεγόμενων μεθόδων ή τρόπων επιδιώκει να αποκαλύψει την εγγενή αστάθεια και την απροσδιοριστία του νοήματος. Δεν μπορεί έτσι, ο Γάλλος φιλόσοφος, παρά
να βλέπει το προγραμματικό του έργο ως την αποδόμηση των ιδεών μας και των
άλλων προϊόντων του πολιτισμού και του πνεύματος, προκειμένου να φέρει στο φως
τις υποκείμενες υποθέσεις τους,
προϋποθέσεις τους και τα νοήματά τους.
ΙΙ. Για
να δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τι είναι η αποδόμηση, ας εξετάσουμε πρώτα τι δεν είναι η αποδόμηση: αν βάψω
κόκκινο ένα μπουκάλι γάλακτος, δεν θα το
έχω αποδομήσει. Αν φοράω βερνίκι
νυχιών, δεν θα έχω αποδομήσει τη σεξουαλικότητά μου. Αν ψηφίσω συντηρητικά ως
ένδειξη διαμαρτυρίας για τις αποτυχίες της κοινοβουλευτικής αριστεράς, δεν θα
έχω αποδομήσει την πολιτική. Είναι αλήθεια πως η λίστα σχετικά με το τι δεν είναι η αποδόμηση μπορεί να
συνεχιστεί λίγο πολύ επ' άπειρο. Σίγουρο είναι όμως ένα πράγμα: η αποδόμηση δεν σχετίζεται με μια στάση μη
συμμόρφωσης, αντιπολιτευσιμότητας ή αντίστασης με βάση τις αρχές μου κ.λπ. Η
αποδόμηση δεν είναι, για παράδειγμα, μια μορφή κριτικής, είτε «με γενική έννοια είτε με καντιανή έννοια».
δεν είναι μέθοδος ή θεωρία, δεν είναι λόγος ή πράξη.
ΙΙΙ. Αυτό
δεν έχει σκοπό να αποφύγει τις θετικές προτάσεις για την αποδόμηση για να
φαίνεται ότι η αποδόμηση είναι απίθανα δύσκολο να οριστεί. Ενώ κατά μια έννοια
είναι απίθανα δύσκολο να οριστεί, η αδυναμία έχει να κάνει λιγότερο με την
υιοθέτηση μιας θέσης ή τη διεκδίκηση μιας επιλογής από την πλευρά της
αποδόμησης παρά με την αδυναμία κάθε «εστί» ως τέτοιου. Η αποδόμηση ξεκινά, από
την άρνηση της αυθεντίας ή της καθοριστικής δύναμης κάθε «εστί», ή απλώς
από την άρνηση της αυθεντίας γενικά. Αν και μια τέτοια άρνηση μπορεί πράγματι
να μετράει ως θέση, δεν συμβαίνει ότι η αποδόμηση το θεωρεί αυτό ως ένα είδος προτίμησης.
ΙV. Δεν είναι ότι η αποδόμηση
προτιμά ή επιλέγει να αποδομήσει την παρουσία
ενός πράγματος, σαν να μπορούσε να επιλέξει να δει τα πράγματα ως μη
αποδομήσιμα. Η αποδόμηση δεν είναι μια μέθοδος
που μπορεί να εφαρμοσθεί σε κάτι με
σκοπό την αποδόμησή του. Αν τα πράγματα είναι αποδομήσιμα, είναι ήδη
αποδομήσιμα – ως πράγματα. Ή, όπως το θέτει ο Derrida σε μια από τις πολλές
προσεγγίσεις ενός ορισμού της αποδόμησης, το να πούμε ότι η αποδόμηση
αποτελείται από οτιδήποτε. θα ήταν να πούμε ότι αποτελείται από «αποδόμηση,
εξάρθρωση, μετατόπιση, αποδιάρθρωση, αποσύνδεση, εκτόπισης της αυθεντίας
του “εστί”».
V. Σε αντίθεση, επομένως, με μια προηγούμενη παρατήρηση, θα μπορούσαμε να πούμε ίσως ότι θα ήταν αποδομητικό να βάψουμε ένα μπουκάλι γάλακτος κόκκινο, καθώς αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει να φανεί η μη ουσιώδης σημασία του τι είναι ένα μπουκάλι γάλακτος: δεν είναι ουσιώδες, με άλλα λόγια, ότι ένα μπουκάλι γάλα θα έπρεπε να είναι άχρωμο. Αλλά αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του να βάψουμε ένα μπουκάλι γάλα κόκκινο ως παράδειγμα αποδόμησης, τότε σίγουρα θα πρέπει να παραδεχτούμε (όπως αναφέρει ο Derrida στην «Επιστολή σε έναν Ιάπωνα φίλο») ότι η αποδόμηση είναι τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα. «Όλες οι προτάσεις του τύπου “η αποδόμηση είναι Χ” ή “η αποδόμηση δεν είναι Χ” χάνουν a priori το νόημα», γράφει ο Ντεριντά, επειδή η αποδόμηση δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό, καθήκον ή στυλ.
VI.Ένας
από τους πρωταρχικούς του στόχους είναι να επιστήσει την προσοχή στον
αναπόφευκτα κειμενικό χαρακτήρα όλης της φιλοσοφικής γραφής, τον οποίο πιστεύει
ότι οι περισσότεροι φιλόσοφοι προσπαθούν να αρνηθούν, θεωρώντας τον ως καθαρό επιχείρημα. Σύμφωνα με την αποδομητική του αντίληψη, η αλήθεια δεν
είναι κάτι που μπορούμε να το βρούμε μέσα στην ουσία των πραγμάτων, όπως λέγεται από πολλούς στοχαστές της δυτικής
σκέψης, διότι για ένα κείμενο ή αντι-κείμενο υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι ανάγνωσης. Η αλήθεια συνεπώς και η αλήθεια της αλήθειας δεν μπορεί να
ανάγεται στη παντοδυναμία του
μεταφυσικής υφής Λόγου, σε έναν
δηλαδή λογοκεντρισμό που εκμηδενίζει
αντικειμενικά την πολλαπλότητα των
σχέσεων, τις απειράριθμες σχέσεις των λέξεων και εκφράσεων εντός της ίδιας
της γλώσσας, νοούμενης ως ένα αυτόνομο πεδίο έναντι των πραγμάτων.
VII. Το να επισημαίνεται ή να δείχνεται ο λογοκεντρισμός μπορεί να βοηθήσει στο να ανοίξει ή να
διαλυθεί η φαινομενική στεγανότητα
μιας έννοιας, μιας ουσίας ή ταυτότητας εν γένει, σχετικά με σταθερές ιδέες για την πολιτική, το Είναι, την αλήθεια και
ούτω καθεξής. Γενικώς ειπείν λοιπόν, η γραφή είναι αντιφατική και μπερδεμένη,
καθώς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις εγγενείς
αντιφάσεις της ίδιας της γλώσσας. Δεδομένων αυτών των υποθέσεων, δεν μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι ο
ίδιος ο Derrida βρήκε προβληματικό το να μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια την αποδόμηση, γι’ αυτό πρότεινε αρκετούς ορισμούς κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της
σκέψης του. Ερωτηθείς σε μια συνέντευξη το 1998 να προσπαθήσει ξανά, απάντησε
απλά: «Είναι
αδύνατο να απαντήσω. Μπορώ να κάνω μόνο κάτι που θα με αφήσει ανικανοποίητο».